Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διεθνώς στη συνείδηση των σύγχρονων κοινωνιών θεωρείται σήμερα υπαίτιο για την πραγματικά πρωτοφανή σε ένταση, εύρος και διάρκεια κρίση στη δίνη της οποίας έχει εμπλακεί η οικονομία σε παγκόσμια κλίμακα. Η εμπιστοσύνη των αγορών, των επενδυτών και των πολιτών στο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο των ανοικτών αγορών και οικονομιών και στην ικανότητα αυτορρύθμισής τους έχει κλονιστεί και η σύγχρονη χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, όπως δομήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, αμφισβητείται πλέον ευθέως.

Η κρίση εμπιστοσύνης σε μεγάλο βαθμό είναι αιτιολογημένη, διότι προκλήθηκε από τα λάθη, τις υπερβολές, την απληστία των διοικούντων, την υποεκτίμηση των κινδύνων, ίσως και την άγνοια ή την υπέρμετρη αισιοδοξία, επιφέροντας τελικώς τις δραματικές αλυσιδωτές εξελίξεις που παρακολουθούμε. Αξιοσημείωτο είναι ότι όλα αυτά συνέβησαν κατά κανόνα στα δύο μεγάλα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, και ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως και της δικής μας, είναι βασικά υγιή αλλά βρέθηκαν και αυτά να παρασύρονται από τη δίνη των εξελίξεων, της αποσταθεροποίησης των αγορών και την επιδείνωση του γενικότερου κλίματος.

Παράλληλα δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η ραγδαία ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος τα τελευταία χρόνια ήταν οι βασικοί πυλώνες ανάπτυξης της διεθνούς οικονομίας, της άνθησης του εμπορίου, της παραγωγής εισοδημάτων, της απασχόλησης και της ευημερίας. Αυτός εξάλλου είναι και ο ρόλος τους και αυτόν ακριβώς τον αναπτυξιακό τους ρόλο θα πρέπει να διασφαλίσουμε και στο μέλλον.

Αυτό προϋποθέτει τον επαναπροσδιορισμό, και πάλι σε διεθνή κλίμακα, ζητημάτων που συνδέονται με τη διάρθρωση και τη λειτουργία του συστήματος, με γνώμονα τα διδάγματα της κρίσης και με άμεσο στόχο την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, της αξιοπιστίας και της σταθερότητας. Εξάλλου αν δεν αποκατασταθεί η σταθερότητα και η ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως βασικού διαμεσολαβητικού παράγοντα στις αγορές δεν θα καταστεί δυνατή η αποτελεσματική υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας και η έξοδος από την κρίση. Οι νέες αναγκαιότητες έχουν ήδη γίνει κατανοητές από τις κυβερνήσεις, τις νομισματικές και τις εποπτικές αρχές και για τον λόγο αυτό η – πράγματι τιτάνια- προσπάθεια που καταβάλλεται για την έξοδο από την κρίση έχει ως προτεραιότητα τη θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με ρυθμίσεις οι οποίες θα διασφαλίσουν ότι τα φαινόμενα πλημμελούς διαχείρισης κινδύνων και αστάθειας δεν θα εμφανιστούν ξανά στο μέλλον.

Ηδη από την αρχή της κρίσης το Financial Stability Forum, το οποίο απαρτίζεται από εκπροσώπους κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων μεγάλων χωρών, έχει καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις που θα αφορούν την «επόμενη ημέρα». Οι βασικοί άξονες των μεταρρυθμίσεων έχουν στόχο να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συναλλασσομένων και να εδραιώσουν ένα κλίμα σταθερότητας στις αγορές. Θα αφορούν δε πέντε βασικούς τομείς: α) Ενίσχυση της εποπτείας όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τη ρευστότητα και τη διαχείριση κινδύνων, β) εμπέδωση μεγαλύτερης διαφάνειας στις συναλλαγές, αλλά και στην απεικόνιση των οικονομικών καταστάσεων, γ) βελτίωση του ρόλου των οίκων αξιολόγησης, δ) ενδυνάμωση της ικανότητας αντίδρασης των αρχών στους κινδύνους, ε) εδραίωση μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Μεταρρυθμίσεις θα δρομολογηθούν κυρίως προς τις κατευθύνσεις εκείνες όπου δημιουργήθηκαν ή εκδηλώθηκαν προβλήματα, λάθη και δυσλειτουργίες. Ο παγκόσμιος χρηματοπιστωτικός χάρτης αναδιατάσσεται και διαμορφώνεται με βάση μια πιο σύγχρονη και αυστηρότερη εποπτεία, καλύτερη συνεργασία και συντονισμό των εποπτικών αρχών, με μικρότερο κατακερματισμό του εποπτικού έργου, αυξημένες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, μικρότερα περιθώρια μόχλευσης και διόγκωσης του ισολογισμού, αυστηρότερη αξιολόγηση και τιμολόγηση στην ανάληψη κινδύνων και διεύρυνση των κινδύνων που θα βρίσκονται υπό αυστηρή παρακολούθηση και εποπτεία όπως, για παράδειγμα, ο κίνδυνος ρευστότητας ή οι λειτουργικοί κίνδυνοι.

Ολα αυτά θα απαιτήσουν καλύτερη στελέχωση και βελτίωση της τεχνολογικής υποδομής, των εποπτικών αρχών, αλλά και υψηλότερο κόστος λειτουργίας για τις τράπεζες το οποίο θα μετακυλιστεί, εν μέρει, και προς τους πελάτες τους. Παράλληλα βέβαια και οι τράπεζες θα έχουν χαμηλότερες αποδόσεις στα κεφάλαιά τους, εξέλιξη η οποία θα επηρεάσει σημαντικά και τις αμοιβές των στελεχών τους που διαρθρωτικά θα αποκτήσουν και πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός θα πρέπει διαχρονικά να υποκαταστήσει πρακτικές επιδίωξης βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων.

Και βέβαια αναμφισβήτητα χρειάζεται περαιτέρω ενίσχυση της διαφάνειας σε όλες τις λειτουργίες και τους τομείς δράσης του πιστωτικού συστήματος. Η διαφάνεια δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως θωρακίζει τη λειτουργία των αγορών. Μπορεί να αποτρέπει υπερβολές όταν οι αγορές κινούνται ανοδικά, αλλά και να λειτουργεί διορθωτικά όταν οι αγορές υποχωρούν και, κυρίως, να διασφαλίζει την εμπιστοσύνη όλων όσοι συμμετέχουν στις αγορές, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της σταθερότητας του συστήματος.

Οι επερχόμενες μεταβολές δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να εκληφθούν ως οπισθοδρόμηση σε παλαιότερα πρότυπα λειτουργίας τα οποία σήμερα έχουν ξεπεραστεί και δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες και κυρίως τις προοπτικές της σύγχρονης οικονομίας. Δεν πρέπει να αρνηθούμε τις κατακτήσεις που έχουν γίνει αλλά να προλαμβάνουμε τους κινδύνους. Ο καταλυτικός ρόλος τον οποίο στην τρέχουσα συγκυρία έχουν αναλάβει οι κυβερνήσεις και οι εποπτικές αρχές είναι αναγκαίος και αυτό αναγνωρίζεται, όμως δεν θα πρέπει να συγχέεται με την επιστροφή στον κρατισμό ή την κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αναγκαιότητα της ελεύθερης ανάπτυξης και λειτουργίας των αγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε εθνικό και διασυνοριακό επίπεδο, μπορούμε όμως να θωρακίσουμε και να ελέγξουμε αυστηρότερα αυτή την ελευθερία ώστε να υπηρετεί τη σταθερότητα και ευημερία, αξιοποιώντας, ως οικονομίες και ως κοινωνίες, τις δυνατότητες που προσφέρει για την παγκόσμια ανάπτυξη.