Τον Ιούλιο του 1994, δύο μήνες αφότου ανέλαβα υπουργός Εθνικής Οικονομίας, επισκέφθηκα τον τότε γενικό διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Μισέλ Καμντεσίς στην Ουάσιγκτον. Στη συζήτηση συμμετείχαν τρεις διευθυντές του Ταμείου και ο γενικός διευθυντής Οικονομικών Υποθέσεων της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ). Παρουσίασαν σχέδιο υπαγωγής της Ελλάδας σε καθεστώς επιτροπείας ΔΝΤ- ΕΕ, το οποίο περιελάμβανε υποτίμηση της δραχμής, μεγάλη αύξηση των επιτοκίων και «πάγωμα» μισθών και συντάξεων. Προέβαλαν το επιχείρημα ότι τα υπερβολικά ελλείμματα και η αναξιοπιστία της χώρας οδηγούσαν σε κρίση δανεισμού. Από την πλευρά μου, αρνήθηκα κάθε σκέψη υπαγωγής σε καθεστώς επιτροπείας και υποστήριξα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει πολιτική σταθεροποίησης της οικονομίας, προωθώντας παράλληλα διαρθρωτικές αλλαγές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ενημέρωσα τον Ανδρέα Παπανδρέου και ζήτησα τα «πράσινο φως» για άμεση υποβολή στην ΕΕ του Προγράμματος Σύγκλισης με την ΟΝΕ. Ο Α. Παπανδρέου με προέτρεψε να το πράξω, προσθέτοντας ότι «η ένταξη στην ΟΝΕ είναι η μόνη λύση». Η έγκριση του Προγράμματος Σύγκλισης σηματοδότησε την αλλαγή πλεύσης της οικονομικής πολιτικής της χώρας, ενώ η συνεπής και αποτελεσματική υλοποίησή του δημιούργησε συνθήκες σταθερότητας και ισχυρής ανάπτυξης για μία ολόκληρη δεκαετία. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας απομακρύνθηκε και το κόστος δανεισμού του Δημοσίου προσέγγισε σταδιακά το αντίστοιχο κόστος της Γερμανίας. Σήμερα η Ελλάδα δανείζεται με κόστος κατά 50% υψηλότερο από τη Γερμανία. Τίθεται το ερώτημα αν αντιμετωπίζει κίνδυνο ανάλογο με αυτόν που ξεπέρασε το 1994. Υπάρχει κατ΄ αρχάς το ισχυρό πλεονέκτημα της συμμετοχής στην ΟΝΕ. Χωρίς το ευρώ η Ελλάδα θα υπέφερε από συνεχείς υποτιμήσεις, εκτίναξη του πληθωρισμού, εξαιρετικά υψηλά επιτόκια και πτώση του βιοτικού επιπέδου. Σήμερα, όμως, η χώρα μας παραβιάζει όλα τα κριτήρια συμμετοχής στην ευρωζώνη. Δημοσιονομικό έλλειμμα, χρέος, κόστος δανεισμού του Δημοσίου και ρυθμός πληθωρισμού βρίσκονται εκτός των ορίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών διευρύνθηκε σε βαθμό που αναδεικνύει τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Με την κυβέρνηση της ΝΔ η χώρα μας γύρισε 15 χρόνια πίσω.

Βέβαια, η ευρωζώνη λειτουργεί προστατευτικά. Αν οι συνθήκες επιδεινωθούν και σε συνδυασμό με την εξέλιξη της διεθνούς συγκυρίας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου δείξει τάσεις εκτίναξης, θα παρέμβει προληπτικά η ΕΕ επιβάλλοντας μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης (μειώσεις δαπανών, περιορισμοί στα εισοδήματα, αυξήσεις φόρων). Η Ελλάδα θα έχει αποφύγει το σενάριο του 1994, αλλά θα υπαχθεί σε καθεστώς οιονεί επιτροπείας. Οι συνέπειες για μια κοινωνία η οποία, ιδιαίτερα στον χώρο της νεολαίας, βρίσκεται σε κατάσταση εξέγερσης θα είναι οδυνηρές και επικίνδυνες στο μέτρο που θα ανατροφοδοτήσουν την οικονομική κρίση. Η προστασία της ευρωζώνης δεν είναι πλήρης.

Εξάλλου, η αναπτυξιακή ώθηση από την ένταξη στην ΟΝΕ εξαντλήθηκε. Ο ανταγωνισμός των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους απειλεί την παραγωγική μας δομή που κυριαρχείται από παραδοσιακές δραστηριότητες έντασης εργασίας. Η επάνοδος σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προϋποθέτει ένα νέο μοντέλο, στηριγμένο στην οικονομία της γνώσης και σε προηγμένα σχήματα οργάνωσης.

Χρειάζεται ολοκληρωμένο και αξιόπιστο σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο να σηματοδοτεί μια νέα κατεύθυνση για τη χώρα. Η αδράνεια μας εκθέτει σε κινδύνους και μας καταδικάζει σε οικονομικό μαρασμό, κοινωνική αναταραχή και πολιτική αποσταθεροποίηση.

Τα προβλήματα είναι διαφορετικά από την περίοδο σύγκλισης με την ΟΝΕ. Αντίπαλοι είναι η ακρίβεια, η σπατάλη στο Δημόσιο, η γραφειοκρατία, η διαφθορά. Απαιτούνται μεγάλες τομές και αλλαγές για την αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Κρίσιμη σημασία έχουν η Παιδεία και η ανόρθωση των θεσμών.

Η χώρα χρειάζεται αλλαγή πορείας. Υπάρχει όμως έλλειμμα ηγεσίας. Είναι μεγάλη η πρόκληση για την προοδευτική παράταξη να καλύψει το κενό, διαμορφώνοντας ευρείες συναινέσεις ιδιαίτερα στο κοινωνικό πεδίο, με τις δυνάμεις της εργασίας και της υγιούς επιχειρηματικότητας.

Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός και πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής (www.kepp.gr).