Στην Ιταλία αποκαλείται το «φαινόμενο Σαβιάνο»- το έντονο ενδιαφέρον για την Καμόρα μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του Ρομπέρτο Σαβιάνο «Γόμορρα», το οποίο πραγματεύεται τη δράση των πανίσχυρων εγκληματικών οργανώσεων στην περιοχή της Καμπανίας. Και ενώ ο 29χρονος Σαβιάνο, παρά τις απειλές κατά της ζωής του, προβαίνει σε συχνές εμφανίσεις στα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, άλλοι έχουν περάσει ολόκληρα χρόνια καλύπτοντας- και αποκαλύπτοντας- με διακριτικό τρόπο τον ίδιο βρώμικο χώρο. Μία από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες που ασχολείται με τη δράση της Καμόρα είναι η Ροζάρια Καπατσιόνε, μια παλαίμαχος δημοσιογράφος της καθημερινής εφημερίδας «Ιl Μattino» στην Καζέρτα, έξω από τη Νάπολι. Η Καπατσιόνε από τη δεκαετία του 1980 γράφει για τους σύντομους βίους, τους βίαιους θανάτους και τις περίπλοκες οικονομικές συναλλαγές των κυριότερων οικογενειών της Καμόρα- και κυρίως της Καζαλέζι, όπως είναι γνωστοί όσοι κατάγονται από την πόλη Καζάλ ντι Πρίντσιπε.
Η Καπατσιόνε κυκλοφορεί με τη συνοδεία αστυνομικών από τον περασμένο Μάρτιο, όταν δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της από δικαζόμενο μέλος της Καμόρα. Το ίδιο συνέβη με τον Σαβιάνο αλλά και με τον δικαστικό Ραφαέλε Καντόνε , οι οποίοι ήδη βρίσκονταν υπό τη συνεχή προστασία της αστυνομίας. Η Καπατσιόνε μισεί αυτή την κατάσταση.
«Εχασα όση ελευθερία είχα» είπε από το γραφείο της στην «Ιl Μattino». «Το περίεργο είναι ότι όλα αυτά τα χρόνια έχω δεχθεί πιο σοβαρές και ξεκάθαρες απειλές.Αλλά τότε δεν υπήρχε το “φαινόμενο Σαβιάνο”.Ο υπόλοιπος κόσμος δεν γνώριζε ότι η Καμόρα ή οι Καζαλέζι υπήρχαν» προσέθεσε. «Κάνω αυτή τη δουλειά προτού ακόμη γεννηθεί ο Σαβιάνο».
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η Καμόρα έχει καταστήσει την Καμπανία κέντρο ενός διεθνούς εγκληματικού δικτύου, οι δραστηριότητες του οποίου περιλαμβάνουν εμπόριο ναρκωτικών, παράνομες χωματερές, απάτες σε δημόσια έργα και ξέπλυμα χρήματος μέσω επιχειρήσεων όπως σουπερμάρκετ και καταστήματα τυχερών παιχνιδιών. Στο πρώτο της βιβλίο «Τhe Gold of the Camorra» («Ο Χρυσός της Καμόρα» ) η Καπατσιόνε εξετάζει την πορεία τεσσάρων εγκληματικών μυαλών της «οικογένειας» Καζαλέζι: του Φραντσέσκο Τσιαβόνε, του Φραντσέσκο Μπιντονιέτι, του Μικέλε Τζαγκάρια και του Αντόνιο Ιοβίνε. Οι δύο πρώτοι εκτίουν ισόβια ποινή κάθειρξης- οι άλλοι βρίσκονται στη λίστα με τους πλέον καταζητούμενους κακοποιούς της Ιταλίας.
Χρησιμοποιώντας πρακτικά δικών αλλά και με δική της έρευνα η Καπατσιόνε γράφει για το πώς τα μεγάλα αφεντικά πλούτισαν από την ανάπτυξη μιας υπερταχείας προς τη Νάπολι, από οικοδομικά έργα και καρτέλ που διανέμουν ζάχαρη και άλλα βασικά αγαθά στην Καμπανία. Η περιοχή εμφανίζει αυξημένα ποσοστά καρκίνου εξαιτίας των τοξικών απορριμμάτων, καθώς και υψηλούς δείκτες εθισμού στην κοκαΐνη. «Δεν ήθελα να γράψω βιβλίο αλλά ο Ριτσόλι ουσιαστικά με υποχρέωσε να το κάνω» είπε η Καπατσιόνε αναφερόμενη στον ιταλό εκδότη της. Η ίδια δεν αισθάνεται άνετα με τη δημοσιότητα που την περιβάλλει μετά τις απειλές που δέχθηκε.
Η Καπατσιόνε, 48 χρόνων, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καζέρτα, όπου ζει ως σήμερα. Εχει έντονο, ανατολίτικο βλέμμα και βραχνή φωνή- γύρω από τον λαιμό της κρέμεται ένας απαστράπτων σταυρός. Συγκρατημένη και ενίοτε σαρδόνια, μερικές φορές χαμογελάει και σπανίως γελάει. Η Καπατσιόνε εκπέμπει μια ένταση που έχει συσσωρευθεί από όλα αυτά τα χρόνια που καλύπτει μια βίαιη και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτη μάχη. Το να βρίσκεσαι στην πρώτη γραμμή ενέχει κινδύνους. Τον περασμένο μήνα η Καπατσιόνε βρήκε το σπίτι της ανάκατο, παρ΄ όλο που δεν έλειπε κανένα αντικείμενο υλικής αξίας. «Πήραν ένα βραβείο δημοσιογραφίας που είχα κερδίσει» είπε. «Αυτό σήμαινε πολλά για εμένα».
Δεν γνωρίζει ποιος διέρρηξε το σπίτι της. Αλλά γνωρίζει τον βαθμό της προστασίας που μπορεί να της προσφέρει η αστυνομία. «Αν ήθελαν να με δολοφονήσουν, θα το έκαναν με ή χωρίς τη συνοδεία της αστυνομίας, εδώ ή στο εξωτερικό» σημείωσε. Η Καπατσιόνε είναι υπερήφανη για την «επιστημονική» της προσέγγιση- την ανάγνωση των στοιχείων και τη διασταύρωσή τους μέσω δικαστικών εγγράφων. Σε μια δίκη πρόσεξε ότι οι ενάγοντες δεν είχαν συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για έναν εκ των κατηγορουμένων. «Πήγα και συμπλήρωσα τα κενά» είπε. Είναι μια μάχη νοημοσύνης και θέλησης μεταξύ των Αρχών και της Καμόρα. «Είναι διασκεδαστικό όταν οι έξυπνες Αρχές έρχονται αντιμέτωπες με έξυπνους εγκληματίες.Είναι σαν μια παρτίδα σκάκι».
Στη χώρα της Καμόρα η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας είναι λεπτή. Πολλές φορές συναντάς μέλη του οργανωμένου εγκλήματος με συγγενείς σε δημόσια αξιώματα, ακόμη και στο δικαστικό σύστημα, ανέφερε η Καπατσιόνε. «Αν αγοράσω μία ετυμηγορία σημαίνει ότι κάποιος την πώλησε». Παρ΄ όλο που η Καμόρα σήμερα εξαρτάται λιγότερο από τους πολιτικούς, οι πολιτικοί εξαρτώνται από την Καμόρα για την εξαγορά ψήφων. Είναι δύσκολο για τους πολίτες να ξεχωρίσουν τους εγκληματίες από τους μη εγκληματίες. «Ποτέ δεν ξέρεις» είπε η Καπατσιόνε. «Ή ακόμη χειρότερα,ξέρεις» .
Σύμφωνα με μια έρευνα το περασμένο έτος, το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί τον μεγαλύτερο τομέα της ιταλικής οικονομίας καθώς τα κέρδη του αντιστοιχούν στο 7% του ΑΕΠ. Ποια είναι η λύση; «Δεν γνωρίζω» είπε η Καπατσιόνε. «Είναι ένα σύνθετο πρόβλημα.Εχουν συλλάβει εκατοντάδες ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια». Πράγματι από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 περίπου 500 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και πάνω από 4.000 έχουν ανακριθεί στο πλαίσιο επιχειρήσεων όπως η δίκη «Σπάρτακος», μία από τις πιο περίπλοκες στην ιταλική ιστορία. Ωστόσο τίποτε δεν αλλάζει. Τα μέλη των εγκληματικών οργανώσεων «ανανεώνονται». Ως δημοσιογράφος η Καπατσιόνε καλύπτει πλέον την «τρίτη γενεά». «Οι ζωές τους είναι σύντομες». Το γεγονός ότι ενώ όλοι γνωρίζουν πως υπάρχει πρόβλημα αλλά κανείς- ούτε η κυβέρνηση ούτε η Εκκλησία ούτε ο στρατός- δεν επιδεικνύει την απαραίτητη πολιτική βούληση για να το αντιμετωπίσει είναι χειρότερο από το ίδιο το πρόβλημα. Δημόσιοι αξιωματούχοι πολύ συχνά βρίσκονται μπλεγμένοι σε αυτόν τον κύκλο βίας. Το 1990 ένας αντιδήμαρχος της πόλης Μοντραγκόνε, βορείως της Νάπολι, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ανάθεση δημοσίων έργων, εξαφανίστηκε. Τα απομεινάρια του βρέθηκαν το 2003 κατά τη διάρκεια ερευνών για μία άλλη υπόθεση οργανωμένου εγκλήματος. Σε κάποια άλλη χώρα η δολοφονία ενός αξιωματούχου θα προκαλούσε δημόσια κατακραυγή και η κατάσταση ίσως άλλαζε. «Α,αλήθεια;Ενδιαφέρον» σχολίασε η Καπατσιόνε. «Εδώ τους σκοτώνουν όλους και τίποτε δεν συμβαίνει».