Η φράση του «παρέλαβα κράτος, δεν πρόκειται να παραδώσω κοινότητα» είχε σημαδέψει την προσωπικότητα του Τάσσου Παπαδόπουλου, του πλέον αμφιλεγόμενου και πεισματάρη προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή την περασμένη Παρασκευή. Είχε την εικόνα του αυστηρού και τεχνοκράτη πολιτικού ως το τέλος της πολιτικής του καριέρας. Στις τελευταίες στιγμές του, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων, στην εντατική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας δέχθηκε τις επισκέψεις όλων των πολιτικών του φίλων αλλά και αντιπάλων, ως αναγνώριση της προσφοράς του στην Κύπρο. Ως τη στιγμή που εισήχθη εσπευσμένως στο νοσοκομείο με αναπνευστική ανεπάρκεια διατύπωνε τις αντιρρήσεις του για το Σχέδιο Αναν, για τις προτάσεις που υποστήριζε ο κ. Δ. Χριστόφιας για πρόεδρο εκ περιτροπής και τόνιζε τη βεβαιότητά του ότι δεν πρόκειται να υπάρξει λύση αν προηγουμένως δεν συναινούσαν όχι μόνο η Τουρκία αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Γεννημένος πριν από 74 χρόνια στη Λευκωσία και νυμφευμένος με την κυρία Φωτεινή-Λωράνς Λεβέντη. Η οικογένεια Λεβέντη ήταν μια από τις πλουσιότερες κυπριακές οικογένειες, με επιχειρήσεις σε όλον τον κόσμο. Ο Τάσσoς Παπαδόπουλος διατηρούσε ένα από τα πιο σημαντικά δικηγορικά γραφεία στην Κύπρο, με πελάτες που εκτείνονταν από τα Βαλκάνια (περιλαμβανομένου, σύμφωνα με ορισμένους, και του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς) ως και τη Βρετανία, όπου και σπούδασε στο Κing΄s College (barrister-at-law). Πήρε ενεργά μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ από διάφορα πόστα, ως τομεάρχης Λευκωσίας και αργότερα ως υπεύθυνος για όλη την Κύπρο της ΠΕΚΑ, της πολιτικής οργάνωσης της ΕΟΚΑ.
Η πολιτική του χαρακτηρίστηκε πάντοτε από μεγάλα «όχι» σε μείζονα πολιτικά ζητήματα. Πρώτα απ΄ όλα ψήφισε εναντίον της υπογραφής των συμφωνιών της Ζυρίχης, της συμφωνίας δηλαδή του 1960 για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρ΄ ότι συμμετείχε στη Συνταγματική Επιτροπή που συνέταξε τότε το Σύνταγμα της Κύπρου. Είχε καταδικάσει την «τουρκική ανταρσία» που εκδηλώθηκε το 1963 με τη δημιουργία τουρκικών θυλάκων και άλλαξε ριζικά από τότε τη ζωή όλων των Κυπρίων, αλλά και την ιστορία της Κύπρου.
Ηταν το αγαπημένο στέλεχος του πρώτου Προέδρου της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου , ο οποίος του είχε εμπιστευθεί επί δώδεκα χρόνια τα σημαντικότερα υπουργεία, όπως το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το υπουργείο Οικονομικών, τα υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας, Γεωργίας, ενώ υπήρξε βασικός διαπραγματευτής για το Κυπριακό και- ίσως πολλοί δεν το γνώριζαν- σύμβουλος του πολιτικού του αντιπάλου κ. Γλ.Κληρίδη όταν ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας τοποθετήθηκε από τον Μακάριο τον Απρίλιο του 1976 ως πρώτος διαπραγματευτής για το Κυπριακό. Η αφοσίωσή του στον Μακάριο ήταν τόσο μεγάλη ώστε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος έλεγε σε ιδιωτικές του συνομιλίες ότι τον προόριζε για διάδοχό του. Εγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη στήριξη του πανίσχυρου ΑΚΕΛ τού κ. Χριστόφια, από τον οποίο όμως τέσσερα χρόνια αργότερα έχασε στις προεδρικές εκλογές. Παρ΄ ότι οι Παπαδόπουλος και Χριστόφιας ήταν πολιτικά συνέταιροι σε μια κεντροαριστερή κυβέρνηση στην Κύπρο, ο Παπαδόπουλος όταν έχασε τις εκλογές δεν δίστασε να επικρίνει, και μάλιστα σκληρά, τον πρώην «σύμμαχό» του για εγκατάλειψη της συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Ως την τελευταία στιγμή επέμενε ότι η τουρκική πλευρά επιδιώκει λύση δύο χωριστών ισότιμων κρατών υπό ένα επίπλαστο αλλά διάφανο περιτύλιγμα ομόσπονδου κράτους και αυτό που επιδιώκει η Αγκυρα είναι συνομοσπονδία με ψήγματα ομοσπονδιακών ρυθμίσεων.
Ο φόβος του μήπως και παραδώσει κοινότητα αντί κράτους είχε ως αποτέλεσμα να προσαρμόσει κατά τέτοιον τρόπο την πολιτική του ώστε να απομονωθεί όπως κατηγορήθηκε διεθνώς η Κύπρος, να μην αξιοποιήσει πολιτικά η Λευκωσία την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ενωση, να παγώσει τις σχέσεις της με τη Βρετανία (η οποία με τις συνθήκες της Ζυρίχης είναι εγγυήτρια χώρα), να παγώσουν για αρκετά χρόνια οι ενδοκυπριακές συνομιλίες και να «αποστασιοποιηθούν» οι σχέσεις του με ορισμένα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης και με τα περισσότερα ελληνικά κόμματα. Ολοι όμως θυμούνται τον Τάσσο Παπαδόπουλο στο διάγγελμα που απηύθυνε θέλοντας να στηρίξει το «όχι» στο Σχέδιο Αναν. Με τρεμάμενη βραχνή φωνή και με βουρκωμένα μάτια μίλησε για το απογοητευτικό Σχέδιο Αναν και για την ανάγκη ενός λαϊκού «ηχηρού όχι». Ηταν, όπως εξομολογήθηκε αργότερα, η πιο δύσκολη στιγμή της θητείας του, αλλά παράλληλα και η πιο «ηρωική παρουσία» της πολύχρονης και πολυτάραχης πολιτικής του δράσης.