Η ατμοσφαιρική ρύπανση «σκοτώνει» και στη Θεσσαλονίκη. Κάθε χρόνο περίπου 800 άνθρωποι πεθαίνουν πρόωρα εξαιτίας του «νέφους». Σύμφωνα με μελέτη του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), η οποία βρίσκεται υπό δημοσίευση σε έγκριτο επιστημονικό έντυπο, πάνω από 10.000

έτη ζωής χάνονται κάθε χρόνο στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης λόγω της έκθεσης των πολιτών σε εισπνεύσιμα αιωρούμενα σωματίδιααπό τους πλέον επικίνδυνους για τη δημόσια υγεία ατμοσφαιρικούς ρύπους. Οπως επισημαίνει ο κ.

Χρ. Βλαχοκώστας , ο οποίος διεξήγαγε τους υπολογισμούς, τα έτη αυτά αντιστοιχούν κατά μέσον όρο σε περίπου δέκα μήνες βράχυνσης της ζωής κάθε ανθρώπου που κατοικεί στην περιοχή.

Η μακροχρόνια έκθεση σε αιωρούμενα σωματίδια επιπλέον ευθύνεται για τον περιορισμό της δραστηριότητας και την πτώση της παραγωγικότητας«που μεταφράζεται σε περίπου μιάμιση ημέρα τον χρόνο για κάθε κάτοικο της Θεσσαλονίκης»αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, καθηγητής στο ΑΠΘ κ.

Ν.Μουσιόπουλος . Τα αποτελέσματα της μελέτης «εγείρουν πρώτιστα ουσιαστικά ερωτήματα ηθικής φύσηςστα οποία μια σοβαρή κοινωνία θα όφειλε να απαντήσει αντί να τα αποφεύγει συστηματικά» τονίζει ο καθηγητής.

Οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην υγεία έχουν επιπλέον και μια οικονομική διάσταση η οποία «θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη όταν διερευνώνται οι δυνατότητες αντιμετώπισης του προβλήματος»λέει ο κ. Μουσιόπουλος. Και προσθέτει:

«Η μείωση των συγκεντρώσεων αερίων ρύπων ισοδυναμεί με μετρήσιμο κοινωνικό όφελος, η συνεκτίμηση του οποίου συνήθως οδηγεί σε βέλτιστη στρατηγική αντιρρύπανσης με κόστος σαφώς υψηλότερο του ελαχίστου που χρειάζεται για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ποιότητας αέρα».

Στη Θεσσαλονίκη το φωτοχημικό νέφος καθημερινά «πνίγει» την πόλη. Παρ΄ ότι το διοξειδίου του θείου (SΟ2) και το μονοξείδιο του άνθρακα δείχνουν σαφώς μια διαχρονική τάση μείωσης εξαιτίας της βελτίωσης της ποιότητας των καυσίμων και των κινητήρων των αυτοκινήτων, άλλοι ρύποι εξακολουθούν να… αιωρούνται σε υψηλές συγκεντρώσεις. Στην Αγία Σοφία και το Κορδελιό οι μέσες συγκεντρώσεις ΡΜ10 (μικροσωματίδια με διάμετρο μικρότερη των δέκα μικρών του μέτρου) ξεπερνούν το ευρωπαϊκό όριο 150 ημέρες τον χρόνο! Αυτό προκύπτει από προηγούμενη έρευνα του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερμότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα (22 Νοεμβρίου 2008) στο επιστημονικό έντυπο «Science of the Τotal Εnvironment».

Το ευρωπαϊκό όριο για τα ΡΜ10 είναι 50 μg/m3 (μέση ημερήσια τιμή) και δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση περισσότερες από 35 ημέρες ανά έτος. Ο χαμηλότερος αριθμός ημερών με υπέρβαση της οριακής τιμής για τα μικροσωματίδια καταγράφεται στον προαστιακό σταθμό του Πανοράματος.

«Παρ΄ ότι η συγκεκριμένη περιοχή δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλα κυκλοφοριακά προβλήματα, παρατηρείται και εκεί υπέρβαση του ορίου των 35 ημερών»σχολιάζει ο κ. Μουσιόπουλος.

Μια σταθερή τάση καταγράφεται και στα επίπεδα όζοντος (Ο3) κατά την περίοδο 2001-2006. Υψηλότερες τιμές παρατηρούνται στην αστική περιοχή του Πανοράματος, στην αγροτική περιοχή της Νεοχωρούδας και στηνότιανοτιοανατολική περιοχή της κοιλάδας των Βασιλικών. Τα χαμηλότερα επίπεδα όζοντος καταγράφονται σε αστικές και βιομηχανικές περιοχές, όπως στην Αγία Σοφία και το Κορδελιό. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, τα τελευταία δέκα χρόνια οι συγκεντρώσεις του όζοντος ξεπερνούν την οριακή τιμή που έχει θέσει η ΕΕ για το όζον (είναι 120 μg/m3 και δεν πρέπει να σημειώνεται υπέρβαση περισσότερες από 25 φορές τον χρόνο) πολλές ημέρες κάθε χρόνο, ειδικά κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου στους περισσότερους σταθμούς μέτρησης της Θεσσαλονίκης. Υπήρχε χρονιά που στο Πανόραμα το όζον ξεπερνούσε τα ανώτατα όρια περισσότερες από τις μισές ημέρες τον χρόνο. Στη Νεοχωρούδα το 2003 το όζον «χτυπούσε κόκκινο» μία στις τρεις ημέρες, ενώ στη Σίνδο και στον σταθμό του ΑΠΘ μία στις τέσσερις ημέρες.