ΝΕΟ ΔΕΛΧΙ.

Συναγερμό σε τρία μεγάλα αεροδρόμια της χώρας, σε Νέο Δελχί, Μπανγκαλόρ και Τσινάρι, κήρυξε η Ινδία ύστερα από πληροφορίες για επικείμενη αεροπειρατεία και τρομοκρατική επίθεση. Σε κατάσταση επιφυλακής ετέθησαν οι αστυνομικές δυνάμεις, ενώ εντάθηκαν οι έλεγχοι στα οχήματα και στις αποσκευές των επιβατών. Αργά χθες, ινδός αξιωματικός της αστυνομίας είπε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν στο διεθνές αεροδρόμιο του Νέου Δελχί όταν ακούστηκαν τρεις πυροβολισμοί, αλλά κανείς δεν τραυματίστηκε. Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας Ραγιάν Μπαγάτ δήλωσε πως δεν επρόκειτο για τρομοκρατική ενέργεια και πως κανείς δεν σκοτώθηκε. Νωρίτερα όμως το ΒΒC είχε μεταδώσει ότι οι δυνάμεις ασφαλείας πυροβόλησαν και σκότωσαν έξι ενόπλους.

Τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας κρίθηκαν απαραίτητα λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων της Βομβάης αλλά δημιουργήθηκαν και επιπλέον φόβοι επειδή αύριο 6 Δεκεμβρίου είναι η επέτειος από την κατεδάφιση το 1992 ενός τεμένους του 16ου αιώνα από ινδουιστικές ομάδες στη βόρεια πόλη Αγιόντια, γεγονός το οποίο είχε γίνει αφορμή για βίαια επεισόδια ανάμεσα σε ινδουιστές και μουσουλμάνους με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι. Πηγή της «πληροφορίας» για την αυριανή αεροπειρατεία ήταν η οργάνωση «Μουτζαχεντίν του Ντεκάν», η οποία έχει αναλάβει και την ευθύνη για το μακελειό στη Βομβάη. Η προειδοποίηση έγινε με e-mail, όπως μετέδωσε το ινδικό τηλεοπτικό κανάλι ΝDΤV που έδειξε και πλάνα με ένοπλους αστυνομικούς να φρουρούν τις εισόδους στο διεθνές αεροδρόμιο του Νέου Δελχί. Ο μοναδικός επιζήσας ένοπλος, ο Αζαμ Αμίρ Κασάβ, αποκάλυψε κατά την ανάκριση ότι ο ίδιος και οι άλλοι εννέα ένοπλοι ήταν σε επαφή με τον Ζακί ουρ Ρεχμάν Λάκβι, ο οποίος θεωρείται από τις αμερικανικές υπηρεσίες επιχειρησιακός αρχηγός της εδρεύουσας στο Πακιστάν ένοπλης οργάνωσης Λάσχαρ-ιΤάιμπα (Let).

Ο πακιστανός πρόεδρος Ασίφ Αλι Ζαρντάρι δήλωσε ότι αμφιβάλλει κατά πόσον ο Κασάβ είναι Πακιστανός και πρόσθεσε ότι οποιοσδήποτε βρεθεί να ενέχεται στις επιθέσεις θα δικαστεί στο Πακιστάν, υπόσχεση που επιβεβαιώθηκε και από την αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις.