Τον Πολ Μοράν ως συγγραφέα τον γνωρίσαμε στη χώρα μας πολύ αργά, 25 και πλέον χρόνια μετά τον θάνατό του, με εκείνο το αριστουργηματικό του βιβλίο Βενετίες, ελεγεία και δοξαστικό της μυθικής πόλης των δόγηδων. Τώρα μας προσφέρεται μια επιλογή από τα λαμπρότερα ταξιδιωτικά του κείμενα, σε εξαίρετη μετάφραση της Βάσως Μέντζου, η οποία έχει μεταφράσει και τις Βενετίες. Ο Μοράν πέθανε το 1976 αφού πιο μπροστά πέρασε μεγάλες περιπέτειες και παρ’ ολίγον να καταδικαστεί ως δωσίλογος, αφού υπήρξε θαυμαστής του Πετέν και το 1942 το Καθεστώς του Βισύ τον διόρισε πρεσβευτή της Γαλλίας στην Ελβετία. Το γεγονός αυτό αμαύρωσε τη φήμη του και υπήρξε η αιτία που με μεγάλη καθυστέρηση έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Στενός φίλος του Προυστ, του Κοκτό και του Ζιροντού, καταπληκτικός στυλίστας, με απίστευση αίσθηση της κυριολεξίας, της ποιητικότητας και του ακαριαίου, αφού γνώρισε τη μεγάλη φήμη στα νιάτα του και τη σχεδόν πλήρη απόρριψη στα γεράματά του, επανέρχεται με το έργο του στο προσκήνιο και μια νέα γενιά αναγνωστών τον ανακαλύπτει. Δεν είναι λίγοι οι σύγχρονοι ταξιδιογράφοι που θα ήθελαν να γράφουν σαν κι αυτόν.


Το απόσπασμα που προδημοσιεύουμε είναι από το εκτενές κείμενό του για τη Νέα Υόρκη και, αν δεν το ήξερε κανείς, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ότι γράφτηκε το 1930. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ταξίδια, που θα κυκλοφορήσει μετά την Πρωτομαγιά από τις εκδόσεις Ολκός σε μετάφραση Βάσως Μέντζου.


Γέφυρες του Μπρούκλιν, του Μανχάταν, του Γουίλιαμσμπουργκ και του Κουίνσμπορο… Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για τη γέφυρα του Μπρούκλιν, την πιο παλιά γέφυρα του Μανχάταν, δίχως να παρασυρθεί σε ένα ξέσπασμα λυρισμού. Μου αρέσει να πηγαίνω με τα πόδια, το σούρουπο, έχοντας ακολουθήσει τα αντιστηρίγματα, κατά μήκος της Λόουερ Μάντισον στριτ, κάτω από τα τεράστια δοκάρια, τις ανήλιαγες κατασκευές όμοιες με τα υδραγωγεία της ρωμαϊκής υπαίθρου. Τούτη η ανεπανάληπτη αψίδα σηκώνει στους ώμους της, στο σιδερένιο δίχτυ της, τέσσερα οδοστρώματα, δύο για τα αυτοκίνητα, και δύο για τα φορτηγά. Αυτοί οι εναέριοι δρόμοι χωρίζονται από διπλές ράγες όπου κινούνται τα τρένα και τα τραμ. Πάνω από όλα, καταμεσής στον ουρανό, ξεχύνεται ένας φαρδύς πεζόδρομος. Η γέφυρα του Μπρούκλιν έχει και την εσωτερική της ομορφιά: το ρυθμικό βιμπράτο της, την ευλύγιστη δύναμή της. Ολη η κίνηση της Νέας Υόρκης, πρωί και βράδυ, περνάει από εκεί και την κάνει να δονείται σαν λύρα. Μια γέφυρα δεν είναι παρά ένα άδειο πλαίσιο. Κάποιες καταστρέφουν τα τοπία, τα μπουκώνουν, τα απογυμνώνουν. Αλλες πάλι σαν κι αυτήν εδώ τα αναδεικνύουν. Εξουσιάζει την προοπτική και εγκλωβίζει μέσα στα ατσάλινα δίχτυα της, με μια βαθιά και μαύρη πινελιά, την ακαθόριστη καταχνιά του ορίζοντα που πνίγεται στα σκοτάδια.


Χρειάζονται πολλοί μήνες για να καταλάβουμε το νοτισμένο μεγαλείο της λονδρέζικης υγρασίας, χρειάζονται αρκετές εβδομάδες για να γευτεί κανείς την ξηρή γοητεία του Παρισιού, πηγαίνετε όμως το δειλινό στην καρδιά της γέφυρας του Μπρούκλιν και σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα θα έχετε καταλάβει τη Νέα Υόρκη. Αρχικά δεν βλέπεις τίποτα, χάνεσαι σε έναν ιστό από σκελετούς, δοκούς, καλώδια διεσταλμένα από τον απογευματινό ήλιο. Ο Υισμάνς, στο περίφημο άρθρο του για την αισθητική του σιδήρου, τόσο περιφρονητικό για την αρ νουβό, εδώ, όπως και στον Πύργο του Αϊφελ, δεν θα μπορούσε παρά να «σηκώσει τους ώμους μπροστά σ’ αυτή την αφθονία σιδερένιου νήματος και μεταλλικού φύλλου, μπροστά σε αυτή την αποθέωση του βάθρου της γέφυρας και της πλατφόρμας της». Αντίθετα, εμείς ας αγαπήσουμε αυτόν τον πελώριο αρμό που ενώνει δύο όχθες. Κάτω από τα πόδια μας, το κενό, το ποτάμι που, σαράντα μέτρα πιο πέρα, πνίγεται στη θάλασσα. Στο βάθος, η Ελευθερία μέσα σε μια ομίχλη όμοια με φτέρωμα των τροπικών, ζητά βοήθεια με το ένα χέρι υψωμένο. Τώρα ο ήλιος έχει χαθεί συνθλίβοντας την ουράνια αυτοκρατορία τής Μοτ στριτ, την Ιταλία τής Κάναλ στριτ, την παλιά Ολλανδία τής Μέιντεν Λέιν, όλους αυτούς τους κατώτερους πολιτισμούς που έρπουν με σεβασμό στα πόδια του Χρήματος. Οι ουρανοξύστες υψώνονται σε μια ευθεία σαν βουδιστικά μοναστήρια σε μια απόρθητη Λάσα, κερδίζουν ένα ύψος που δεν διαθέτουν, ακόμη και αν τους βλέπεις από τον Χάτσον. Τη γέφυρα του Μπρούκλιν πρέπει να την περπατήσει κανείς. Στη μέση της διαδρομής σταματάω μπροστά στο μαύρο γοτθικό τόξο που συγκρατεί την υπερδομή από κάτω, ανάμεσα σε τετράγωνα πλέγματα κρεμασμένα στο κενό, οι ταχείες προσπερνούν, με δαιμονισμένη φασαρία, τα κόκκινα τραμ τριζοβολούν με πράσινους σπινθήρες. Μια απειροελάχιστη στιγμή ηρεμίας και ύστερα όλα ξαναρχίζουν. Ηχος από σπαθιά σε ώρα εφόδου. Και ξαφνικά σε πενήντα ορόφους ανάβουν τα φώτα, αμέσως η κάτω πόλη δεν έχει πια όγκο, τρυπημένη από τα φανάρια, όπως συμβαίνει με τα αντικείμενα όταν περιφέρουμε πίσω τους ένα κερί. Τα περιγράμματα χάνονται, πάνε οι τοίχοι, οι όγκοι, τα υψώματα, όλοι οι ουρανοξύστες ενωμένοι, απλοποιημένοι, μοιάζουν με μια τεράστια τετράγωνη και χωρισμένη σε τετραγωνάκια πυρκαγιά που συνδαυλίζει ο άνεμος του πελάγους. Το φεγγάρι δεν έχει πια τον πρώτο λόγο.


Οι πύργοι του καθεδρικού ναού, όπου σαν να έβαλε φωτιά ο Διάβολος, είναι ένας αντικατοπτρισμός ενός φανταστικού κόσμου, όχι αιώνιου αλλά εκτός χρόνου. «Θαυμαστό, όχι όμως πειστικό» θα έλεγε ο Κλοντέλ, ο οποίος χρησιμοποιεί πρόθυμα την αγγλική λέξη unconvincing, που είναι ακόμη πιο ισχυρή.


Οταν φθάνεις από την Ευρώπη, τη νύχτα, πολύ πριν από το Σάντι Χουκ, αντιλαμβάνεσαι στα δεξιά ένα κόκκινο αμυδρό φως που προαναγγέλλει από μακριά εκείνο της Νέας Υόρκης: το Κόνι Αϊλαντ. Εκεί πρέπει να δει κανείς την καλοκαιρινή Νέα Υόρκη. Στην όχθη του Ατλαντικού τα κύματα είναι τα παιχνίδια των ανθρώπων. Εδώ και πολύ καιρό ήταν η σικ παραλία. Παλιές γκραβούρες δείχνουν κυρίους με ψηλά καπέλα και φαβορίτες που τους κλέβουν στα ζάρια αγόρια με κασκέτα, λουόμενοι με ανασηκωμένα παντελόνια, γυμνόστηθοι, με καπέλο μελόν και στρογγυλή ή μυτερή γενειάδα, δοκιμάζουν την τύχη τους στο νερό ως τα γόνατα, ενώ στα παγκάκια κυρίες με κρινολίνο και κασμίρ κοιτάζουν να περιστρέφονται οι τροχοί των λευκών φέρι μπόουτ που έκανε μόδα ο νεαρός κύριος Φάλτον.


Το παλιό Κόνινγκ Χουκ των Ολλανδών, η παλαιότερη αμερικανική παραλία, ανήκει τώρα στον λαό. Λαός της Νέας Υόρκης, δηλαδή ιταλοί χτίστες, γερμανοί σιδηρουργοί, ράφτες από τη Γαλικία, πωλητές πηληκίων που έρχονται από την Πέστη, οπτικοί από το Αμστερνταμ, γουναράδες από την Οδησσό. Είναι συγχρόνως η Τρουβίλ, το Ζουάν Λε Πεν, το Λούνα Παρκ και το πανηγύρι του Νεϊγί.


Τον χειμώνα δεν γνωρίζω τίποτε πιο θλιβερό από το Κόνι Αϊλαντ. Πρέπει να διασχίσει κανείς το Μπρούκλιν (από όπου έχει μια τόσο ωραία θέα της Νέας Υόρκης τη νύχτα) και την ανώνυμη, κατοικημένη και κοιμισμένη σαν νεκροταφείο απεραντοσύνη του για να φθάσει στην παραλία. Ολα τα μαγαζιά είναι κλειστά, εκτός από μερικά παλιά βαγόνια χωρίς ρόδες, σφηνωμένα στην άμμο, που στο εσωτερικό τους οι ξενύχτηδες έρχονται να φάνε στρείδια, τα clams. Αλλά το καλοκαίρι το μετρό ξεπροβάλλει ξαφνικά στη μέση ενός νυχτερινού ήλιου που δεν σβήνει παρά μόνο την αυγή. Ουρανοξύστες πνίγονται στη θάλασσα.


Δίπλα στον αχανή ωκεανό αιωρούνται μικροί ωκεανοί από μυρωδιές, ιταλικά τηγανητά, αγγλικές σάλτσες, γερμανικά χάμπουργκερ και λουκάνικα, αλλαντοπωλεία kosher για τον τεράστιο εβραϊκό πληθυσμό του Μπρούκλιν στο οποίο προσαρτήθηκε το Κόνι Αϊλαντ, αμμωνιακά αρώματα γαρίδων, στρειδιών και μαλακών καβουριών, εκλεκτά εδέσματα που αρέσουν τόσο πολύ στους Αμερικανούς. Ανάμεσα σε εκείνους τους τύπους που δεν φορούν σακάκι και μασούν μαστίχα, ανάμεσα στους ιταλούς λαθρεμπόρους τον καιρό της ποτοαπαγόρευσης, μεταξύ δύο κινεζικών συμμοριών, υπάρχει ένα ολόκληρο μπουλούκι, αποτελούμενο από νάνους, κλόουν, γυναίκες με γενειάδα, ερμαφρόδιτους, φωτογράφους και δασκάλους κολύμβησης.


Αυτό το διαρκές Καρναβάλι κυριαρχείται από φωνές φτιασιδωμένων δακτυλογράφων που πέφτουν με φοβερό πάταγο από την κορυφή των πιο τρομακτικών τρένων του λούνα παρκ στον κόσμο, όταν το βαγόνι συντρίβεται στα βάθη της αβύσσου και την τελευταία στιγμή ξανανεβαίνει πάνω από τον Ατλαντικό. Ηλεκτρικές λατέρνες που ηχούν ένρινα με την προφορά των Γιάνκηδων δεσπόζουν σε τούτον τον αμμώδη τόπο, όπου οι γυμνοί Αμερικανοί, όμοιοι με αρχέγονους αμαρτωλούς, έρχονται να αναζητήσουν τη γαλήνη.