Ανοιχτό μέτωπο με τα ναρκωτικά


ΧΑΓΗ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ.


Οι Ολλανδοί δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μια κοινωνία χωρίς ναρκωτικά. Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα. Κλείνοντας τα μάτια στο πρόβλημα ή θέτοντας αυστηρούς περιορισμούς, δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να το κάνουμε ακόμη μεγαλύτερο. Με βασικό όπλο λοιπόν την πρόληψη και τον περιορισμό των συνεπειών από τα ναρκωτικά, η ολλανδική κυβέρνηση εφαρμόζει εδώ και περίπου τριάντα χρόνια μια πολιτική για τα ναρκωτικά που έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις και που έχει συζητηθεί όσο καμία άλλη. Το βασικό στοιχείο που τη διακρίνει από τις πολιτικές άλλων χωρών είναι – εκτός από ορισμένα πρωτοπόρα κομμάτια της – η ικανότητά της να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Μια ημέρα γεμάτη επισκέψεις σε ιδρύματα και οργανισμούς σχετικούς με τα ναρκωτικά – που οργάνωσε για μας το ολλανδικό υπουργείο Υγείας – ήταν αρκετή για να αντιληφθούμε πόσο σοβαρά αντιμετωπίζουν το πρόβλημα οι ολλανδοί εταίροι μας.


Δεν είναι περίεργο που μια χώρα σαν την Ολλανδία, ανοιχτή σε όλες τις ιδέες, ανεκτική και προ παντός κατοικούμενη από ανθρώπους με υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης, εφαρμόζει μια τόσο τολμηρή πολιτική για τα ναρκωτικά. Παλιά αποικιακή δύναμη, πύλη εισόδου εκατομμυρίων ανθρώπων και εμπορευματοκιβωτίων από ολόκληρο τον κόσμο, δεν είναι τυχαίο που η Ολλανδία έγινε μεταπολεμικά ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης αλλά και χρήσης ναρκωτικών ουσιών.


Η συναινετική πολιτική που ακολούθησαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών διευκόλυνε τη διαμόρφωση μιας πολιτικής που βασίζεται σε δύο άξονες: πρώτον, τον διαχωρισμό μεταξύ σκληρών και μαλακών ουσιών και, δεύτερον, τη διαφοροποίηση του νόμου ανάλογα με το αν πρόκειται για κατοχή μικρής ποσότητας για προσωπική χρήση ή μεγαλύτερης ποσότητας με σκοπό την εμπορική εκμετάλλευσή της.


* Η πώληση του χασίς


Τα περίφημα «καφενεία» (coffee shops) του Αμστερνταμ και των άλλων ολλανδικών πόλεων είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι τα ιδρύματα που περιθάλπουν τους χρήστες, οι μονάδες απεξάρτησης, τα κοινωνικά προγράμματα των δήμων, τα προγράμματα ενημέρωσης στα σχολεία, ακόμη και οι ειδικές φυλακές που έχουν στόχο την επανένταξη στην κοινωνία των χρηστών που παρανόμησαν.


Ο πολύς κόσμος πιστεύει ότι τα ναρκωτικά κυκλοφορούν ελεύθερα στην Ολλανδία. Αυτό είναι λάθος. Το μόνο που κυκλοφορεί ελεύθερα είναι πέντε γραμμάρια κάνναβης, που πωλούνται στα προαναφερθέντα «καφενεία», υπό αυστηρούς περιορισμούς. Ολες οι άλλες ουσίες είναι παράνομες.


Η λογική πίσω από αυτή την πολιτική είναι ότι είναι καλύτερο να ελέγχεις τη διάθεση ενός μαλακού ναρκωτικού, παρά να στέλνεις τον χρήστη στον λαθρέμπορο, που μπορεί να τον οδηγήσει στα πιο επικίνδυνα μονοπάτια της ηρωίνης και της κοκαΐνης.


Μη νομίζετε βεβαίως ότι η πολιτική αυτή εφαρμόζεται χωρίς προβλήματα. Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε αύξηση της εγκληματικότητας γύρω από τα «καφενεία», όπως και αύξηση του ναρκοτουρισμού από τις γειτονικές χώρες. Ετσι αποφασίστηκε η μείωση της ποσότητας κάνναβης που μπορεί να διατίθεται κάθε φορά σε πέντε γραμμάρια από 30, ενώ έκλεισαν αρκετά «καφενεία», ιδιαίτερα σε παραμεθόριες περιοχές. Το 1997 υπήρχαν 1.179 και το 2000 ο αριθμός τους είχε πέσει στα 813.


Κάνοντας έναν απολογισμό της πολιτικής της χώρας του, ο Μπομπ Κάιζερ, σύμβουλος του υπουργείου Υγείας για τα ναρκωτικά, διαπιστώνει ότι η χρήση κάνναβης στην Ολλανδία δεν αυξήθηκε ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλες χώρες που ακολουθούν πιο σκληρή πολιτική. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά (EMCDDA) που αφορούν το 2000, η διεισδυτικότητα της κάνναβης στον γενικό πληθυσμό είναι 6% για την Ολλανδία, 9% για τη Βρετανία, 10% για τη Γαλλία και 8% για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει όμως σταθερή αύξηση των χρηστών και ταυτόχρονα μείωση του μέσου όρου ηλικίας στην οποία οι νέοι δοκιμάζουν για πρώτη φορά κάνναβη.


* Τα σκληρά ναρκωτικά


Ο κ. Κάιζερ παρατηρεί ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις που να συνδέουν την ανεκτική πολιτική απέναντι στην κάνναβη με την αύξηση του αριθμού των χρηστών σκληρών ουσιών (κοκαΐνης – ηρωίνης). Αντιθέτως, χάρη στα ευρύτατα διαδεδομένα προγράμματα στήριξης και αποκατάστασης των χρηστών, ο αριθμός τους σταθεροποιήθηκε πριν από δέκα χρόνια στο επίπεδο των 2,6 ατόμων ανά 1.000 κατοίκους. Αυτό σημαίνει, τονίζει ο κ. Κάιζερ, ότι η Ολλανδία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3,2, στη Γαλλία 4,3, στη Σουηδία 4,7 και στη Βρετανία 6,7. Ακόμη σημαντικότερη είναι η διαπίστωση ότι ο μέσος όρος ηλικίας των χρηστών σκληρών ουσιών ανεβαίνει χρόνο με τον χρόνο. Αυτή την περίοδο είναι γύρω στα 40 χρόνια και του χρόνου θα είναι μεγαλύτερος, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει μετακίνηση νέων σε ηλικία ατόμων από τα μαλακά στα σκληρά ναρκωτικά· τουλάχιστον σε βαθμό που να επηρεάζει τις μετρήσεις. Επιπλέον οι θάνατοι στην Ολλανδία από τα σκληρά ναρκωτικά είναι πολύ χαμηλότεροι σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες: 0,5 θάνατοι ανά 100.000 κατοίκους το 1999, όταν στη Γερμανία το ποσοστό είναι 1,3, στη Σουηδία 1,9 και στη Βρετανία 2,7 (στοιχεία του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά).


Φυλακές για χρήστες


Τον Απρίλιο του 2001 ξεκίνησε στην Ολλανδία η εφαρμογή ενός πιλοτικού προγράμματος σωφρονισμού για χρήστες σκληρών ναρκωτικών που υποπίπτουν σε μικροαδικήματα για να αγοράσουν τη δόση τους. Σε τρεις μεγάλες πόλεις (Αμστερνταμ, Ρότερνταμ, Ουτρέχτη) δημιουργήθηκαν ειδικές μονάδες για την κράτησή τους και την (εθελοντική) συμμετοχή τους σε ένα πρόγραμμα αποκατάστασης και ένταξής τους στην κοινωνία. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχουν απεξαρτηθεί προηγουμένως και να έχουν καταδικαστεί τρεις φορές τα τελευταία πέντε χρόνια.


Το πρόγραμμα στις φυλακές αυτές περιλαμβάνει τρεις φάσεις: Στην πρώτη, που διαρκεί έξι ως εννέα μήνες, ο κρατούμενος μένει μέσα στη φυλακή, με στόχο την αποκατάσταση της ψυχικής και σωματικής υγείας του. Στη δεύτερη φάση, που διαρκεί και αυτή το ίδιο διάστημα, ο κρατούμενος περνάει την ημέρα του έξω από τη φυλακή, όπου μπορεί να εργάζεται ή να σπουδάζει, και επιστρέφει το βράδυ. Στόχος εδώ είναι η σταδιακή ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον. Η τρίτη φάση βρίσκει τον κρατούμενο εντελώς ελεύθερο, με τη διαφορά ότι για ένα διάστημα έξι ως εννέα μηνών βρίσκεται υπό επιτήρηση από τους κοινωνικούς λειτουργούς, που τον έχουν αναλάβει ώσπου να βεβαιωθούν ότι θα καταφέρει οριστικά να ακολουθήσει μια νέα ζωή. Επισκεφθήκαμε τη φυλακή στο Ρότερνταμ όπου εφαρμόζεται το πρόγραμμα για την αποκατάσταση των εξαρτημένων ατόμων (SOV). Ολοκαίνουργιο κτίριο, πεντακάθαρο και απαστράπτον, με αίθουσες ψυχαγωγίας και άθλησης και βιβλιοθήκες, χωρίς κάγκελα στα παράθυρα, με δωμάτια που θυμίζουν ξενώνα και όχι φυλακή. Συνθήκες κράτησης που θα έκαναν του εγκλείστους της «17 Νοέμβρη» να ζηλέψουν. Ο διευθυντής της φυλακής Μάρτιν Φος είναι φίλος με τους περίπου 200 κρατουμένους και μας λέει ότι το 2004 θα γίνει η πρώτη αποτίμηση του προγράμματος, έτσι ώστε να αποφασίσει το εθνικό κοινοβούλιο για τη συνέχισή του ή όχι. Από τις πρώτες πάντως εκτιμήσεις και από τις ως τώρα αντιδράσεις των συμμετεχόντων σε αυτό, φαίνεται ότι το στοίχημα θα κερδηθεί.


ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Ο «Μεγάλος Αδελφός» στο Ρότερνταμ


Μπορεί το μεγαλύτερο λιμάνι στον κόσμο να γίνει ασφαλές για τους κατοίκους του; Η δημοτική αρχή του Αμστερνταμ πιστεύει πως αυτό είναι εφικτό και εφαρμόζει από πέρυσι ένα πρόγραμμα ετήσιου προϋπολογισμού έξι εκατομμυρίων ευρώ με στόχο τη βελτίωση της ασφάλειας των πολιτών. Το σύστημα βασίζεται στην πληροφόρηση των αρχών για τα πιθανά σημεία όπου μπορεί να υπάρξει πρόβλημα παραβατικότητας και στην έγκαιρη επέμβασή τους. Κάμερες σε επικίνδυνα σημεία, βάσεις δεδομένων με υπόπτους, καταγραφή χώρων όπου αναφέρονται συχνά ταραχές είναι μερικά από τα όπλα του συστήματος. Μπορεί όλα αυτά να θυμίζουν λίγο Τζορτζ Οργουελ, αλλά στον τομέα των ναρκωτικών η καταγραφή των 700 εξαρτημένων ατόμων της πόλης όχι απλώς βοηθάει τις αρχές να ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται, αλλά βοηθάει και τους ίδιους, αφού γνωρίζουν πού μπορούν να απευθυνθούν σε μια δύσκολη στιγμή. Ο δήμος της πόλης λειτουργεί, για παράδειγμα, «δωμάτια χρηστών», όπως τα αποκαλεί, όπου χορηγούνται ουσίες σε ελεγχόμενες δόσεις, στο πλαίσιο του κρατικού προγράμματος χορήγησης ναρκωτικών σε επιλεγμένους χρήστες.