Ενα μυστικό ταξίδι του αρμοδίου εισαγγελέα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας κ. Ι. Διώτη μπορεί να ρίξει κάποιο φως στο σκοτεινό τούνελ της. Ο κ. Διώτης βρέθηκε πριν από 15 ημέρες στη Μόσχα και είχε επαφές με τις ρωσικές δικαστικές αρχές αλλά κυρίως με στελέχη της πρώην KGB με σκοπό να συλλέξει στοιχεία για τη δράση και για το «πρόσωπο» της «17Ν».


Ποιο είναι το νήμα που οδήγησε τον κ. Διώτη στους σκοτεινούς διαδρόμους του κτιρίου της πλατείας Λουμπλιάνκας ή πλατείας Ντζερζίνσκι, όπως ήταν γνωστή παλιότερα, στη Μόσχα; Ποια μυστικά κρύβονται στα σκονισμένα ντουλάπια των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, από πού προέρχονται και από πότε; Η ηγεσία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης είναι πεπεισμένη ότι κάποιοι στη Μόσχα «γνωρίζουν»· ότι η FSB έχει κληρονομήσει από την KGB συγκεκριμένα στοιχεία για την τρομοκρατία στην Ελλάδα. Η βεβαιότητα αυτή χρονολογείται από τον Μάρτιο του 1994, όταν ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Στ. Παπαθεμελής είχε επισκεφθεί τη Μόσχα. Στον κ. Παπαθεμελή εδόθη η υπόσχεση από τον τότε υπουργό Εσωτερικών και τον τότε επικεφαλής της FSB κ. Σεργκέι Στεπάσιν ότι θα του εδίδοντο οι φάκελοι για την τρομοκρατία στην Ελλάδα. Η υπόσχεση ουδέποτε πραγματοποιήθηκε λόγω των πολιτικών σεισμών που ακολούθησαν στη Ρωσία αλλά και επειδή ο κ. Στεπάσιν αναγκάστηκε να παραιτηθεί έπειτα από λίγο καιρό από την ηγεσία της μυστικής υπηρεσίας ύστερα από μια αποτυχημένη επιχείρηση απελευθέρωσης ομήρων στην Τσετσενία. Εκτοτε οι διαπραγματεύσεις για τα αρχεία της KGB διεκόπησαν για να αρχίσουν ξανά πριν από 15 ημέρες με το ταξίδι του κ. Διώτη.


Ο κ. Διώτης ελπίζει ότι θα έχει αποτέλεσμα η αξιοποίηση και των αρχείων της Στάζι για τη δράση της οργάνωσης του Κάρλος στην Ελλάδα, τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις παραπέμπουν, εκτός των άλλων, και στη Μόσχα, η οποία, ως γνωστόν, ορισμένες περιόδους παρείχε κάλυψη ή γνώριζε άριστα τις κινήσεις του διεθνούς τρομοκράτη.


Θα πετύχει ο νυν υπουργός Δημόσιας Τάξης κ. Μ. Χρυσοχοΐδης εκεί όπου «απέτυχε» ή, πιο σωστά, δεν είχε τον χρόνο να πετύχει ο κ. Στ. Παπαθεμελής λόγω της αρνητικής συγκυρίας; ή τα «ρωσικά ίχνη» ­ στα οποία επί υπουργίας Παπαθεμελή είχε ληφθεί η απόφαση να «επενδυθούν» σημαντικά ποσά ­ οδηγούν σε νέο φιάσκο; Τόσο ο κ. Μ. Χρυσοχοΐδης όσο και ο κ. Ι. Διώτης φέρονται αποφασισμένοι να μην «αγοράσουν γουρούνι στο σακί» λαμβάνοντας υπόψη και την απληστία που επιδεικνύουν οι πρώην πράκτορες της KGB και οι νυν της FSB.


Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης έχει καεί πολλές φορές στο παρελθόν πληρώνοντας τεράστια ποσά για δήθεν πληροφορίες για τη «17Ν» και χειρίζεται πλέον με ιδιαίτερη φειδώ και με μεγάλη προσοχή τα κονδύλια των επικηρύξεων. Η υπόθεση της Λουίζης Ριανκούρ, για την οποία ουδείς γνωρίζει ως σήμερα πόσα χρήματα «ξοδεύτηκαν» και, το κυριότερο, σε ποιον ή σε ποιους δόθηκαν, εξακολουθεί να αποτελεί σπαζοκεφαλιά για την ηγεσία του υπουργείου.


Η όλη υπόθεση γεννά δύο ερωτήματα: Υπάρχουν πράγματι στα αρχεία της KGB στοιχεία για τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα; και, αν υπάρχουν, είναι ικανά να αποκαλύψουν το πρόσωπο της «17Ν»;


«Το Βήμα» επικοινώνησε με πρώην υψηλόβαθμο πράκτορα της KGB στον οποίον έθεσε το ερώτημα: Η KGB διέθετε στοιχεία για τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι άκρως αποκαλυπτική: «Ναι, υπήρχαν αναφορές αξιωματικών της υπηρεσίας για την τρομοκρατία στην Ελλάδα. Οι αναφορές αυτές χρονολογούνται κυρίως στη δεκαετία του 1980». Ο ίδιος, χωρίς να θελήσει να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις, επικαλούμενος άγνοια για το περιεχόμενο αυτών των αναφορών, λέει ωστόσο ότι «από την εποχή της περεστρόικας έχει ανασταλεί κάθε επαφή στελεχών της KGB με τρομοκρατικές οργανώσεις».


ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΤΑΖΙ Η θεωρία των «συγκοινωνούντων δοχείων»


Η υπόθεση των αρχείων της Στάζι, όπως αναφέρουν πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», παραμένει ανοιχτή κυρίως όσον αφορά την προανακριτική διαδικασία για τη δράση της οργάνωσης του Κάρλος στην Ελλάδα, δηλαδή για την απόπειρα εναντίον του σαουδάραβα πρέσβη και την τοποθέτηση βόμβας στο μπαρ «Oscar» στη Γλυφάδα. Το γεγονός αυτό, αν μη τι άλλο, ερμηνεύει το ενδιαφέρον των αρμοδίων αρχών για τη δίωξη της τρομοκρατίας όχι απλώς να αναζητήσουν νέα στοιχεία στα αρχεία της KGB αλλά κυρίως να ανασύρουν εκ νέου στο προσκήνιο τη γνωστή θεωρία περί «συγκοινωνούντων δοχείων» όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα ­ μια θεωρία που βασίζεται στην πεποίθηση ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν σοβαρές ανακατατάξεις στο εσωτερικό των τρομοκρατικών οργανώσεων οι οποίες αποτυπώνονται και στο «Μανιφέστο» της «17 Νοέμβρη». Οι διωκτικές αρχές δεν επείσθησαν από τις εξηγήσεις που έδωσε η οργάνωση «17 Νοέμβρη» για τα ευρήματα της γιάφκας της οδού Καλαμά. Ούτε βεβαίως για τα κίνητρα της διάσπασης των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Ούτε, πολύ περισσότερο, για την αναστολή της δράσης του ΕΛΑ την οποία αποδίδουν, εκτός των άλλων, και στα στοιχεία τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή τους και δεν αφορούσαν άμεσα τον ΕΛΑ, καθιστούσαν ωστόσο εξαιρετικά επικίνδυνη την περαιτέρω ύπαρξη της οργάνωσης. Η ίδια η «17 Νοέμβρη» σε προκήρυξή της στις 11 Οκτωβρίου 1987 για την «υπόθεση Καλαμά», όταν ετέθη για πρώτη φορά το θέμα της ύπαρξης ενιαίου κέντρου καθοδήγησης των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ελλάδα, υπήρξε κατηγορηματική. «Δεν τους συμφέρει μόνον αστυνομικά για να δικαιολογήσουν τις συλλήψεις» υπογράμμιζε «αλλά και πολιτικά για να περιορίζουν τις διαστάσεις του πολιτικού ρεύματος της επαναστατικής Αριστεράς. Αλλες υπηρεσίες του καθεστώτος γνωρίζουν ότι αυτή η θεωρία είναι ψέμα, άλλες απλά το υποψιάζονται, κανένας όμως δεν θέλει και δεν έχει συμφέρον να το ομολογήσει. Θ’ αναγκαστούν όμως να το παραδεχτούν έμπρακτα ότι έχουν σπάσει τα μούτρα τους, για άλλη μία φορά, προχωρώντας και αναπτύσσοντας τη σημερινή σκευωρία».


Τα ίδια, ούτε λίγο ούτε πολύ, επαναλαμβάνει η οργάνωση και στην τελευταία προκήρυξή της, 13 χρόνια μετά, με την οποία εξηγεί το επιχειρησιακό σχέδιό της για τη δολοφονία του ταξιάρχου Στίβεν Σόλντερς. «Ας αποδεχθούν επιτέλους αυτό που βοά, ότι κίνητρό μας δεν μπορεί να είναι το χρήμα» υποστηρίζει. «Γιατί, αν ήταν σε μία κοινωνία που το αναγνωρίζει ως τη μόνη «αξία», θα ‘μασταν χαμένοι από χέρι. Το καθεστώς προσφέροντας ασυγκρίτως μεγαλύτερα ποσά, ατιμωρησία και προστασία θα είχε δελεάσει τους «πληρωμένους εκτελεστές» και θα μας είχε εξαρθρώσει προ πολλού. Ας αφήσουν λοιπόν τη συνειδητή ψευδολογία προς αφελείς, τους πράκτορες των Σοβιετικών, των Αμερικανών, των Αράβων, τους πληρωμένους μαφιόζους, κι ας ομολογήσουν την αλήθεια. Τόσο πολύ τους ενοχλεί; Τόσο πολύ τους πειράζει να ομολογήσουν ότι είμαστε απλοί λαϊκοί αγωνιστές; Οτι τα κίνητρά μας είναι πολιτικά;».