Εκλεισε κιόλας μισός αιώνας αφότου ανέβηκε στο πολιτικό στερέωμα των ΗΠΑ το λαμπρότερο αστέρι της πλέον επικίνδυνης περιόδου αντικομμουνιστικού πανικού στην ιστορία τους, ήγουν ο γραφικός λαϊκιστής αλλά και πολιτικό επιφαινόμενο της ψυχροπολεμικής εποχής (που εγκαινίασε, εκών άκων, ο Χάρι Τρούμαν αναφωνήσας έμπλεος αγανακτήσεως: «Βαρέθηκα πια να κανακεύω τους Σοβιετικούς») γερουσιαστής Τζόζεφ Μακάρθι.


Ηδη όμως από το ’60, κατά μια νηφαλιότερη εκτίμηση, ο γερουσιαστής υποκατηγοριοποιήθηκε πολιτικά ως εκφραστής μιας κατ’ ουσίαν ψευδοσυντηρητικής εξέγερσης στην εποχή του «Great Red Scare» (η οποία ονοματίστηκε κακόσημα «μακαρθι-σμός», με την κατάληξή του να υποδηλοί μάλλον κάτι νοσηρό, π.χ. «τυμπανισμός», παρά κάτι πολιτικό, π.χ. σοσιαλισμός ή φασισμός) όταν οι ΗΠΑ ανησύχησαν σοβαρά από τη σοβιετική δραστηριότητα στην Ευρώπη, αλλά και στην ίδια τους τη χώρα, εξαιτίας της φιλοσοβιετικής ­ και σε μια περίπτωση φιλοσταλινικής ­ προπαγάνδας σε ταινίες του Χόλιγουντ, καθώς και της κατασκοπικής δράσης π.χ. του Alger Hiss, πρώην αξιωματούχου του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, και ιδίως των ατομικών κατασκόπων (ζεύγος Rosenberg).


Καίτοι το όνομα του γερουσιαστή Μακάρθι παραπέμπει ευθέως στην Μπελ Επόκ του Ψυχρού Πολέμου, εν τούτοις αυτός είχε υιοθετήσει μεθόδους και στρατηγικές της περιβόητης HUAC, House on Un-American Activities Committee (Επιτροπή κατά των Αντιαμερικανικών Ενεργειών), που συστάθηκε από βουλευτές το 1938 για να πατάξει κάθε αντεθνική δραστηριότητα και, όταν και ο Ρίτσαρντ Νίξον έγινε επίλεκτο μέλος της, ασχολήθηκε περίφροντις ούσα και με το Χόλιγουντ, αφού η Εβδόμη Τέχνη ήταν τότε το σημαντικότερο ΜΜΕ και υπήρχε κίνδυνος διάβρωσής του από αριστερά ανατρεπτικά στοιχεία που έδιναν μια αρνητική εικόνα των ΗΠΑ προς τα έξω. Η εν λόγω επιτροπή, με πρόεδρο τον «Honorable» J. Parnell Thomas, που φυλακίστηκε αργότερα για οικονομικές ατασθαλίες, επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο, με αποτέλεσμα 324 άνθρωποι να απολυθούν αμέσως με τον χαφιεδικό εκβιασμό του «naming names» που επέβαλε αντισυνταγματικά η HUAC.


Ημέρες κρασιού και λουλουδιών


Το παρακάτω σενάριο (βασισμένο σε αληθινά γεγονότα) δεν έχει happy end, αφού αυτοί που σπιλώθηκαν και διασύρθηκαν «έφυγαν» προτού αποκατασταθούν, το 1997, ενώ ένας καταδότης ζει και βασιλεύει και η Ακαδημία του Κινηματογράφου τον βράβευσε το 1999 για την προσφορά του στην τέχνη (η HUAC τον είχε επιβραβεύσει πολύ νωρίτερα). Εχει ωστόσο αισιόδοξη αρχή, αν κάνουμε αναδρομή στο 1939, όταν το Χόλιγουντ επιδεικνύει προσώρας μια δημοκρατική ευαισθησία και, πιάνοντας τον σφυγμό μιας Ευρώπης πιασμένης στη μέγγενη του φασισμού και του ναζισμού, δίνει την έξοχη πολιτική ταινία του Φρανκ Κάπρα «Mr. Smith goes to Washington», με θέμα τη διαφθορά στη Γερουσία και την πάταξή της από τον ιδεαλιστή και μέλος της Τζέιμς Στιούαρτ. Είναι η πρώτη φορά που θίγεται το θέμα της σήψης του πολιτικού κατεστημένου και όπου η τιμιότητα, όπως την εκφράζει εναργώς (αν και πολύ δύσκολα αυτή τεκμηριώνεται επαρκώς) η ρήση «honesty is the best policy», εν τέλει δικαιώνεται. Το έργο προκαλεί έντονες αντιδράσεις στους πολιτικούς αλλά και στον Τύπο. Σαν τον ήρωα της ταινίας του, ο Κάπρα δεν ορρωδεί, αν και δέχεται άνωθεν πιέσεις. Το φιλμ προτάθηκε για 11 Οσκαρ, ενώ κοινό και κριτικοί το αποθέωσαν. Πήρε μόνο βραβείο σεναρίου.


Οταν όμως οι ΗΠΑ έχουν μπει στον πόλεμο και επιθυμούν διακαώς σύσφιγξη σχέσεων με την ΕΣΣΔ, θα γυρισθεί το 1943 η ταινία του Μάικλ Κέρτιζ «Αποστολή στη Μόσχα», όπου ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο πρέσβης των ΗΠΑ στη Μόσχα Τζόζεφ Ντέιβις, σχολιάζει θετικά τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ενωσης. Γίνεται όμως και απολογητής του σταλινισμού, δικαιολογεί τις εκκαθαρίσεις(!) και εκφράζει τον θαυμασμό του προς τον δημόσιο κατήγορο Βισίνσκι για την άψογη διεξαγωγή των δικών και το ρηξικέλευθο των νομικών μεθόδων του! Δικαιολογεί ακόμη το σύμφωνο μη επιθέσεως μεταξύ Φον Ρίμπεντροπ και Μολότοφ και δίνει ευκαιρία παρέμβασης της HUAC αφού εν τω μεταξύ ο Ρούζβελτ και μαζί του η δημοκρατική κουλτούρα του New Deal, αυτό το προ-λουθεριανό αμερικανικό όνειρο με τις «τέσσερις ελευθερίες», έχουν πλέον αποδημήσει εις Κύριον.


Οντως λίγο μετά θα αρχίσει το κυνήγι των ερυθρών μαγισσών, αλλά όχι προτού βγουν λίγα ακόμη φιλοσοβιετικά φιλμ το ’43 και το ’44, όπως «Το αστέρι του Βορρά» του Μάιλστοουν, «Το τραγούδι της Ρωσίας» του Ράτοφ, η «Νηοπομπή στο Μούρμανσκ» και οι «Μέρες δόξας» του Ζακ Τουρνέρ.


Ως εδώ, όμως, γιατί, ενώ στον πόλεμο το Χόλιγουντ όφειλε να εκφράσει συμπάθεια στον δοκιμαζόμενο σύμμαχο σοβιετικό λαό, τώρα πρέπει να διασώσει την υπόληψή του αρχίζοντας μια σειρά αντισοβιετικές ταινίες. Από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» το 1948 ως το βλακώδες «Big Jim McLain» το 1952, όπου ο Τζον Γουέιν εξαρθρώνει δίκτυο κατασκόπων στη Χαβάη. Και από τα «Πράσινα μπερέ», με τον ίδιο ως βιετκονγκοφάγο, ως τον «θρυλικό» Ράμπο (1-3) του Σταλόνε.


Και όμως σε αυτά τα εφιαλτικά συγκείμενα, τα τέλη του ’40, θα κατατεθεί από τον Τζόζεφ Λόουζι η αλληγορία του «Το αγόρι με τα πράσινα μαλλιά», μια χαμηλή αλλά ευκρινώς ακουόμενη φωνή κατά της δαιμονοποίησης του «αλλιώτικου» (του un-american) και της τότε επικρατούσης υστερίας.


Οι Δέκα του Χόλιγουντ



Υπήρξε όντως κίνδυνος διάβρωσης της υγείας του Χόλιγουντ από την επάρατο νόσο της Αριστεράς; Αστειεύεστε; Θα το επέτρεπαν ποτέ οι Metro, Warner, Fox, Columbia, Universal, RKO; Ο Σαμ Γκόλντουιν ήταν σαφής: «Αν θες να στείλεις «μήνυμα», χρησιμοποίησε τη Western Union». Απλώς το ’30 κάποιοι χολιγουντιανοί έγιναν μέλη του CP. Απογοητεύθηκαν όμως και άφησαν το κόμμα. Το πρόβλημα δεν ήταν τώρα απλώς να ομολογήσουν αλλά και να καταδώσουν συντρόφους.


Το 1947 πολλοί θα σπεύσουν να καταθέσουν τα αντικομμουνιστικά φρονήματά τους ως σώφρονα και ουδόλως ασύμφορη επένδυση όταν κλητευθούν από τη HUAC 41 μάρτυρες, εκ των οποίων το ένα τρίτο γίνεται ασμένως χαφιέδες. Ενδεικτικά, Αντολφ Μανζού, Γκάρι Κούπερ, Ρόμπερτ Τέιλορ και Γουόλτ Ντίσνεϊ. Σε συνεδρίαση της HUAC καταθέτει ο τελευταίος: «Κύριε Ντίσνεϊ, νομίζετε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ένα πολιτικό κόμμα;». «Οχι, κύριε, πιστεύω ότι είναι ένα αντιαμερικανικό… πράγμα». «Οι ταινίες σας πήγαν και στη Ρωσία;». «Οχι. Εστειλα μόνο «Τα τρία μικρά γουρουνάκια», αλλά μου τα γύρισαν πίσω γιατί, λέει, δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους».


Δεκαεννέα κλητευθέντες όμως αρνούνται να πουν αν ανήκαν ποτέ στο κόμμα, δεν λένε «σερ» και επικαλούνται την Τροπολογία 1 του Συντάγματος των ΗΠΑ, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι. Οι 11 θα ερωτηθούν αν είναι μέλη του ΚΚΑ, αλλά ο ένας, ο Μπρεχτ, θα αφήσει τη «Μαχαγκόνι» (να πέφτει) κατευθυνόμενος ανατολικά της Εδέμ. Μένουν οι ιστορικοί 10: Ντάλτον Τράμπο, Αλμπερτ Μαλτζ, Λέστερ Κόουλ, Τζον Λόσον, Αλβα Μπέσι, Σάμιουελ Ορνιτζ, Ρινγκ Λάρντνερ, Εντ Ντμίτρικ, Αντριαν Σκοτ και Χέρμπερτ Μπίμπερμαν.


Η λίστα θα μακρύνει με τον Ρόσεν, δεδηλωμένο κομμουνιστή, τον Ριτ και τον Τσάπλιν, που θα γελοιοποιήσει από οθόνης τη HUAC ως «Ενας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη» ο οποίος κατηγορείται ως φιλοκομμουνιστής. Κάποια μάνικα θα βρεθεί μέσα στην αίθουσα των ανακρίσεων και ο «Σαρλό» θα «ξεπλύνει» τα μέλη της επιτροπής που γλιστρώντας βγαίνουν αλλόφρονες από την αίθουσα.


Αυτά στην ταινία. Στην πραγματικότητα οι 10 θα καταδικαστούν ως ένοχοι απείθειας προς το Κογκρέσο, ως μη συνεργάσιμοι ­ αφού δεν ομολογούν ούτε καρφώνουν ­, με φυλάκιση ενός έτους. Ο ηθοποιός Στέρλινγκ Χέιντεν θα λυγίσει και θα καταδώσει. Αμέσως μετά όμως θα αποκηρύξει την πράξη του και τα θύματά του θα τον συγχωρέσουν. Αργότερα θα τον συγχωρέσουν και οι ανά τον κόσμο σινεφίλ για την υπέροχη ερμηνεία του στο «SOS Πεντάγωνο καλεί Μόσχα», όπου ως παρανοϊκός αμερικανός στρατηγός κατατρύχεται από έμμονες ιδέες μήπως οι Ρώσοι εισβάλουν στις ΗΠΑ και οι αγνές Αμερικανίδες αναγκαστούν να ενώσουν τα… υγρά τους με τα μολυσμένα υγρά των Σοβιέτ.


Οι χολιγουντιανοί φιλελεύθεροι


Μια ομάδα φιλελευθέρων ηθοποιών, σκηνοθετών κ.ά., με επικεφαλής τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, είχαν ταχθεί αλληλέγγυοι προς τους Δέκα και πήγαν στην Ουάσιγκτον για συμπαράσταση. Εκεί όλως περιέργως ξενίζονται από την «προκλητική συμπεριφορά» τους απέναντι στη HUAC και γι’ αυτό και αποφασίζουν να τους εγκαταλείψουν στη μοίρα τους. Το περιοδικό «Photoplay» θα φιλοξενήσει άρθρο του Μπόγκαρτ με τον καθησυχαστικό τίτλο «I’m no communist», όπου ομολογεί ότι ενήργησε «σαν ανόητος, παρορμητικός Αμερικανός». Η στάση των «συμπαραστατών» των 10 εξηγείται μόνο αν ληφθεί υπόψη ότι ανάμεσά τους παρεισέφρησε ο Ρόναλντ Ρίγκαν (ως φιλελεύθερος και αυτός!), ο οποίος τους έπεισε για τους κινδύνους που διέτρεχε η καριέρα τους και εκείνοι ομολόγησαν με συντριβή ότι υπήρξαν θύματα κομμουνιστικής πλεκτάνης.


Κοιτάζοντας πίσω χωρίς νοσταλγία


Υπάρχουν υπόνοιες που τείνουν να γίνουν βεβαιότητα ότι το χαφιεδιλίκι, ως οιονεί ελιξίριον, μακραίνει τη ζωή. Οντως ο Ηλίας Καζάν πέρασε τα 90. Αλλά ο Αρθουρ Μίλερ τού είχε πει ότι θα λυπάται ισοβίως γι’ αυτά που έκανε ως χαφιές. Ισως εδώ η μακροβιότητα συνέχει ως κόστος και ένα υπολανθάνον μακρομαρτύριο, μια εν ζωή κόλαση, αφού και ο Καζάν ομολόγησε πως «υπάρχει κάτι το σιχαμερό στο να καταδίδεις». Ομοίως ο «συνεργάσιμος» Ντμίτρικ ήταν πρόπερσι 89, όταν αποποιήθηκε πρόσκληση στον «εορτασμό της χρυσής επετείου» από την έναρξη των ακροάσεων της HUAC (1947) με πλήρη αποκατάσταση των θυμάτων της, αφού είχε ήδη «αυτοαποκατασταθεί».


Πριν από μισό αιώνα η Αμερική, πάσχουσα ήδη από το Σύνδρομο της Κίνας (από το οποίο συνήλθε μόλις το ’71, χάρη στον υπεράνω πάσης υποψίας αντικομμουνιστή Νίξον, τα ταξίδια του, το πινγκ πονγκ και φυσικά το κοινό μίσος Κίνας και ΗΠΑ προς την ΕΣΣΔ), τσίριζε σαν υστερική γυναικούλα στη θέα ενός σχεδόν ψόφιου ποντικού, του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ, ενός κόμματος εξ αντικειμένου εσωστρεφούς και ουσιαστικά εν διαλύσει, στο οποίο είχαν κάποτε ενταχθεί κάποιοι χολιγουντιανοί μέσα στην απόγνωσή τους στο μεγάλο κραχ της δεκαετίας του ’30.


Τα αποδεικτικά στοιχεία-καταπέλτες της HUAC για την «κομμουνιστική διείσδυση» στο Χόλιγουντ ήταν τα χαμογελαστά παιδάκια στο φιλμ «Το τραγούδι της Ρωσίας» ή οι ρώσοι λιμενεργάτες που υποδέχονταν τα φέροντα στην ΕΣΣΔ βοήθεια αμερικανικά εμπορικά πλοία προσφωνώντας τους ναύτες τους «tovarich» (σύντροφε) στη «Νηοπομπή στο Μούρμανσκ».


Μένει βέβαια το φιλοσταλινικό «Αποστολή στη Μόσχα», σε μια εποχή όμως που η οιουδήποτε είδους σύγκριση μεταξύ του καλοκάγαθου «θείου Τζο» και του αιμοσταγούς Χίτλερ θα αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως. Η εξομοίωση καθυστέρησε σκοπίμως. Αλλωστε για το γύρισμα της ταινίας δόθηκε από τον ίδιο τον Λευκό Οίκο η έγκριση. Διανύαμε την εποχή που, όταν οι ναζιστές ρωτούσαν την αιχμάλωτη Ζόγια στην ομώνυμη ταινία «πού είναι ο Στάλιν;» και αυτή απαντούσε υπερήφανη και ατάραχη, με όλα τα φριχτά βασανιστήρια που είχε περάσει, «ο σύντροφος Στάλιν βρίσκεται στο πόστο του», οι αίθουσες των σινεμά εσείοντο από τα χειροκροτήματα. Ηταν ακόμη η εποχή που το σουξέ «Θα σε πάρω να φύγουμε» παρωδήθηκε ως «Θα σε πάρω να φύγουμε μακριά στη Ρωσία/που ο κόσμος ελεύτερος έχει λαο-κρατία» και όπου ουδείς γνώριζε για τη δολοφονία του χαρισματικού Sergei Kirov από τον Στάλιν και τη NKVD για να βρεθεί το πρόσχημα για τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», με τη θέσπιση δρακόντειων νόμων πάταξης του πολιτικού εγκλήματος που εγκαινίασε ο ίδιος ο Στάλιν!


Το τέλος της ιδεολογίας;


Το μοιραίο όμως ατύχημα που υπέστη η Ιστορία ήταν ότι η αντικομμουνιστική σταυροφορία των HUAC, Μακάρθι και Σία (όχι η CIA αλλά το μυστικό πρόγραμμα Cointelpro, νοσηρο-παρανοϊκό αλλά αποδοτικό πρόγραμμα των Μακάρθι και Χούβερ για τη διαρκή παρενόχληση των προοδευτικών δυνάμεων) έπληξε την αριστερά και τη φιλελεύθερη παράταξη. Η όποια αντίδραση κατά του Ψυχρού Πολέμου επικολλούσε στο κούτελο του αμφισβητία την ταμπέλα του κομμουνιστή ή συνοδοιπόρου. (Θυμηθείτε και την ελληνική απλή εξίσωση: ειρηνιστής= κομμουνιστής;) Ο κόκκινος μπαμπούλας λειτούργησε ως ανασταλτικός παράγων ενάντια σε κάθε πρόοδο, σε κάθε παραγωγή καινούργιων ιδεών, αφού μόνο δύο άκρως συντηρητικά συνονόματα κόμματα των ΗΠΑ εναλλάσσονταν στην εξουσία και η ιδέα μιας αλτερνατίβας (έστω και ενός μπλερτσερικού τύπου τρίτου δρόμου) ήταν αδιανόητη, όπως αδιανόητη ήταν και η όποια απόπειρα κριτικής της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, ιδίως μετά την ήττα του προοδευτικού υποψηφίου για την προεδρία Henry Wallace το 1948, γεγονός που νοηματοδότησε μια μακρά περίοδο ιδεολογικής χειμερίας νάρκης. Αυτός ο ιδεολογικός λήθαρχος της ηγέτιδας του ελευθέρου κόσμου (the leaders of the free world) καθώς και εκείνος του αντιπάλου δέους της συνείχαν και ένα βαρύ τίμημα πληρωτέο επί τη εμφανίσει από όλους τους εξαρτημένους (από πελατειακές σχέσεις) λαούς-δορυφόρους και των δύο, ανατολικούς, δυτικούς κτλ. Ιδιαίτερα οι ΗΠΑ έτρεφαν εκ παραδόσεως τα πιο στοργικά αισθήματα για όλους τους ανά τον πλανήτη χασάπηδες-δικτάτορες. Αλλά και η ΕΣΣΔ ακολούθησε ­ εφόσον το έκρινε σκόπιμο ­ το παράδειγμά τους, αφού ανέκαθεν είχε την ευγενή φιλοδοξία να φθάσει και αυτή σε λίγα χρόνια τα υψηλά στάνταρντ των κακών ΗΠΑ (όπως έλεγε χαριτολογών ο Μπομπ Κένεντι). Δεν πρόκαμε όμως λόγω διαλύσεώς της εις τα εξ ων συνετέθη. ‘Η μάλλον πρόλαβε η γελτσινική εκτρωγένεια που έφθασε σε ακόμη πιο υψηλά στάνταρντ «προνοιακού» τύπου, όπως λ.χ. μαφιόζικους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς προσφοράς εργασίας, όπως η παιδοπορνεία, το εμπόριο ναρκωτικών κ.ά.


Οι «Νύχτες Μόσχας» είναι υπέροχες αλλά μόνο οδικώς. Κατά τα άλλα, είναι εφιάλτης.


Ο κ. Θάνος Κακουριώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.