Την Τρίτη 4 Νοεμβρίου συμπληρώνονται 150 χρόνια από τον θάνατο του Μέντελσον, του συνθέτη που στην ουσία ήταν ένα είδος «Ντα Βίντσι της μουσικής». Ο γερμανός συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι (1809-1847) ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του εννέα ετών ως παιδί θαύμα, ενώ στα 12 του, το 1821, γοήτευσε τον τότε 72χρονο πατριάρχη της γερμανικής τέχνης Γκαίτε κατά την πρώτη συνάντησή τους στη Βαϊμάρη. Ο Μέντελσον όμως δεν διακρίθηκε μόνον ως συνθέτης με χαρακτηριστικά στέρεη δομή και προσωπικό μελωδισμό, που πολλά από τα έργα του παραμένουν ως σήμερα στο κέντρο της μουσικής φιλολογίας, αλλά και ως ζωγράφος, γνώστης της λογοτεχνίας, βιολιστής, οργανίστας, πιανίστας, άριστος μουσικός εκπαιδευτής και αρχιμουσικός ο οποίος διαμόρφωσε μια από τις σημαντικότερες αισθητικές σχολές διεύθυνσης ορχήστρας του 19ου αιώνα που ακμάζει ως τις ημέρες μας.


Ακόμη ο Μέντελσον ήταν συστηματικός μελετητής και «απόστολος» της παλαιότερης μουσικής, με κορυφαίο του επίτευγμα την αναβίωση του ξεχασμένου τότε Μπαχ. Σε ηλικία 20 ετών διηύθυνε για πρώτη φορά μετά από 79 χρόνια από τον θάνατο του Μπαχ τα «Κατά Ματθαίον Πάθη», στις 11 Μαρτίου του 1829 στο Βερολίνο. Ακολουθώντας όμως μια τραγική μοίρα πολλών ιδιοφυϊών της μουσικής, έζησε μόνον 38 χρόνια, αν και χρόνια αρκετά «εύκολα» σύμφωνα με τις κατηγορίες των εχθρών του: ο Φέλιξ ήταν εγγονός του εβραίου φιλοσόφου του διαφωτισμού Μωυσή Μέντελσον και γιος του τραπεζίτη Αβραάμ Μέντελσον, ο οποίος προσέθεσε το επίθετο Μπαρτόλντι όταν ασπάστηκε τον προτεσταντισμό.


* Ραγδαία εξέλιξη


Η διεθνής πολιτική συγκυρία ευνόησε παράξενα τον νεαρό Μέντελσον, αφού με τον εμπορικό αποκλεισμό που επέβαλε ο Ναπολέων το 1810 στην ηπειρωτική Ευρώπη για να γονατίσει την Αγγλία οι τραπεζίτες του Αμβούργου, όπως ο Αβραάμ Μέντελσον, υπέστησαν σοβαρότατο οικονομικό πλήγμα. Ετσι οι Μέντελσον έφυγαν για το Βερολίνο, τόπο πολύ πιο κατάλληλο για μουσικές σπουδές και πνευματική ανάπτυξη. Εκεί ο νεαρός Μέντελσον συνδέθηκε στενά με σημαντικούς μουσικούς, αλλά και διπλωμάτες, ηθοποιούς, επιστήμονες και διανοητές, όπως ο θεολόγος Ιούλιος Σούμπρινγκ που αργότερα «γνωμοδοτούσε» για όλα τα θρησκευτικού ενδιαφέροντος κείμενα που μελοποίησε ο Μέντελσον. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι παρακολούθησε τις παραδόσεις του Χέγκελ στην αισθητική, του Ρίτερ στη γεωγραφία και του Γκανς στην ιστορία των επαναστάσεων στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Και η εξέλιξή του ήταν ραγδαία, αφού σε ηλικία 25 ετών ο Μέντελσον είχε ήδη διατελέσει μουσικός διευθυντής του Ντύσελντορφ, είχε ονομαστεί μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών του Βερολίνου, ενώ είχε αρνηθεί την έδρα της Μουσικής στο πανεπιστήμιο αυτής της πόλης και είχε διοριστεί διευθυντής της ορχήστρας Γκεβάντχαουζ της Λειψίας.


Στη Λειψία επικεντρώθηκε σε τρεις κυρίως στόχους. Ο πρώτος ήταν η αναβίωση της ξεχασμένης μουσικής μπαρόκ. Ο Μέντελσον εισήγαγε τις Σουίτες του Μπαχ για ορχήστρα σε αίθουσα συναυλιών, ενώ η παρουσίαση του Κοντσέρτου του Μπαχ για τρία πιάνα έγινε με τη συμμετοχή της Κλάρας Βικ με πολύ μεγάλη επιτυχία. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ρόμπερτ Σούμαν έστειλε στον Μέντελσον την παρτιτούρα της χαμένης Συμφωνίας αρ. 9 του Σούμπερτ που είχε ανακαλύψει στο σπίτι του αδελφού του συνθέτη και το έργο παίχθηκε για πρώτη φορά στη Λειψία στις 21 Μαρτίου 1839.


Ο δεύτερος στόχος του, για τον οποίο θα ώφειλαν να τον ευγνωμονούν οι μουσικοί όλου του κόσμου, ήταν η βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μελών της ορχήστρας του, την οποία πέτυχε με την αύξηση των αμοιβών και την πλήρη επαγγελματοποίησή της, θέτοντας έτσι τις προδιαγραφές της σύγχρονης ορχήστρας. Αυτό προκάλεσε μια θετική αλυσιδωτή αντίδραση, αφού οδήγησε τόσο στη βελτίωση του επιπέδου της ερμηνείας των ορχηστρικών έργων όσο και στην επίτευξη του τρίτου του στόχου, της δυνατότητας αποτελεσματικής παρουσίασης των σύγχρονων έργων που είχαν συχνά πολύ υψηλές μουσικές απαιτήσεις.


* Η εποχή του Βερολίνου


Την περίοδο της Λειψίας ακολούθησε μια αρχικά πολλά υποσχόμενη, αλλά εν τέλει χωρίς αντίκρισμα εποχή στο Βερολίνο. Ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’ κάλεσε τον Μέντελσον να αναλάβει τη γενική αναδιοργάνωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ταυτότητας του Βερολίνου. Η πρόσκληση όμως ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο και άδεια, αφού η σταθερότητα του θρόνου είχε τρωθεί από το δημοκρατικό ρεύμα που είχε αρχίσει πια να κοχλάζει στην πόλη. Μετά από λίγους μήνες παραμονής στο Βερολίνο ο Μέντελσον διέθετε για πρώτη φορά άφθονο ελεύθερο χρόνο αφού δεν είχε συγκεκριμένο αντικείμενο εργασίας. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε σύντομα σε μελαγχολία, την οποία καταπολέμησε με συχνές επιστροφές στη Λειψία. Πάντως την περίοδο αυτή ο Μέντελσον συνέβαλε αποφασιστικά στην αύξηση του ενδιαφέροντος για την αρχαία ελληνική τραγωδία στη Γερμανία γράφοντας θεατρική μουσική για την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Η «Αντιγόνη» παρουσιάστηκε στο περίφημο Schauspielhaus του Βερολίνου στις 13 Απριλίου 1842 με μεγάλη επιτυχία. Οταν όμως ο συνθέτης επέστρεψε οριστικά το καλοκαίρι του 1845 στη Λειψία οι δυνάμεις του τον είχαν ήδη εγκαταλείψει. Ο θάνατος της αγαπημένης αδελφής του Φάνι ήταν το οριστικό πλήγμα για τον Μέντελσον, ο οποίος πέθανε το πρωί της 4ης Νοεμβρίου 1847. Η σορός του μεταφέρθηκε με ειδικό τρένο στο Βερολίνο, όπου και ετάφη. Στη Λειψία ανηγέρθη μνημείο του, το οποίο κατέστρεψαν οι ναζί το 1936 με προσωπική εντολή του Χίτλερ, στα πλαίσια της «τελικής λύσης» του εβραϊκού ζητήματος, αν και ο Μέντελσον ήταν βαπτισμένος χριστιανός.


Ισως λόγω της διπλής θρησκευτικής του ταυτότητας, του εβραίου και του χριστιανού, κάποια ειδικά βιβλικά θέματα να καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της μουσικής του Μέντελσον, δύσκολα όμως θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για θρησκευτική μουσική με την έννοια που αυτή έχει στους προγενέστερους συνθέτες. Είτε με τα δύο σημαντικά ορατόριά του, «Αγιος Παύλος» και «Ελίας», τα μόνα ορατόρια που μπόρεσαν να φθάσουν στο επίπεδο της «Δημιουργίας» και των «Εποχών» του Χάιντν, είτε με τους εξαίρετους «Ψαλμούς» του ο Μέντελσον θέτει νέες προδιαγραφές στη χρήση θρησκευτικών θεμάτων στη μουσική, που αναπτύσσονται με έντονα ρομαντικό τρόπο, μα δεν έχουν κανένα λειτουργικό αντίκρισμα.


Για να τα γράψει μελέτησε θεολογία, ξεκινώντας από την «Ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού» του Γκφέρερ. Η επιτυχία του «Αγίου Παύλου» ήταν τέτοια ώστε μέσα σε διάστημα 18 μηνών παρουσιάστηκε 50 φορές σε μικρές και μεγάλες γερμανικές πόλεις, ενώ σχετικά σύντομα ακολούθησαν και συναυλίες στο εξωτερικό. Ο Φερδινάνδος Γκότχελφ Χαντ στην «Αισθητική της Μουσικής» το 1837 το χαρακτήρισε «το κορυφαίο έργο της εποχής».


Στις τεχνικές του έδειξε απόλυτο σεβασμό σε κλασικές φόρμες όπως η φούγκα, η σονάτα και οι παραλλαγές, αν και είχε ταυτόχρονα έντονο ενδιαφέρον για την πρόοδο στη ρομαντική κατεύθυνση. Μια ιδιομορφία του ήταν ότι σε κάθε είδος μουσικής ανεδείκνυε και κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Ο τόσο προσωπικός μελωδισμός του κυριαρχεί ιδίως στα «Τραγούδια χωρίς λόγια», ένα σύνολο έργων για πιάνο αποτελούμενο από έξι βιβλία τα οποία τον απασχόλησαν συνεχώς τα τελευταία 17 χρόνια της σύντομης ζωής του. Μολονότι έγραψε λίγα έργα μουσικής δωματίου, αξιόλογη ήταν η ανανέωση που έφερε στην ειδική μουσική γλώσσα της, όπως λ.χ. στο Δεύτερο Τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο, όπου ανατρέπει κάποιους παραδοσιακούς συσχετισμούς των οργάνων σε αυτό το σχήμα.


* Ετερόκλητο έργο


Μπορεί ο συνολικός απολογισμός των έργων του σε μορφή κοντσέρτου να μην είναι ιδιαίτερα αξιόλογος, όμως το Κοντσέρτο του για βιολί και ορχήστρα είναι το πιο σημαντικό από όσα γράφτηκαν στα χρόνια μεταξύ των αντίστοιχων έργων του Μπετόβεν και του Μπραμς. Ο ίδιος ήταν πολύ άρρωστος και δεν μπόρεσε να το ακούσει στην πρεμιέρα του με την Γκεβάντχαουζ στη Λειψία, αλλά το άκουσε στις 3 Οκτωβρίου 1847, ακριβώς ένα μήνα πριν από τον θάνατό του, με τον νεαρό τότε, θρυλικό έπειτα και ως σήμερα, Γιόζεφ Γιόαχιμ.


Αντίθετα, πλούσιο, ετερόκλητο και εντελώς προσωπικό είναι το έργο του για ορχήστρα. Πρώτα οι 12 Συμφωνίες για Εγχορδα, που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1821 και 1823, όταν ο Μέντελσον ήταν μεταξύ 12 και 14 ετών. Αυτά τα έργα είναι δύσκολο να ενταχθούν σε κάποιο είδος. Και ενώ χρονολογικά «έχουν πίσω τους» τις οκτώ από τις εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν, καθώς και ολόκληρο το έργο του Μότσαρτ και του Χάιντν, μάλλον απηχούν περισσότερο την παράδοση του Καρλ Φίλιπ Εμμάνουελ Μπαχ.


Οταν σε ηλικία 15 ετών έγραψε την πρώτη του συμφωνία για πλήρη ορχήστρα, της έδωσε τον αριθμό 13, που άλλαξε σε 1 μόνο με την έκδοση της παρτιτούρας το 1834. Ακολούθησαν ακόμη τέσσερις συμφωνίες, που φέρουν αρίθμηση η οποία δεν αντιστοιχεί ακριβώς στον πραγματικό χρόνο γραφής τους και αποτελούν κορυφαίες εκφράσεις του συμφωνικού ρεπερτορίου. Από αυτές ο ίδιος ο Μέντελσον ξεχώριζε την υπ’ αριθμόν 3, τη «Σκωτική», της οποίας είναι άλλωστε εντυπωσιακός ο μελωδικός πλούτος. Η Δεύτερη Συμφωνία του γράφτηκε για να εορτασθούν τα 400 χρόνια από την ανακάλυψη της τυπογραφίας, ενώ άλλες τρεις είναι συνδεδεμένες με εντυπώσεις του από τόπους που αγάπησε: η Πρώτη (τρίο) με την Ελβετία, η Τρίτη με τη Σκωτία και η Τέταρτη με την Ιταλία. Η γερμανική παράδοση στο Μέγαρο


ρία έργα – ορόσημα της γερμανικής κλασικής και ρομαντικής παράδοσης ερμηνεύει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών την Πέμπτη 6 και την Παρασκευή 7 Νοεμβρίου η σημαντική Φιλαρμονική Ορχήστρα της Κολονίας (Gurzenich) με διευθυντή τον Τζέιμς Κόνλον και σολίστ τον Λεωνίδα Καβάκο: την Εισαγωγή από την όπερα του Βάγκνερ «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης», το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, έργο 64, του Μέντελσον και την Εβδομη Συμφωνία, έργο 92, του Μπετόβεν.


Ο αμερικανός διευθυντής ορχήστρας Τζέιμς Κόνλον γεννήθηκε το 1950, σπούδασε στη σχολή Juilliard και άρχισε την καριέρα του διευθύνοντας στο περίφημο φεστιβάλ του Σπολέτο στα 1971. Για τον Λεωνίδα Καβάκο είναι μάλλον περιττό να μιλήσει κάποιος στο κοινό της Αθήνας. Πάντως η ερμηνεία του στο Κοντσέρτο για βιολί του Μέντελσον παρουσιάζει διττό ενδιαφέρον, αφού όχι μόνο πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά έργα του είδους, αλλά και γιατί επηρέασε με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο και τον Γιαν Σιμπέλιους στη σύνθεση του δικού του κοντσέρτου, του οποίου ο Καβάκος είναι κάτι σαν «ιδανικός» ερμηνευτής. «Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης» βρίσκονται στον ψυχολογικό αντίποδα της όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη». Η εισαγωγή του έργου είναι μια «μουσική περίληψη» των βασικών θεμάτων της όπερας, που η δράση της τοποθετείται στον 16ο αιώνα και η σύνθεσή της απασχόλησε τον Βάγκνερ περίπου έξι χρόνια.


Ο Βάγκνερ, που ήταν και λάτρης της μουσικής του Μπετόβεν, είδε στην Εβδομη Συμφωνία την «αποθέωση του χορού». Το έργο γράφτηκε στα 1811 – 1812 και, όπως η Ογδοη Συμφωνία που ακολούθησε, στην πραγματικότητα δεν έχει αργό μέρος με την έννοια που είχε αυτό ως τότε στην οργάνωση μιας συμφωνίας. Η Εβδομη ερέθισε τη φαντασία και άλλων μελετητών της που πέραν του χορού τη συνέδεσαν κατά καιρούς με όνειρα, κατακόμβες, μεταμφιέσεις, γιορτές, στρατιωτικές αναμετρήσεις, ήττες κοκ. Αυτό και μόνο το γεγονός είναι αρκετό για να αποδείξει τη μοναδική, μαγική δύναμη του έργου, αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης έξαρσης της ιδιοφυΐας του συνθέτη της που εκφράζεται με κύριο τεχνικό εργαλείο τις «μεταμορφώσεις» από την ανάταση της κλίμακας λα ματζόρε στη χαρμολύπη της δισυπόστατης λα μινόρε. Αν και σχεδόν κουφός πια, ο Μπετόβεν διεύθυνε ο ίδιος την πρεμιέρα της, κάνοντας τον συνθέτη Ludwig Spohr που βρισκόταν στο ακροατήριο να σημειώσει στο ημερολόγιό του: «… πηδούσε στον αέρα εκεί όπου κατά τους υπολογισμούς του έπρεπε να αρχίζει το φόρτε…».


* Το πρόγραμμα της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Κολονίας είναι το ίδιο και τις δύο ημέρες. Τα εισιτήρια κοστίζουν 12.000, 8.000, 5.500, 3.500 και 2.000 δρχ. (φοιτητικά) και οι συναυλίες αρχίζουν στις 20.30.