Η ΘΕΩΡΙΑ για τη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς είναι σαφής: Οταν κάποιος αγοράζει τη μετοχή μιας εταιρείας αναμένει ότι η επιχείρηση θα δουλέψει καλά, θα κερδίσει περισσότερα και θα αυξήσει την αξία της μετοχής δίνοντας υπεραξία στο κεφάλαιο που έχει επενδύσει ο μέτοχος. Η αύξηση της τιμής μιας μετοχής λοιπόν είναι θεωρητικά συνδεδεμένη με τη βελτίωση των κερδών της εταιρείας. Στη θεωρία όμως και όχι στην πράξη.
Η ολοκλήρωση της διαδικασίας δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των εισηγμένων στο ελληνικό Χρηματιστήριο επιχειρήσεων έδειξε μια πολύ καλή εικόνα για τη μεταβολή των συνολικών κερδών που πέτυχαν οι επιχειρήσεις τη χρονιά που πέρασε. Δεν κατάφεραν όμως όλες, όπως ήταν αναμενόμενο, να πετύχουν αύξηση των κερδών. Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων που παρουσίασαν δείχνει ότι σχεδόν τρεις στις 10 επιχειρήσεις πέρασαν μια άτυχη χρονιά, αφού τα κέρδη προ φόρων που παρουσίασαν για το 1998 ήταν λίγο, περισσότερο ή πολύ χαμηλότερα από αυτά που είχαν κερδίσει πριν από ένα χρόνο.
* Αλλα συνέβησαν στη Σοφοκλέους
Οποιος θεωρεί ότι αντίστοιχη ήταν η κατανομή των εταιρειών σε ό,τι αφορά και τη μεταβολή της χρηματιστηριακής τιμής τους τη χρονιά που πέρασε μάλλον είναι γελασμένος. Από την επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν τις μεταβολές που σημείωσαν οι τιμές των μετοχών κατά τη διάρκεια του 1998 προκύπτει ότι μόνο δύο στις 100 ήταν οι μετοχές εκείνες των οποίων οι τιμές σημείωσαν υποχώρηση. Πιο απλά οι επιταγές της θεωρίας περί ορθολογικής μεταβολής των τιμών των μετοχών πετάχτηκαν στο καλάθι των αχρήστων. Ο αντίλογος αναφέρει ότι η χρηματιστηριακή αγορά συνήθως αναζητεί προσδοκίες και δεν αποτιμά στοιχεία παρελθόντος. Σε μια αγορά όμως όπως η δική μας, που δείχνει εδώ και αρκετό καιρό να έχει αποδυθεί σε κυνήγι κρυμμένων ευκαιριών οι οποίες ενδεχομένως εδρεύουν στα «μικρά» χαρτιά της Σοφοκλέους, η απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας, των θεμελιωδών μεγεθών δηλαδή των επιχειρήσεων, και της χρηματιστηριακής αποτίμησής τους μπορεί να δώσει ένα μέτρο ενδεχομένως της υπερβολής με την οποία προσεγγίζεται από πολλούς η χρηματιστηριακή αγορά.
Στην πολυπληθή ομάδα των επιχειρήσεων οι οποίες είδαν το 1998 τις μετοχές των μετοχών τους να απογειώνονται μπορεί να συναντήσει κανείς πολλές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν είτε έχουν «κόκκινο» ισολογισμό, καθώς στα αποτελέσματα χρήσεως οι ζημιές έχουν τη θέση των κερδών, είτε τα κέρδη τους είναι λιγότερα από αυτά που είχαν πετύχει ένα χρόνο ενωρίτερα.
* Πάνω οι ζημιές, πάνω και η τιμή!
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Διαλέγουμε τυχαία μερικά: Η γνωστή εμπορική εταιρεία Κλαουδάτος είδε το 1998 να αυξάνονται οι ζημιές και να φθάνουν τα 293 εκατ. δρχ., τα οποία μάλιστα σε ενοποιημένη βάση ήταν περισσότερα και έφθασαν τα 377 εκατ. δρχ. Αυτό δεν εμπόδισε την τιμή της να αυξηθεί κατά 813% μέσα στην ίδια χρονιά, χωρίς να υπάρχει κανένας άλλος λόγος πέραν της φημολογίας, που αποδείχθηκε αναληθής, για εξαγορά της από άλλη εισηγμένη μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Ζημιές περίπου 140 εκατ. δρχ., με κέρδη 117 εκατ., το 1997 ανακοίνωσε η εταιρεία Θεσσαλική. Την ίδια εποχή όμως όπου η εταιρεία έχανε και τα λίγα κέρδη της η μετοχή της εκτοξευόταν στα ύψη σημειώνοντας άνοδο κατά 808%. Η μετοχή της Τασόγλου Delohghi, μιας σχετικά πρόσφατης παρουσίας στη Σοφοκλέους, αυξήθηκε μέσα στον χρόνο που πέρασε κατά 119% ενώ η εταιρεία είδε τα κέρδη των 203 εκατ. δρχ. που είχε το 1997 να μετατρέπονται σε ζημιές 221 εκατ. δρχ.
Σε άλλες περιπτώσεις πάντως η επενδυτική προσδοκία φαίνεται να ικανοποιήθηκε: η εταιρεία Δημητριάδης, η μετοχή της οποίας ήταν πρωταθλητής κερδών το 1998 (αύξηση τιμής 3.106%!), μπορεί να μην παρουσίασε κερδοφορία, αντιθέτως είχε ζημιές 634 εκατ. δρχ., αλλά σίγουρα ικανοποίησε όσους «ποντάρισαν» σε αυτήν αναμένοντας την από καιρού φημολογούμενη αλλαγή ιδιοκτησίας, η οποία έγινε πραγματικότητα πριν από μερικές εβδομάδες.
* Οι εκπλήξεις των ισολογισμών
Ανεξάρτητα πάντως από τη μεταβολή των τιμών των μετοχών, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων του 1998 επιφύλασσε εκπλήξεις αλλά και απογοητεύσεις. Πριν από 12 μήνες περίπου η δημοσίευση του ετήσιου ισολογισμού της Ιονικής Τράπεζας, ενώ η διαδικασία ιδιωτικοποίησής της έτρεχε ήδη, αποτέλεσε μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τη χρηματιστηριακή αγορά: ένα από τα μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας με αξιοσημείωτο μερίδιο στον ελληνικό τραπεζικό χώρο παρουσίασε στην τελευταία γραμμή των αποτελεσμάτων χρήσης της, το bottom line που αναζητούν οι αναλυτές, κέρδη λίγο περισσότερα από 1 δισ., τα οποία θα άφηναν ενδεχομένως ασυγκίνητη ακόμη και μια μεσαία βιομηχανική επιχείρηση. Ηταν η δεύτερη στη σειρά χρονιά όπου η τράπεζα δεν θα είχε κέρδη να διαθέσει υπό μορφή μερισμάτων στους μετόχους της. Πριν από λίγες ημέρες η ίδια τράπεζα δίνοντας στη δημοσιότητα τα στοιχεία της για το δωδεκάμηνο του 1998 είχε και πάλι μια έκπληξη: τα κέρδη 12,6 δισ. δρχ. που παρουσίασε αυτή τη φορά ήταν αξιοσημείωτα και πολύ μεγαλύτερα όχι μόνο από αυτά που είχε παρουσιάσει στη χρήση του 1997 αλλά και ανάλογα αυτών που είχαν σημειωθεί δύο προηγούμενες καλές χρονιές, το 1994 και το 1995, προτού δηλαδή υπάρξει η μεγάλη υποχώρηση της διετίας 1996-97.
