H πρώτη απόπειρα που έκανε η κυβέρνηση να ανοίξει το υπαρκτό ζήτημα της οικονομικής εξυγίανσης των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ) ξεκινώντας από τον ΟΤΕ είναι αποκαλυπτική των προθέσεών της, που δεν είναι άλλες από το να πουλήσει σε ιδιώτες κατά 100% τις κερδοφόρες επιχειρήσεις του Δημοσίου. Το επόμενο βήμα που θα κάνει είναι να «παγώσει» τις κρατικές επιχορηγήσεις στις δημόσιες συγκοινωνίες και τις εγγυήσεις των δανείων προς όλες τις ΔΕΚΟ για να σταθεροποιήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Για να συνεχίσουν όμως να κυκλοφορούν τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ, ή θα πρέπει να μειωθεί το προσωπικό (αφού το κόστος μισθοδοσίας πλησιάζει το 65% του συνολικού κόστους λειτουργίας) ή να αυξηθεί το εισιτήριο. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα συγκρούονται οι υπουργοί Οικονομίας και Μεταφορών.


H εθελουσία έξοδος στον ΟΤΕ σε συνδυασμό με την κατάργηση της μονιμότητας για τους νεοπροσλαμβανόμενους, κάτι το οποίο χαρακτήρισε ως «μεγάλη διαρθρωτική αλλαγή» ο υπουργός Οικονομίας κ. Γ. Αλογοσκούφης, ήταν η εύκολη κίνηση, αφού ο ΟΤΕ είναι κερδοφόρος. H κίνηση αυτή διαβάστηκε διαφορετικά από την αντιπολίτευση, που κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι «μειώνει το λειτουργικό κόστος» μεταφέροντας τη μισθοδοσία στο ΤΑΠ ΟΤΕ, δηλαδή το Δημόσιο, για να πουλήσει τον Οργανισμό στο σύνολό του σε ιδιώτες. Σε άλλες εποχές ο πρώην υπουργός Οικονομίας κ. Στ. Μάνος θα είχε υποβάλει ακόμη και αγωγή στο Δημόσιο για απώλειες κερδών με το επιχείρημα ότι πριμοδοτεί τους ιδιώτες μετόχους που κατέχουν τα δύο τρίτα των μετοχών του ΟΤΕ και κερδίζουν από αυτή την κίνηση.


Ανάλογες κινήσεις σχεδιάζει η κυβέρνηση για τον ΟΠΑΠ, τον οποίο «προικοδοτεί» με τα δικαιώματα για νέα τυχερά παιχνίδια, τα ΕΛΛΠΕ, στα οποία επέτυχε τη συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων στο 2,9% εφέτος, αλλά και τη ΔΕΗ. Οπως αποκαλύπτεται από μελέτη του υπουργείου Οικονομίας, το 2005 τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων δημοσίων επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο θα ξεπεράσουν το 1,4 δισ. ευρώ, αλλά τα μερίσματα που θα εισπράξει το Δημόσιο μετά την ιδιωτικοποίηση ή την πώληση πακέτων μετοχών θα περιοριστούν σημαντικά.


* H τύχη των ζημιογόνων


H ίδια έρευνα αποκαλύπτει ότι το Δημόσιο, που θα εξακολουθήσει να έχει στα χέρια του το 100% των δημοσίων επιχειρήσεων οι οποίες είναι ζημιογόνες – κατά βάση συγκοινωνίες και σιδηροδρόμους -, θα πρέπει να καταβάλλει ετησίως επιχορηγήσεις μέσω του προϋπολογισμού της τάξεως του 1 δισ. ευρώ για να καλύπτει τις ζημιές τους.


Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι συγκοινωνίες θα μπουν στον «μύλο των ιδιωτικοποιήσεων» και θα χάσουν κάποια στιγμή στο μέλλον τον δημόσιο χαρακτήρα τους. H απάντηση που δίνουν ακόμη και κυβερνητικά στελέχη τα οποία επί πρωθυπουργίας K. Μητσοτάκη υποστήριζαν τους «νοικοκυραίους λεωφορειούχους», αντί των δημοσίων συγκοινωνιών, είναι «όχι». Αλλά η ηγεσία του υπουργείου Οικονομίας, που βλέπει τις ζημιές να αυξάνονται και τον αριθμό των επιβατών που χρησιμοποιούν τις αστικές συγκοινωνίες και τον σιδηρόδρομο να μειώνεται, επιρρίπτει ευθύνες στην ηγεσία του υπουργείου Μεταφορών και απειλεί ακόμη και με το «κλείδωμα» των επιχορηγήσεων του προϋπολογισμού στα επίπεδα του 2005 ώστε να εφαρμόσει – επιτέλους – ένα σχέδιο εξυγίανσης και στην ανάγκη να αυξήσει την τιμή των εισιτηρίων για να ελέγξει τις ζημιές. Μάλιστα εξετάζεται πρόταση να επιδοτεί το Δημόσιο με συγκεκριμένο ποσό το κάθε εισιτήριο (π.χ. 30 λεπτά), αρκεί η ηγεσία του υπουργείου Μεταφορών να κατορθώσει να προσδιορίσει το ύψος με κοστολογικά στοιχεία.


Για τον ΟΣΕ, στον οποίο οι ζημιές σχεδόν τριπλασιάστηκαν το 2004 σε σχέση με το 2003, οι απόψεις διίστανται καθώς το υπουργείο Οικονομίας υποστηρίζει ότι μόλις εξυγιανθούν οι σιδηρόδρομοι θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθούν.


Οπως αναφέρεται στη μελέτη του υπουργείου Οικονομίας, «είναι αναγκαίο να υπάρξει ένα νέο σχέδιο ουσιαστικού ελέγχου της οικονομικής διαχείρισης όλων των ΔΕΚΟ με στόχο τον περιορισμό των ελλειμματικών διαχειρίσεων, τη διαφάνεια των δοσοληψιών μεταξύ επιχειρήσεων και Δημοσίου, τον έλεγχο των κοινοτικών πόρων και τον σημαντικό περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων στα μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας».


* Τα πραγματικά ελλείμματα


Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομίας, τα έσοδα των δημοσίων επιχειρήσεων αυξάνονται συνεχώς με μέσο ετήσιο ρυθμό (MEP) 6,5%. Στις εισηγμένες ο ρυθμός είναι 11,6%, ενώ μειώνονται κατά 5,1% στις μη εισηγμένες. Εν τούτοις η σχέση τους με το ΑΕΠ (το ΑΕΠ αυξάνεται με MEP 7,7%) βαίνει μειουμένη. Αυτό σημαίνει ότι είτε η ζήτηση των προσφερομένων προϊόντων ή υπηρεσιών αυξήθηκε ανεπαίσθητα είτε η αύξηση των τιμολογίων τους ήταν μικρή (κάτω από τον πληθωρισμό) ή υπήρξε συνδυασμός και των δύο. Το συνολικό οικονομικό διαχειριστικό αποτέλεσμα των δημοσίων επιχειρήσεων βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια, αν και εδώ σημειώνεται ότι η όλη θετική εξέλιξη οφείλεται στη σημαντική αύξηση των κερδών μόνο των εισηγμένων στο XA δημοσίων επιχειρήσεων.


Στην εν λόγω μελέτη επισημαίνεται ότι:


* «H αναποτελεσματικότητα της λειτουργίας ορισμένων ΔΕ, αλλά και ο γιγαντισμός που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια, έχει ως αποτέλεσμα την απορρόφηση σημαντικών και σπάνιων πόρων από τον Γενικό Κρατικό Προϋπολογισμό (ΓΚΠ) (τακτικό και επενδύσεων). Οι απορροφούμενοι πόροι, μόνο από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, από τις ΔΕΚΟ ανέρχονται, κατά μέσον όρο, στα 230 εκατ. ευρώ ετησίως, χωρίς τα ποσά που ενδεχομένως απαιτούνται για τις καταπτώσεις των εγγυήσεων των συναφθέντων, στο παρελθόν, δανείων, αλλά και τα ποσά που αφορούν τα ασφαλιστικά τους ταμεία (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ.) ή τα ποσά που δαπανώνται από τα έσοδα αποκρατικοποιήσεων για την παροχή εφάπαξ ή αποζημιώσεων στο προσωπικό των επιχειρήσεων που αποκρατικοποιούνται».


* Ο συνολικός ακαθάριστος δανεισμός των ΔΕ αυξάνεται με MEP 4,8% (η αύξηση προέρχεται εξ ολοκλήρου από τις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο ΔΕ – 22,8% -, ενώ οι εισηγμένες παρουσιάζουν μικρή μείωση – 18%).


* Τα ανεξόφλητα υπόλοιπα των δανείων ανέρχονται στο 6,8% του ΑΕΠ την 31.12.2004, έναντι 6,5% την 31.12.2003. Παρατηρείται εξάλλου σχετική μείωση του απόλυτου ποσού για τις εισηγμένες ΔΕ και αξιόλογη αύξηση του απόλυτου ποσού για τις μη εισηγμένες.


ΟΑΣΑ Τεράστιες οι ζημιές στις συγκοινωνίες


H εξέλιξη των οικονομικών στοιχείων του ΟΑΣΑ για την περίοδο 2000-2005 είναι η εξής:


* H μισθοδοσία του ομίλου αντιπροσώπευε το 2000 το 64,2% των εξόδων και το 144,5% των εσόδων, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά το 2005 εκτιμάται ότι θα περιοριστούν στο 60,2% όσον αφορά τα έξοδα και στο 122% όσον αφορά τα έσοδα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο τομέας των συγκοινωνιακών φορέων είναι κατ’ εξοχήν εντάσεως εργασίας. Το έλλειμμα αυτό καλύπτεται μόνο κατά το 30% από πόρους του τακτικού προϋπολογισμού, με αποτέλεσμα ο όμιλος να οδηγείται σε δανεισμό.


* Το οικονομικό (διαχειριστικό) αποτέλεσμα (έλλειμμα) για όλη την περίοδο παραμένει, κατά μέσον όρο, γύρω στα 350 εκατ. ευρώ ετησίως.


* Οι επενδύσεις του ομίλου αυξήθηκαν με MEP 7,4% και καλύφθηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου από επιχορηγήσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και από πόρους του Γ´ ΚΠΣ.


* Ο ακαθάριστος δανεισμός του ΟΑΣΑ αυξήθηκε με MEP 22,83% και θα ανέλθει το 2005 στο ύψος των 350 εκατ. ευρώ περίπου, καλύπτει δε μέρος του ελλείμματος καθώς και την εξυπηρέτηση των δανείων.


* Τα έσοδα του ΟΣΕ μειώθηκαν κατά την περίοδο 2000-2005 με MEP 7,0%, ενώ τα λειτουργικά έξοδα αυξήθηκαν με MEP 3,1%.


* Το οικονομικό (διαχειριστικό) αποτέλεσμα (έλλειμμα) αυξάνεται από έτος σε έτος και εκτιμάται ότι θα ανέλθει το 2005 στο ύψος των 540 εκατ. ευρώ.