Οι εισαγωγές μειώθηκαν τα δύο τελευταία χρόνια


ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ εμπιστεύονται ολοένα και περισσότερο τα εγχωρίως παραγόμενα υποδήματα, αποσύροντας σταδιακά την εμπιστοσύνη τους από τα εισαγόμενα. Αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα έρευνας του κλαδικού συνδέσμου ελλήνων βιομηχάνων και βιοτεχνών υποδημάτων (ΕΛΣΕΒΒΥΕ), σύμφωνα με τα οποία οι εισαγωγές ξένων υποδημάτων στην ελληνική αγορά μειώθηκαν από 25,3 εκατομμύρια ζεύγη το 1994 σε 21 εκατομμύρια το 1995.


«Υπήρχε και ως ένα σημείο εξακολουθεί να υπάρχει ένας παραλογισμός στις εισαγωγές ξένων υποδημάτων», λέει ο κ. Δημήτρης Παληοκώστας, πρόεδρος του ΕΛΣΕΒΒΥΕ και εξηγεί: «Η κατάσταση αυτή φαίνεται να αλλάζει σταδιακά, αφού οι έλληνες καταναλωτές δείχνουν να προτιμούν το ποιοτικό ελληνικό υπόδημα. Την τάση αυτή βεβαίως την ενισχύουν και οι ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν συγκροτήσει μια ισχυρή «γραμμή άμυνας» που σχετίζεται με τις προσπάθειες για βελτίωση της ποιότητας, για άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες των καταστηματαρχών, για δημιουργία επώνυμων ελληνικών υποδημάτων και για άμεση ανταπόκριση στις επιταγές της μόδας».


Οι θετικές, προς το ελληνικό υπόδημα, διαθέσεις των ελλήνων καταναλωτών έχουν αλλάξει και τις αποφάσεις του ίδιου του επιχειρηματικού κόσμου που δραστηριοποιείται στον κλάδο. Χαρακτηριστικό είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ακόμη και μεγάλοι χονδρέμποροι, εισαγωγείς ξένων υποδημάτων, στρέφονται στους έλληνες παραγωγούς για να υποκαταστήσουν εισαγωγές. Στα πλαίσια αυτά εκπρόσωποι των εισαγωγικών εταιρειών Χατζηπροδρόμου, Πάρεξ, Αφοί Αλεξόπουλοι κ.ά. εντάσσουν στα επιχειρηματικά τους σχέδια και το ελληνικό υπόδημα, πέραν βεβαίως των εισαγομένων.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πάντως, εμφανίζει ένα ακόμη συμπέρασμα της έρευνας των ελλήνων υποδηματοβιομηχάνων. Οι Ελληνες δεν προτιμούν απλώς περισσότερο τα εγχωρίως παραγόμενα υποδήματα αλλά και τα ποιοτικότερα παπούτσια, όπως είναι τα δερμάτινα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι εισαγωγές ξένων δερμάτινων υποδημάτων μειώθηκαν από 6,3 εκατομμύρια ζεύγη το 1994 σε 5,6 εκατομμύρια το 1995. Οι εισαγωγές αυτές στον μεγαλύτερο βαθμό υποκαταστάθηκαν από εγχωρίως παραγόμενα υποδήματα. Ποιοι κυριαρχούν στην αγορά


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ομάδες επιχειρήσεων είναι οι «κυρίαρχοι του παιχνιδιού» στον κλάδο του υποδήματος. Αλλες από αυτές είναι αμιγώς παραγωγικές, άλλες έχουν δικά τους δίκτυα και καταστήματα πώλησης και κάποιες άλλες διαφοροποιούνται από το είδος υποδημάτων που παράγουν.


* Η ΠΡΩΤΗ ισχυρή «ομάδα» συγκροτείται από τις επιχειρήσεις που έχουν επενδύσει στη μαζική παραγωγή επώνυμων υποδημάτων. Μεταξύ αυτών είναι οι επιχειρήσεις: Αλμα, που ελέγχεται από την οικογένεια του κ. Αθ. Μακρίδη, Φειδάς – Boxer, που ανήκει στην κυρία Μίνα Φειδά – Νταή, και Εμβάς Elite, που ελέγχεται από τους κκ. Ν. Χριστοδουλάτο και Ν. Ζαχαρά. Οι τρεις αυτές υποδηματοβιομηχανίες παράγουν επώνυμα ελληνικά υποδήματα με θετικά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μόνο αυτές οι τρεις επιχειρήσεις πραγματοποίησαν συνολικές πωλήσεις περίπου 10 δισ. δρχ. Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι η επιβίωση των υπαρχόντων μεγάλων υποδηματοβιομηχανιών της χώρας έγινε ύστερα από το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων του κλάδου. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι μόνο την τετραετία 1987-1990 έκλεισαν 10 μεγάλα εργοστάσια, για να μπορέσουν τελικώς να επιβιώσουν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες οι υπόλοιποι. Οι μεγάλες υποδηματοβιομηχανίες της χώρας έχουν επιλέξει έναν διαφορετικό δρόμο από αυτόν που είχε ακολουθήσει ο κλάδος τα χρόνια που πέρασαν. Προσπαθούν περισσότερο να στηρίζουν τα δικά τους επώνυμα προϊόντα και λιγότερο να δουλεύουν φασόν για τις μεγάλες χονδρεμπορικές εταιρείες της Ευρώπης.


* Η ΔΕΥΤΕΡΗ ισχυρή «ομάδα» του κλάδου της ελληνικής υποδηματοβιομηχανίας είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που βασίζουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα στο τρίπτυχο «μόδα – γρήγορη εξυπηρέτηση καταστηματαρχών – ποιότητα». Οι επιχειρηματίες αυτοί, που «παίζουν» με μικρούς τζίρους, κατορθώνουν όχι απλώς να επιβιώνουν στην εγχώρια αγορά αλλά να τους εμπιστεύονται και οι μεγαλύτεροι οίκοι της Ευρώπης. Δεν είναι μάλιστα λίγες οι φορές όπου οι επιχειρηματίες αυτοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις παραγγελίες μεγάλων οίκων του εξωτερικού, διότι δεν είναι σε θέση να πάρουν το ανάλογο ρίσκο. «Υπάρχουν ορισμένα εμπόδια που δυστυχώς δεν επιτρέπουν την ανάληψη τέτοιου ρίσκου», εξηγεί ο κ. Παληοκώστας. «Είναι χιλιοειπωμένα και ίσως βαρετά αλλά είναι μια πολύ άσχημη πραγματικότητα: είναι η πολιτική της σκληρής δραχμής, που δημιουργεί σοβαρότατα εμπόδια στις εξαγωγές μας, είναι τα τρομακτικά χρηματοοικονομικά έξοδα που δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε επενδύσεις κ.ά.».


* Η ΤΡΙΤΗ «ομάδα» του κλάδου είναι οι μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων υποδημάτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων διαθέτουν και παραγωγική υποδομή. Μεταξύ αυτών είναι και οι: Λεμονής Καλογήρου, Μπουρνάζος, Πετρίδης, Crocoland, Mocasino, Χάρης Καζάκος, Τσακίρης Μάλας. Οι επιχειρηματίες αυτοί διαθέτουν την παραγωγή τους κυρίως μέσω των δικών τους καταστημάτων αλλά και μέσα από συνεργαζόμενα καταστήματα.


* Πέραν αυτών υπάρχει και μια μικρότερη «ομάδα» επιχειρηματιών, που διαθέτει δική της παραγωγή και λιγότερα σημεία λιανικής πώλησης. Η «ομάδα» αυτή δείχνει μια έντονη κινητικότητα, στηριζόμενη κυρίως στα πολύ υψηλής ποιότητας προϊόντα. Ανάμεσά τους είναι οι επιχειρήσεις Ιωάννου, Δάνος, Βαβουλάς, Βεργίνα και Σκλιάς.


Θα επιβιώσει το ελληνικό υπόδημα; Στο κρίσιμο αυτό ερώτημα οι έλληνες επιχειρηματίες φαίνεται να απαντούν θετικά.


Συνδέουν μάλιστα την αισιοδοξία τους με τις προσπάθειες ενίσχυσης της ποιότητας των ελληνικών προϊόντων. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που τους αναγκάζει να στηρίζουν προσπάθειες όπως αυτή που προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και η οποία αφορά την «επισήμανση» των υποδημάτων. «Είναι μια πολύ σοβαρή πρωτοβουλία», λέει ο κ. Παληοκώστας, «που ωφελεί τόσο τους έλληνες καταναλωτές όσο και την εγχώρια υποδηματοβιομηχανία. Ο έλληνας καταναλωτής θα πρέπει να αναζητεί σε κάθε ζευγάρι παπουτσιών την ειδική ετικέτα με το σήμα «EU» που γράφει αναλυτικά τα υλικά με τα οποία παρήχθη το ζεύγος υποδημάτων. Το μέτρο αυτό, που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Μάρτιο του 1996, είναι βέβαιο ότι θα ωφελήσει διπλά τη χώρα μας».