Είναι ωραίο να μπεις στο εργαστήριο ενός συγγραφέα, να δεις τα υλικά με τα οποία κτίζει το σύμπαν του, τον ποιητικό κόσμο στον οποίο κατοικεί, τα συστατικά ενός ύφους, μιας ευαισθησίας. Δεκαπέντε χρόνια μετά τις μεταφράσεις των Σονέτων του Σαίξπηρ, ο Στυλιανός Αλεξίου εκδίδει τώρα μεταφράσεις ευρωπαίων ποιητών του 19ου και του 20ού αιώνα, μεταφράσεις ποιημάτων από τα χρόνια της πρώτης νιότης του, ποιημάτων, που όπως λέει ο ίδιος, «τα έζησα». Εχει σημασία αυτή η βιωματική ομολογία, γιατί τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στον κομψό τόμο Το Εντευκτήριον των εκδόσεων Στιγμή, που μόλις κυκλοφόρησε, δεν είναι αποτέλεσμα μιας μεταφραστικής άσκησης ή μιας μεταφραστικής δοκιμασίας. Είναι το αποτέλεσμα μιας ποιητικής σχέσης, μιας σχέσης αλληλεγγύης και ανταλλαγής, που μέσα από τη μετάφραση, μέσα από τους δρόμους της γλώσσας και του ρυθμού οδηγεί στην οικειοποίηση ενός άλλου κόσμου. Κι αυτό είναι το κέρδος.


O πρώτος ποιητής που μας περιμένει στο Εντευκτήριον (ωραία η ιδέα του βιβλίου ως ποιητική λέσχη) είναι ο άγγλος ρομαντικός John Keats (o Αλεξίου κρατάει τα ονόματα στην πρωτότυπη γραφή τους, θεωρώντας ότι η απλοποιημένη απόδοσή τους στα σημερινά ελληνικά τα κάνει κωμικά, αρκεί να σκεφτούμε ότι ο Keats γίνεται Κιτς). Μεταφράζει το ποίημα «H παραμονή της Αγίας Αγνής» (The Eve of St. Agnes), αφήγηση μιας ερωτικής απαγωγής, που βασίζεται στη βρετανική παράδοση τη σχετική με την προστάτιδα των κοριτσιών Αγία Αγνή. Σύμφωνα με την παράδοση, την παραμονή της εορτής της, στις 21 Ιανουαρίου, η αγία φανερωνόταν στις κοπέλες και τους έδειχνε, σε όνειρο, τον αγαπημένο τους. Μεταφράζει ο Αλεξίου: « (…) Γοργά συνέρχεται. Σαν τέλειωσε την προσευχή της, / απ’ τα μαργαριτάρια ελευθερώνει τα μαλλιά, / και τα ζεστά κοσμήματά της βγάζει ένα ένα· / λύνει και τον στηθόδεσμό της που ευωδιάζει, / ενώ κυλάει ψιθυριστά το φόρεμά της ως τα γόνατα. / Μισοκρυμμένη σαν σειρήνα μες στα φύκια, / για μια στιγμή ονειρεύεται και με τη φαντασία βλέπει / πως η όμορφη Αγία Αγνή είναι δίπλα της, / μα δεν γυρίζει να τη δει, αλλιώς, όλη η μαγεία θα χαθεί (…)».


Ακολουθεί ο Charles Baudelaire, ένας ποιητής-κόμβος, αφού χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν Verlaine, Rimbaud, Mallarmé. Ο Αλεξίου μεταφράζει ποιήματα που μιλούν για τη ματαίωση, τη χαμένη νιότη, τη φευγαλέα ηδονή. Να στίχοι από το ποίημα «Περισυλλογή», της συλλογής Nouvelles Fleurs du Mal: «(…) Χυδαίο το πλήθος των θνητών θα τρέξει, οδηγημένο / απ’ το μαστίγιο της σαρκός (ενός δημίου στυγνού), / να δρέψει τύψεις στη φριχτή γιορτή των κολασμένων· / δώσ’ μου το χέρι, Θλίψη μου, να πάμε εμείς αλλού (…)».


Ερχεται ύστερα ο Βρετανός Owen Meredith, ψευδώνυμο του διπλωμάτη του 19ου αιώνα λόρδου Robert Lytton. Το ποίημα «Βράδυ» είναι μια σκηνή άλλης εποχής, αδιατάρακτης, όπου αφήνοντας το βιβλίο από τα χέρια δεν έχεις τι άλλο να κάνεις παρά να παραδοθείς σε μια ρέμβη: «Βράδιασε πια· προς τον μυχό τον πιο σκιερό / του δωματίου, πίσω από τους άμβυκες, / κάτω από το κρανίο, ας πάει το σιδερόδετο, / το μελαγχολικό βιβλίο αυτό· / γιατί δεν θα διαβάσω άλλο (…)».


Κατόπιν ο Stephane Mallarmé, μέσα από τη βεντάλια που ένα κορίτσι πάει και φέρνει μπροστά στο πρόσωπό της. «Ονειροπόλα, για να βυθιστώ / μες στην αγνή κι αδιέξοδη ηδονή, / μ’ ένα λεπτό ψέμα ας κρατήσεις / στα δάχτυλά σου το φτερό μου (…)».


Μετά ο Γερμανός Stefan George (1868-1933), που ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα ενός φίλου των παιδικών του χρόνων: «H όμορφη εικόνα, σου θυμίζει ακόμη εκείνον / που των γκρεμνών τα ρόδα τολμηρά ζητούσε; / Που αποξεχνιόταν όλη μέρα στα παιγνίδια του, / που το χυμό απ’ τα αγιόκλημα ρουφούσε; / Στο πάρκο μόνος έπειτα ξεκουραζόταν / (μακριά ένα φτεροκόπημα πουλιών τον είχε σύρει) / και σκεπτικός καθόταν πλάι στη λίμνη, / τη μυστική σιωπή ν’ αφουγκραστεί (…)».


Υστερα το ξεφλούδισμα του χρόνου, σπαρακτικό φθινόπωρο λίγο πριν από τη χειμωνιάτικη αυλαία στο ποίημα του Γάλλου Henri de Regnier (1864-1936) «Crepuscule d’automne»: «Ηρθε το βράδυ πια και το φθινόπωρο, / κι ενώ βαδίζεις, μια σκιά απ’ τον δρόμο απομακρύνεται, / και σου χαμογελά γιατί ήταν ο εαυτός σου. / Εν’ αγκάθι απομένει εκεί που ήταν το ρόδο. / Βραδιά-βραδιά, των Περασμένων μεγαλώνει ο ίσκιος, / και ρόδο-ρόδο, στάλα-στάλα αργοπεθαίνει ο Χρόνος».


Στο ποίημα «Sailing to Byzantium» του Ιρλανδού W. Β. Yeats συναντάμε μια ατμόσφαιρα ανάλογη του Καβάφη, ένα ποιητικό αισθητήριο που κάνει τον ποιητή να αντιλαμβάνεται «βαθύτερα από τους ειδικούς ιστορικούς τη ζωή των πολιτισμών», όπως γράφει ο Αλεξίου. Διαβάζουμε: «(…) Οταν βρεθώ έξω απ’ τη φύση, δεν θα πάρω / σωματική μορφή, σαν κάτι φυσικό, / αλλά σαν τα έργα που Γραικοί τεχνίτες φτιάνουν / από σφυρήλατο χρυσάφι και από σμάλτο, / τον Αυτοκράτορα που έχει νυστάξει για να τέρψουν. / Ή σαν πουλί που από χρυσό κλωνάρι λέει / σε άρχοντες και αρχόντισσες του Βυζαντίου, / για όσα περάσαν ή περνούν και για όσα θα ‘ρθουν».


O Τ. S. Eliot στο «Portrait of a lady» δημιουργεί μια δυνατή εικόνα του χρόνου που φεύγει. Ο Αλεξίου μεταφράζει: «(…)Τώρα π’ ανθούν οι πασχαλιές / έχει ένα βάζο πασχαλιές μες στο δωμάτιό της· / στριφογυρνάει μια πασχαλιά στα δάχτυλα, μιλώντας: / «Αχ, φίλε μου, δεν ξέρεις, μα δεν ξέρεις / τι ‘ναι η ζωή, που την κρατάς στα χέρια σου, / και αφήνεις να σου φεύγει, να σου φεύγει. / Κι η νιότη είναι σκληρή, δεν έχει η νιότη τύψεις· / χαμογελά για περιπτώσεις που δεν μπορεί να δει» (…)».


Αφησα τελευταίον τον Γάλλο Francis Jammes (1868-1938), έναν ποιητή που μες στους στίχους του χτυπάει η αργή ζωή της επαρχίας, ο ακίνητος κόσμος των κλειστών δωματίων και των κλεφτών φιλιών. Καμιά φορά μέσα από την ελάσσονα ποίηση βγαίνει η αλήθεια της ελάσσονος ζωής, της μικρής ζωής όλων μας. «Θα ‘σαι γυμνή στη σάλα με τα έπιπλα τα παλιά, / με το κορμί σαν λαμπερό αδράχτι· / και καθισμένη πλάι στη ρόδινη φωτιά / θ’ ακούς τη βροχή και τον αέρα. / Στην αγκαλιά μου θα κρατώ τα γόνατά σου / κι εσύ θα γέρνεις σαν κλωνάρι ιτιάς· / τη μέση σου θ’ αγγίζουν τα μαλλιά μου. / Θα ‘σαι τόσο καλή που θα δακρύζω».