Οταν η αγορά ηρεμήσει από τις πρόσφατες εξάρσεις του καλοκαιριού και ισορροπήσει σε λογικά επίπεδα με δεδομένες τις εξελίξεις εν όψει της σύγκλισης με το ευρώ, μια πρόσφατη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας και επικείμενες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών, την υλοποίηση των σχεδίων των ελληνικών τραπεζικών ομίλων, τις συνεχιζόμενες αναδιαρθρώσεις και έναν δεύτερο γύρο εξαγορών και συγχωνεύσεων θα υπάρξει σαφής άνοδος γενικότερα των τιμών του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ξεκινώντας από την αφετηρία αυτή, το 2000 θα είναι μια χρυσή χρονιά για το ελληνικό χρηματιστήριο και δη για μετοχές εταιρειών με υγιή δομή, υψηλή κερδοφορία και προοπτικές επιτυχούς επιβίωσης στο περιβάλλον του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού. Μεταξύ των μετοχών αυτών, ο τραπεζικός κλάδος θα έχει να προσφέρει υψηλές αποδόσεις στους επενδυτές, καθώς πέραν όλων των άλλων θα είναι και ο κλάδος με τις μεγαλύτερες κρυμμένες υπεραξίες.
Την άποψη αυτή εκφράζουν γενικότερα τραπεζίτες ελληνικών και ξένων τραπεζών, διαφοροποιούμενοι βέβαια ως προς τον βαθμό της αισιοδοξίας…
Καλύτερο το Ρ/Ε
«Οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν το ίδιο ή και καλύτερο Ρ/Ε από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών, ξεπερνούν σημαντικά τις ευρωπαϊκές τράπεζες από πλευράς απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ενώ αδίκως θεωρούνται ακριβές λαμβανομένης υπ’ όψιν της κεφαλαιοποίησης προς τη λογιστική τους αξία» υποστηρίζει ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Απόστολος Ταμβακάκης. Οπως αναφέρει ο κ. Ταμβακάκης, ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών κινείται σε επίπεδα άνω του 30% έναντι μέσου αντίστοιχου όρου περί το 16% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ο λόγος χρηματιστηριακής τιμής προς λογιστική αξία των ελληνικών τραπεζών κινείται στα επίπεδα του 4,5-4,8 έναντι μέσου όρου περί το 2,5 για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και 3,3-3,4 για τις τράπεζες των χωρών της Νότιας Ευρώπης. Ωστόσο ο συγκεκριμένος υψηλός δείκτης για τις ελληνικές τράπεζες υποχωρεί αμέσως στο μισό αν κατά τον υπολογισμό του προσμετρηθούν και οι τεράστιες υπεραξίες των ελληνικών τραπεζών. Εκτός αυτού, συμπληρώνει ο κ. Ταμβακάκης, ο δείκτης τιμής προς λογιστική αξία θα μπορούσε να βελτιωθεί και μέσω της περαιτέρω ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών (είτε με απευθείας αυξήσεις κεφαλαίου είτε με την έκδοση ομολογιακών δανείων μειωμένης εξασφάλισης), χωρίς να κινδυνεύει να υποχωρήσει κάτω του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων.
«Οι ξένοι επενδυτές και αναλυτές θεωρούν δυσμενές το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν υψηλούς δείκτες χρηματιστηριακής προς λογιστική αξία. Ωστόσο δεν προσμετρούν το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν και θα αυξήσουν σημαντικά το 2000 τις ήδη μεγάλες υπεραξίες τους, από το γεγονός της ταχείας πτώσης των επιτοκίων που θα ευνοήσει τα χαρτοφυλάκια ομολόγων και μετοχών. Επιπλέον οι ελληνικές τράπεζες θα παρουσιάσουν πολύ μεγάλα κέρδη και λόγω του γεγονότος ότι προχωρούν σε κινήσεις αναδιάρθρωσης και επέκτασής τους σε νέες αγορές και από πλευράς τομέων δράσης και από πλευράς γεωγραφικής παρουσίας» υποστηρίζει ο οικονομικός σύμβουλος της Alpha Τράπεζας Πίστεως κ. Γεώργιος Προβόπουλος. Ο κ. Προβόπουλος επισημαίνει επίσης τη σημαντική βελτίωση του δείκτη τιμής προς κέρδη ανά μετοχή για τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, αναφέροντας ενδεικτικά το Ρ/Ε της Alpha Τράπεζας Πίστεως, το οποίο προ φόρων ανέρχεται στο 12 και μετά τους φόρους στο 17.
Φθηνά χαρτιά
Οι τραπεζικές μετοχές δεν είναι ιδιαίτερα ακριβές δεδομένων των προοπτικών και των αποτελεσμάτων που θα παρουσιάσουν στην τρέχουσα και στην επόμενη χρήση, συμφωνεί και ο διευθύνων σύμβουλος της EFG Eurobank κ. Νικόλαος Νανόπουλος. «Τόσο εφέτος όσο και του χρόνου τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών θα είναι αυξημένα και εκτιμώ ότι η χρηματιστηριακή αγορά θα αξιολογήσει όπως πρέπει το γεγονός αυτό, όπως και τον λόγο τιμής προς κέρδη των τραπεζών ή τα αυξημένα μερίσματα που θα προκύψουν από τις υψηλές κερδοφορίες» αναφέρει ο κ. Νανόπουλος.
Οι ξένοι επενδυτές αξιολογούν τις ελληνικές τράπεζες όχι στη βάση «once and for all» ευνοϊκών παραγόντων αλλά στη βάση πραγματικών μεγεθών και μακροπρόθεσμων προοπτικών, αναζητώντας έτσι κάτι το σίγουρο, σταθερό και συνεχές για να επενδύσουν, υποστηρίζει ο κ. Νικόλαος Καραμούζης, οικονομικός σύμβουλος της EFG Eurobank και πρόεδρος της EFG Finance. Οπως αναφέρει, η αυξημένη κερδοφορία και οι υπεραξίες που θα προκύψουν την ερχόμενη χρονιά για τις τράπεζες εξαιτίας της πορείας σύγκλισης με το ευρώ δεν θα συνεχισθούν και τη μεθεπόμενη. «Από τα μέσα του 2000 οι επενδυτές θα αρχίσουν να αξιολογούν τις τράπεζες και από τη «μικρο-πλευρά» τους, δηλαδή όχι βάσει μακροοικονομικών συγκυριών αλλά βάσει των μεγεθών και των προοπτικών του κάθε οργανισμού. Τότε θα φανεί ποιες τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν μεγάλα κέρδη επειδή αύξησαν τα μερίδιά τους στην αγορά, μπήκαν σε νέα προϊόντα και διατήρησαν υψηλά περιθώρια κερδοφορίας, διατηρώντας παράλληλα ελεγχόμενο το λειτουργικό κόστος τους» τονίζει ο κ. Καραμούζης.
Υποχώρηση άνευ αιτίας
Η μεγάλη και συνεχής υποχώρηση των τιμών των τραπεζικών μετοχών, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Τράπεζας Πειραιώς κ. David Watson, δεν εξηγείται λογικά, τη στιγμή μάλιστα που είναι γενικώς παραδεκτή η σημαντική αύξηση της κερδοφορίας των τραπεζικών οργανισμών. «Οταν η χρηματιστηριακή αγορά ισορροπήσει και καταλαγιάσει η υπερβολική αισιοδοξία για τις «περιφερειακές» μετοχές, θα επικρατήσουν ωριμότερες σκέψεις και οι επενδυτές θα αρχίσουν να αξιολογούν τις μετοχές με μεγάλες κρυμμένες αξίες. Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένη την αναβάθμιση της ελληνικής αγοράς και τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών εν όψει της σύγκλισης, σύντομα αναμένεται επανάκαμψη των ξένων επενδυτών, οι οποίοι θα τοποθετηθούν επιλεκτικά και σε μετοχές ελληνικών τραπεζών» αναφέρει ο κ. Watson.
«Οσοι μπουν τώρα στο ελληνικό χρηματιστήριο θα έχουν πολύ καλές αποδόσεις τον Μάρτιο – Απρίλιο» υποστηρίζει γενικότερα ο κ. Παναγιώτης Τσουπίδης, διευθύνων σύμβουλος της Telesis Investment Bank, ερωτώμενος για το μέλλον των τραπεζικών μετοχών. «Οι τράπεζες θα δείξουν υψηλά και πραγματικά κέρδη, σημαντικές υπεραξίες από μία σειρά εξελίξεων που σχετίζονται με τη σύγκλιση στην ΟΝΕ (δεν είναι μόνο η μείωση των επιτοκίων που θα δημιουργήσει κέρδη για τις τράπεζες, αλλά και εξελίξεις όπως π.χ. η μείωση των ρεζερβών της Τράπεζας της Ελλάδος από το 12,5% στο 2%, μέσω της οποίας θα απελευθερωθεί ρευστότητα της τάξεως των 2,5 τρισ. δρχ.) ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσουν τις κινήσεις αναδιάρθρωσης και διεύρυνσης της παρουσίας τους, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητά τους» αναφέρει ο κ. Τσουπίδης.
Οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές «στατικά» είναι ακριβές αλλά «δυναμικά» είναι φθηνότερες, υποστηρίζει επικεφαλής μεγάλης ξένης τράπεζας.
Παραλληλίζοντας την εμπειρία των μετοχών των πορτογαλικών τραπεζών προ της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, ο ίδιος τραπεζίτης εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ενιαίο νόμισμα. Και αυτό είναι η περιφερειακή διάσταση που αποκτούν στα Βαλκάνια.
«Τι συμβαίνει με τις μετοχές τραπεζών;». Η απορία για την αναντιστοιχία της εικόνας τους στη χρηματιστηριακή αγορά με αυτήν που προκύπτει από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη τους και τις προοπτικές τους στο περιβάλλον του ενιαίου νομίσματος και του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού έχει προκαλέσει συζητήσεις επί συζητήσεων στα γραφεία των ιθυνόντων και στα πεζοδρόμια περί τη Σοφοκλέους. Κανείς δεν αντιλέγει ότι οι μετοχές των τραπεζών και δη των μεγάλων είναι «σίγουρα χαρτιά» αλλά «πόσο καιρό θα περιμένω για να ξαναπιάσω το κεφάλαιό μου;» αναρωτιούνται μικροεπενδυτές που δεν λειτούργησαν ως τζογαδόροι, επένδυσαν εδώ και καιρό στις τράπεζες και τώρα βλέπουν να τιμωρούνται για τη μακροπρόθεσμη επενδυτική τακτική τους. Και αν, από την άλλη πλευρά, οι μετοχές των τραπεζών ανήκουν στην ελίτ των τίτλων του ελληνικού χρηματιστηρίου, τότε γιατί τόση απαξίωση από πλευράς ξένων επενδυτών; Τελικώς είναι ακριβές οι ελληνικές τραπεζικές μετοχές; Θα ξαναεπενδύσουν σε αυτές οι ξένοι θεσμικοί, δίνοντας το έναυσμα ανόδου των τιμών τους και ξαναβάζοντας στο «παιχνίδι» τους εγχώριους επενδυτές; «Να μπω, να βγω, πόσο να περιμένω;» είναι τα απλά πλην όμως αγωνιώδη ερωτήματα για κάποιον που επένδυσε τις οικονομίες του σε μετοχές τραπεζών, ελπίζοντας σε κάτι παραπάνω από το ταμιευτήριο…