Φοβού τους Βρετανούς και δώρα φέροντας




Πρέπει να έχουν περάσει πάνω – κάτω έξι χρόνια από τότε που πρωτοβρέθηκα, ένα αποπνικτικό, «βαρύ» και υγρό πρωινό, να περπατώ στους δρόμους της Πρετόριας για χάρη του προέδρου Κρούγκερ. Μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια έχουν αλλάξει πολλά στην επικράτειά του. Πολύ περισσότερα και από όσα ακόμη φαντάζονταν οι ηλιοκαμένοι άνθρωποί του. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος: ο σιδηρόδρομος είχε «εισβάλει» στη Δημοκρατία του Κρούγκερ ­ φανταστείτε τον «πυρετό» που είχε φέρει στην επικράτεια ­ και η παραγωγή του χρυσού, με σταθερά, διαρκή άλματα, είχε εκτιναχθεί στα ύψη. Ο σιδηρόδρομος ήρθε σε μια εποχή σιτοδείας και ταραχών. Την εποχή δηλαδή που ο Ραντ είχε χρεοκοπήσει και δεν ήταν σε θέση να πληρώσει καμιά εισφορά. Την εποχή της ανοικοδόμησης της Πρετόριας, τότε που άλλαζε η όψη της πόλης ­ από το κτίριο όπου στεγαζόταν το επιτελείο του «λέοντος Πάουλ» ως το καπνοπωλείο του Βαν Ερκομ. Από την καταθλιπτική και πληκτική γειτονιά των φτωχών με τους χωματόλακκους ως τη χρυσοφόρο περιοχή των ορυχείων. Η ιδιόρρυθμη αυτή ανοικοδόμηση έμοιαζε με υποθήκη για το μέλλον των βουκόλων Μπόερς. Η ανάπτυξη ήταν εδώ και είχε έρθει για να μείνει…


Πολιτικά πάντως τίποτε δεν είχε αλλάξει. Το Γιοχάνεσμπουργκ «παράγει» πολιτική μόνο σε περιόδους ισχνών αγελάδων. Και τώρα οι αγελάδες είναι παχιές. Οι πληβείοι ­ ο όχλος αυτός που κάποτε μαινόταν ­ τώρα σιωπούν, αν και ακόμη διοικούνται από μια δράκα ισχυρών ανθρώπων. Οι Μπόερς, αυτοί οι γενειοφόροι τύποι που κόβουν σε φέτες το παστό κρέας και το μασουλάνε καθισμένοι πάνω στις σέλες των αλόγων τους, είναι ακόμη κυρίαρχοι από τη μια άκρη του Βάαλ ως την άλλη. Και ο Στέφανους Γιοχάνες Πάουλους Κρούγκερ είναι ακόμη πρόεδρος ­ πρόεδρος για τρίτη φορά. Παρ’ ότι ορισμένοι μιλούσαν για «εκλογικό μαγείρεμα» στην τελευταία αναμέτρηση της κάλπης και παρ’ ότι κάποιοι είχαν πάρει όρκο ότι δεν θα ξαναπλένονταν ωσότου ο «λέων Πάουλ» έπεφτε από τις σφαίρες τους νεκρός!




Ετσι, κατά τις τρεις η ώρα ενός αρκετά ψυχρού για την εποχή απογεύματος του Ιουλίου, για άλλη μία φορά έβαλα πλώρη για εκείνο το χαμηλοτάβανο σπίτι που έμοιαζε με μπανγκαλόου και βρισκόταν απέναντι από το εκκλησάκι του Ντόπερ: το σπίτι του Πάουλ Κρούγκερ. Με συνόδευε ο ίδιος μεταφραστής που είχα «χρησιμοποιήσει» και στην πρώτη μας συνέντευξη, ο αγαπητός μου φίλος Γιόχαν Ρίσικ. Μέσα σε αυτά τα χρόνια ο Ρίσικ είχε γίνει ζάπλουτος και είχε προβιβασθεί σε Γενικό Επιθεωρητή του Κράτους. Ετσι μου είπαν τουλάχιστον. Δεν άκουσα όμως κουβέντα ούτε για το «ετοιμοπόλεμον» του χαρακτήρος του, ούτε για το ρίσκο που του αρέσει να παίρνει μπαίνοντας σε μπελάδες για χάρη άλλων ανθρώπων, ούτε για την τυφλή εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο Κρούγκερ, τόσο ως μεταφραστή όσο και ως ανώτερου λειτουργού του κράτους.


Ο Πάουλ Κρούγκερ τώρα, στα 71 του, είναι λίγο πιο ασπρισμένος στα μαλλιά και λίγο πιο διεφθαρμένος στην ψυχή απ’ ό,τι ήταν στα εξήντα πέντε του χρόνια. Κατά τα άλλα, ολόιδιος. Ο γνωστός «λέων» Πάουλ Κρούγκερ, από την κορυφή ως τα νύχια. Ούτε στον χώρο έχει αλλάξει τίποτα. Η ίδια χωριάτικη επίπλωση, το ίδιο χαλάκι στο σαλόνι, τα ίδια καλύμματα στις πολυθρόνες.




Με ένα νεύμα μάς έδειξε δύο καρέκλες. Πήρε μια τρίτη, την τοποθέτησε απέναντί μας, σχεδόν «εξ επαφής», κάθησε και μας κοίταξε στα μάτια με το ύφος των Μπόερ. Αναψε την απαραίτητη πίπα. Αρχισε να ρουφάει και να ξεφυσάει στον αέρα σχηματίζοντας δαχτυλίδια καπνού. Θεέ μου, τι απάθεια είναι αυτή! Τι βοϊδίσια μάτια! Μειλίχια ­ επιεικώς στοχαστικά! Δώσ’ του όμως την αφορμή να μπει στο θέμα που τον καίει και αμέσως ξυπνάει. Βροντάει σαν κεραυνός και αστράφτει σαν δίκοπη σπάθα. «Οι μεγάλοι άνδρες» είπε κάποτε ο Τσάμπερλεν «είναι σαν τα μεγάλα βουνά». Αν όντως ισχύει αυτό, ο «Πάουλμπεργκ» [σ.τ.μ. Berg στα γερμανικά σημαίνει βουνό] είναι ένα ηφαίστειο εν υπνώσει.


Κάπως έπρεπε να ξεκινήσω: «Στην τελευταία κουβέντα που είχαμε… Ελπίζω, πρόεδρε, να μπορέσω να χρησιμοποιήσω λίγο τα φτωχά μου νοτιοαφρικάνικα ολλανδικά… Δεν είχα, ξέρετε, ευκαιρία να μάθω καλά τη γλώσσα…».


«Χμ! Ωστε έτσι!..».


Από το επιφώνημα-βρυχηθμό και τη μονολεκτική απάντηση κατάλαβα ότι στην ευγενική πρόθεσή μου να μιλήσω στη γλώσσα του με τα σπασμένα ολλανδικά μου δεν έδινε δεκάρα. Επανήλθα λοιπόν στο θέμα της προηγούμενης συνάντησής μας και πρόφερα τη μαγική λέξη: Σουαζιλάνδη! «Τελικά την πήρατε τη Σουαζιλάνδη!..».


Σαν να είπα: «Σουσάμι, άνοιξε!». Ο πρόεδρος κάρφωσε τώρα με τα μάτια του τον μεταφραστή. Αγρίεψε. Τινάχτηκε προς τα πίσω και με επανέφερε στην τάξη:


«Το σωστό είναι: «Τελικά τη Σουαζιλάνδη την ενσωματώσατε στη Δημοκρατία σας»!». (Τι ακριβώς σημαίνει η φράση αυτή μονάχα ένας Θεός το ξέρει!).




– Μα, πρόεδρε, αυτό είναι τυπικό. Καθαρά θέμα διατύπωσης…


Εκανα έναν διπλωματικό φραστικό ελιγμό μπας και τον «ρίξω». Συνήθως «τσιμπάνε» και «πέφτουν», μόνο όμως όσοι είναι διατεθειμένοι να εξαπατηθούν ­ όχι ο Κρούγκερ. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι στην Αγγλία πάρα πολλοί άνθρωποι (και εννοώ πολύ καλής πάστας άνθρωποι) ακούνε Μπόερς και βγάζουν φλύκταινες. Εχουν προκατάληψη απέναντι σε οτιδήποτε αφορά τους ιθαγενείς. Οπότε ο «Πάουλμπεργκ» πρέπει μονίμως να είναι σε επιφυλακή. Να τους υπερασπίζεται.


«Δεν είναι καθόλου τυπικό. Εχω καθήκον, ξέρετε, να υπερασπίζομαι τον λαό μου ­ αυτόν τον δύσκολο λαό. Από τη μεριά μου εγώ το έκανα το καθήκον μου. Τήρησα τις υποσχέσεις μου. Η βρετανική κυβέρνηση δεν τις τήρησε! Εγώ έπαιξα τη θέση μου κορόνα – γράμματα για να είμαι εντάξει, ακριβώς επειδή είχα δώσει τον λόγο μου…».


– Πώς; Χαμηλώνοντας τους τόνους; Αναστέλλοντας το «μεγάλο οδοιπορικό», την επεκτατική πορεία που σχεδίαζαν οι δικοί σας;


«Ναι. Πήρα μεγάλο πολιτικό ρίσκο, αλλά το έκανα. Και τότε ακριβώς, όταν υποχώρησα, αθέτησε τις υποσχέσεις της η βρετανική κυβέρνηση».


– Πήρατε όμως ­ ή τουλάχιστον θα πάρετε ­ αυτό που θέλατε: τη Σουαζιλάνδη…


«Τη Σουαζιλάνδη; Και τι είναι η Σουαζιλάνδη; Ενα τίποτα! Τίποτα δεν σημαίνει η Σουαζιλάνδη για μας! Δεν λέω, ίσως υπάρχει λίγος χρυσός. Μερικά ψήγματα χρυσού και μερικά κοπάδια ζώα. Αυτά έχει η Σουαζιλάνδη. Δηλαδή ένα μεγάλο τίποτα!».


Εκστόμισε αυτές τις λέξεις με τόση ένταση και πάθος που ασυναίσθητα είχε σφίξει την πίπα στα χέρια του σαν να ήθελε να την πνίξει. Την έφερνε στο στόμα του, την δάγκωνε, την άφηνε για λίγο για να πει μια κουβέντα και μετά την έσφιγγε ξανά με τα δόντια. Μια γκιλοτίνα που έβγαζε καπνό ήταν το στόμα του. Αλλά και εγώ επέδειξα τόλμη:




– Πριν από έξι χρόνια όμως δεν λέγατε το ίδιο… Τότε η Σουαζιλάνδη δεν ήταν «ένα μεγάλο τίποτα;».


«Το έχω πει χίλιες φορές. Τίποτα δεν αξίζει όσο η διέξοδος προς τη θάλασσα. Είμαι σαφής και νομίζω ότι ύστερα από τόσον καιρό έχω γίνει πλέον αντιληπτός. Τώρα τι κάνουν αυτοί; Μου παίρνουν έναν θησαυρό ­ μου στερούν δηλαδή τη θάλασσα ­ και αντ’ αυτού μου δίνουν ψιχία».


Επρεπε να στρέψω τη συζήτηση στο θέμα της Ζάμπια και της Ουμπεγκίζα, ήταν σαφές. Θα έκανα προσωρινή ανακωχή αλλά δεν θα δήλωνα παραίτηση από το θέμα της Σουαζιλάνδης. Πέταξα ένα «Wacht en beitje!» γνωρίζοντας ότι είναι η αγαπημένη έκφραση των Μπόερς όταν θέλουν να βάλουν τελεία σε μια συζήτηση που δεν οδηγεί πουθενά, και ο Θεός βοηθός!..


– Μια στιγμή, πρόεδρε… Σας παρακαλώ! Πριν από έξι χρόνια μού είχατε πει επί λέξει: «Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο». Δεν μπορείτε να περιμένετε τα πάντα από το τίποτα. Αν κατάλαβα καλά, υποστηρίζετε ότι η Σουαζιλάνδη ήταν το «δόλωμα» που σας έδινε το δικαίωμα να επεκταθείτε προς Ανατολάς προκειμένου να παραιτηθείτε από την προς Βορράν επέκτασή σας. Σίγουρα το ζητούμενο είναι η θάλασσα ­ υπό τον όρο, βεβαίως, να προσχωρήσετε σε μια ευρύτερη συμμαχία.


«Να! Κοιτάξτε! Φανταστείτε ότι κάπως έτσι έχουν τα πράγματα (το γέρικο λιοντάρι έδραξε την ευκαιρία και επιτέθηκε ακαριαία στο θήραμά του. Αφησε για λίγο την πίπα του, σήκωσε δύο από τα ­ όχι και τόσο κομψά, ομολογουμένως ­ δάχτυλα του δεξιού του χεριού και άρχισε να τα χτυπάει ρυθμικά με τον δείκτη του αριστερού του χεριού)… «Εδώ είναι το μεγάλο οδοιπορικό που λέτε κι εσείς και εδώ το λιμάνι...».


– Οχι! Οχι ακριβώς!.. (Τον διέκοψα ελπίζοντας να μην έχω διαπράξει τραγικό σφάλμα. Εκανα κι εγώ την ίδια παντομίμα.) Εδώ είναι το μεγάλο οδοιπορικό, εδώ είναι η Σουαζιλάνδη και εδώ (σήκωσα ένα τρίτο δάχτυλο) είναι το λιμάνι σας, το οποίο στρέφεται (σήκωσα και τέταρτο δάχτυλο) κατά της δικής μας συμμαχίας, κατά των συμφερόντων της ένωσής μας…




Ο πρόεδρος παραιτήθηκε από την παντομίμα με τα δάχτυλα και βάλθηκε να σχηματίζει νέα αλλόκοτα σχήματα. Γύρισε προς το τραπέζι, έπιασε μια μεγάλη θήκη καπνού που βρήκε ακουμπισμένη δίπλα σε μια τεράστια Βίβλο και γραπώνοντας με το άλλο χέρι ένα κουτί σπίρτα το τοποθέτησε απέναντι, έτοιμος για την «ανταλλαγή».


«Αυτό (η καπνοσακούλα) είναι ο δρόμος προς τη θάλασσα, της Σουαζιλάνδης περιλαμβανομένης, η οποία μας χρησιμεύει μόνο ως μέρος της οδού που θα μας οδηγήσει στη θάλασσα. Αυτό (το σπιρτόκουτο) είναι το τμήμα της ακτής όπου θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε λιμάνι και αυτό (το κουτί με τα σπίρτα και πάλι) ακριβώς είναι κάτι παραπάνω από διέξοδος στη θάλασσα. Γιατί αυτό (ξανά το σπιρτόκουτο) vryhandel. (Σαφώς κάτι ήθελε να πει για τη ζώνη ελευθέρου εμπορίου μεταξύ της ομοσπονδίας). Αλλά γι’ αυτό (έπιασε την καπνοσακούλα αυτή τη φορά) εγώ ήδη έδωσα ό,τι είχα να δώσω. Εχω ήδη παραχωρήσει όσα υποσχέθηκα. Αλλά εσείς (άρπαξε απότομα την καπνοσακούλα, τη σήκωσε, την πέταξε με φόρα και εκείνη έκανε τσουλήθρα πάνω στο τραπέζι) ακόμη δεν μου έχετε δώσει τίποτα. Και όχι μόνον αυτό. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται αποκλείετε αυτό το ενδεχόμενο κιόλας!».


Πήρε πίσω τη θήκη που είχε γλιστρήσει στην άλλη άκρη του τραπεζιού, ξαναγέμισε την πίπα του που την είχε παραμελήσει τόσην ώρα και ­ πουφ, πουφ, πουφ, πουφ ­ σχημάτισε τέσσερα μεγάλα σύννεφα καπνού. Το μήνυμα που μου είχε δώσει ήταν σαφές. Σαν αστραπή πέρασε από το κεφάλι μου μια λαμπρή ιδέα που ήμουν βέβαιος ότι θα με σώσει:


– Ομως, πρόεδρε, σας δώσαμε την ευκαιρία να αποκτήσετε διέξοδο προς τη θάλασσα με τη Συνθήκη του 1890, αλλά οι δικοί σας, οι Ράαντ, την απέρριψαν. Τώρα, με τη νέα συνθήκη, βεβαίως δεν σας ξαναδόθηκε η ευκαιρία. Την είχατε την ευκαιρία, αλλά την χάσατε…


Τώρα μιλούσαν τα «όπλα»… Η δική μου σφαίρα είχε εκτοξευθεί πρώτη. Σίγουρα κάτι θα πρέπει να ήθελε να πει για τους ανυπάκουους Ράαντ αλλά το μόνο που άκουσα εγώ από το στόμα του ήταν ότι οι δικοί του διαφωνούσαν κάθετα με εκείνον τον διακανονισμό του 1890. Τον ρώτησα τι ακριβώς ζητούσαν αλλά ο γερο-Πάουλμπεργκ αντί απαντήσεως πήγε στο διπλανό δωμάτιο και γύρισε με μια περιστρεφόμενη υδρόγειο. Ξαναπλησιάσαμε στο τραπέζι. Ακούμπησε την υδρόγειο, την σταθεροποίησε με το ένα χέρι στην Αφρική και έδειξε τη Σουαζιλάνδη, αυτή την «αδιέξοδη, ανάμεσα σε δύο προσαρτήσεις», άχρηστη κατά τη γνώμη του, αλλά μοιραία λωρίδα γης. Χαρακτήρισε και πάλι τον δρόμο προς το Κόζι Μπέι ένα «τίποτα». Είπε ότι το παζάρι με τη Βρετανία ήταν άκαρπο. Μετά υποτίμησε το ίδιο το Κόζι Μπέι. Σε βαθμό που να αναρωτηθώ αν αυτός ο ηλικιωμένος άνδρας που στεκόταν απέναντί μου ήθελε πράγματι να αποκτήσει λιμάνι στο Κόζι. Μετά έδειξε προς το Σορντουάνα Μπέι, απέναντι ακριβώς από τη Δημοκρατία του. Αυτό το λιμάνι όμως είναι μέρος της Χώρας των Ζουλού και εδώ έμπαινε στη μέση και το Νατάλ ­ οπότε μιλάμε για «απαγορευμένη ζώνη» της βρετανικής αυτοκρατορίας. Αυτή τη φορά άγγιξε με το δάχτυλό του τον ποταμό Πόνγκο, που συνδέει αυτή τη νοτιοανατολική γωνιά της Δημοκρατίας, μέσω της πεδινής περιοχής της Τόνγκα, με τη νότια «σφήνα» του Ντελάγκοα Μπέιμ ­ λες και μπορούσε να αποκτήσει δεύτερη λωρίδα γης, και μαζί της τον εξ ημισείας πορτογαλικό σιδηρόδρομο αλλά και το καθ’ ολοκληρίαν πορτογαλικό λιμάνι. Τελικά όμως αποσαφήνισε ότι αυτό που τον ενδιέφερε ήταν μια «σφήνα», μέσω μιας νέας κτήσης, ανάμεσα στη Δημοκρατία του και στο προτεκτοράτο Τόνγκα ώστε να «βλέπει» προς τη θάλασσα μέσω του κομματιού αυτού των πορτογαλικών συνόρων και της Χώρας των Ζουλού. Τον ρώτησα ποια είναι εν πάση περιπτώσει η αξία των συνομιλιών και μπήκε κατευθείαν «στο ψητό»:


«Δηλαδή, στην πράξη, μου λέτε «βούλωσ’ το και περιορίσου στο Kraal, μέσα σ’ αυτή τη νοτιοαφρικανική μάντρα σου για πάντα!»».




Ενωσε τους αντίχειρες και τους δείκτες των χεριών του για να σχηματίσει τον κύκλο της «μάντρας» του, του kraal, όπως ακριβώς είχε κάνει για το ίδιο θέμα έξι χρόνια πριν. Οπως και τότε έτσι και τώρα, η φωνή του και τα χαρακτηριστικά του αλλοιώθηκαν από το πάθος ­ σημάδι της πάλης του γηραιού άνδρα με τη Μοίρα. Για άλλη μια φορά διέκρινα τη θλίψη που έκρυβε αυτό το άνοιγμα του τεντωμένου αντίχειρα που όριζε το «κράαλ». Θυμήθηκα την παλιά ιστορία του μικρού Πάουλους που προσπάθησε από πείσμα να κόψει τον αντίχειρά του με τον σουγιά του. Εκείνο το παιδί ήταν ο πραγματικός «πατέρας» του γηραιού Πάουλ που είχα απέναντί μου ­ αυτού του άνδρα που ποτέ δεν ξεχνάει, ποτέ δεν υποχωρεί, που δεν ξέρει να κάμπτεται, που είναι καχύποπτος πάντα.


– Και αν, πείτε αν…, πρόεδρε, η βρετανική κυβέρνηση δεχθεί να διαπραγματευθεί μαζί σας αυτή τη λωρίδα γης;


«Το έργο το έχουμε ξαναδεί πολλές φορές. Η Μεγάλη Βρετανία ένα πράγμα ξέρει να λέει: «Θα εξετάσουμε και θα δούμε με καλό μάτι τα αιτήματα της Δημοκρατίας σας υπό τον όρο ότι θα μας παραχωρήσετε κι εσείς κάτι παραπάνω». Και μετά πάλι τα ίδια: «Τώρα που εξασφαλίσατε την υπόσχεση της ευνοϊκής μεταχείρισης δώστε κάτι παραπάνω»… Και πάει λέγοντας…».


Τι μπορούσα να πω; Τίποτε. Το σαρκαστικό σκαρίφημα που είχε σχηματίσει το γέρικο «λιοντάρι» πάνω στο τραπέζι για το θέμα της Σουαζιλάνδης είχε κατατροπώσει τη διπλωματία μας. Είχα έρθει σε φοβερά δύσκολη θέση. Επιασα από αμηχανία, σαν ηλίθιος, τη θήκη του καπνού και χωρίς να το θέλω θυμήθηκα ότι οι Γάλλοι όταν θέλουν να πουν «καπνοσακούλα» ή «απάτη» χρησιμοποιούν την ίδια λέξη: «vague». Σαν υπνωτισμένος, μέσα στην αμηχανία μου, έπιασα στα χέρια μου το άλλο σύμβολο του προέδρου, το σπιρτόκουτο. Αντιγράφοντας την παντομίμα του, έφερα αντιμέτωπα τα δύο αντικείμενα. Καθώς τα οδήγησα σε «μετωπική σύγκρουση», είπα:




– Ξέρετε τι νομίζω, πρόεδρε; Οτι εσείς κι εμείς είμαστε σαν δύο άγριοι που ανταλλάσσουν θησαυρούς. Καμιά από τις δύο πλευρές δεν δείχνει την παραμικρή διάθεση να εμπιστευθεί την άλλη. Ούτε καμιά από τις δύο θέλει να ορίσει πρώτη το αντίτιμο για να κλείσει η συμφωνία.


Ο πρόεδρος άρχισε να περιστρέφει τον χάρτη. Ξαναγυρίσαμε στις καρέκλες μας. Τον διαβεβαίωσα με όλη μου την ψυχή ότι η Αγγλία δεν θεωρούσε εχθρικές τις βλέψεις του προς τη θάλασσα και ότι πιθανώς στο μέλλον να ανέπτυσσε φιλική σχέση με τη βρετανική κυβέρνηση.


– Θα μπορούσατε να επισκεφθείτε για άλλη μία φορά την Αγγλία, πρόεδρε. Να σας παραθέσουν επίσημο δείπνο και να…


«Οποτε μου παραθέτουν δείπνο είναι βέβαιο ότι θέλουν κάτι από μένα».


Η απάντησή του ήταν κυνική. Και η έκφρασή του παγωμένη, χωρίς ίχνος χαμόγελου. Η παύση που ακολούθησε συνοδεύτηκε από αρκετά σύννεφα καπνού. Επιστρέψαμε στο θέμα των νέων προσαρτήσεων. Ενιωσε να τον πνίγει το δίκιο του:


«Ο,τι έγινε, έγινε. Εγώ ούτε παζάρεψα, ούτε απείλησα ποτέ…».


Η γεύση της αλήθειας ήταν δυσάρεστη. Το θέμα των προσαρτήσεων είχε επιπέσει στο κεφάλι του ως απειλή μετά το σκανδαλώδες ενδιαφέρον που επέδειξε ο κ. Κρούγκερ προς τη Γερμανία.


– Ετσι είναι αυτά, πρόεδρε. Μία σου και μία μου…


««Μία σου και μία μου»! Γιατί; Τι έκανα;».


Ασφαλώς και είχε κάνει κάτι. Δεν ήταν ώρα για γενικότητες. Αμέσως θα μπορούσα να του αναφέρω την «αριστερή» ομιλία του στο Κάιζερ-Κόμερτς που έφερε τη Γερμανία και την Αγγλία αντιμέτωπες. Δεν άντεξα και διατύπωσα τη σκέψη μου φωναχτά.


Εξοργίστηκε. Αρχισε να εξαπολύει μύδρους εναντίον των δημοσιογράφων και του Τύπου. Οι εφημερίδες έπρεπε κάθε τρεις και μία να εφευρίσκουν κάτι για να ξαφνιάζουν τους αναγνώστες τους. Μπροστά σ’ αυτή την ανάγκη της «αγοράς» δεν δίσταζαν ακόμη και να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό ήταν απόλυτα βέβαιος. Εξίσου παραπλανητικό μπορούσε να είναι όμως και το ξέσπασμά του.


– Τότε ποια είναι η αλήθεια;


Ξεγλίστρησε. Ηταν σαν να μου έλεγε: «Καλά, ό,τι έγραψαν οι εφημερίδες, έγραψαν. Πάει αυτό. Τελείωσε τώρα». Δεν αιφνιδιάστηκα με την εξήγηση περί «αστείου» και «φάρσας». Ο,τι και αν είχε πει, το θέμα ήταν ότι το «αστείο» αυτό είχε στρέψει τη Βρετανία εναντίον των Γερμανών. Πήρε μια έκφραση σαν να ήθελε να προστατεύσει το πρόσωπό του από την απειλή μπουνιάς. Οχι, μου είπε, οι προθέσεις του δεν ήταν κακές. Ούτε είχε σκοπό να αναμείξει τους Γερμανούς στα εσωτερικά του ­ τουλάχιστον όχι περισσότερο από όσο είχε επιτρέψει στους Βρετανούς.


– Δεν είναι δυνατόν, πρόεδρε, να βάζετε τη Γερμανία και την Αγγλία στο ίδιο καζάνι… Δεν είναι δυνατόν να εκχωρήσετε ίσα δικαιώματα στους Γερμανούς!..


«Μου αρνείσθε δηλαδή το δικαίωμα να προσβλέπω στην ηθική υποστήριξη άλλων δυνάμεων!».


– Ασφαλώς! Εξάλλου είναι όρος της συνθήκης για τη νοτιοαφρικανική ενότητα!..


«Φανταστείτε λοιπόν ότι η Αγγλία μού ζητάει να κόψω τον λαιμό μου. Προς Θεού, δεν λέω ότι μου το ζήτησε ήδη… Κάντε όμως την υπόθεση. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω την υποστήριξη της Γερμανίας;».


– Δεν σας ζητάει να κόψετε τον λαιμό σας αυτός που σας παραχωρεί την ανεξαρτησία σας. Οσο για την ηθική υποστήριξη, τι υποστήριξη θα βρείτε, νομίζετε, με αυτή τη μορφή ανεξαρτησίας που επιδιώκετε εσείς; Ούτε η Γερμανία ούτε η Γαλλία ούτε η Ευρώπη γενικότερα θα σας υποστηρίξουν, σας διαβεβαιώ. Η μόνη βοήθεια που θα βρείτε είναι των «συγγενών σας εξ αίματος», της Αποικίας του Ακρωτηρίου δηλαδή.


«Γνωρίζω πολύ καλά τι έχει κάνει το Ακρωτήριο για μένα. Εξάλλου δεν σκοπεύω να αναμείξω άνευ λόγου τους Ευρωπαίους στα εσωτερικά μου…».


Διέγνωσα την ανησυχία στο βλέμμα του. Είχα το επάνω χέρι. Ηταν ώρα να τον πιέσω και να αποσπάσω μια ­ οποιαδήποτε ­ επίσημη δήλωση.


– Εχετε θυμώσει με τους βρετανικούς χειρισμούς, αλλά και οι άλλοι τα ίδια κάνουν ­ η Γαλλία στη Μαδαγασκάρη, η Γερμανία επίσης προτίθεται να εμπλακεί στη διανομή των εδαφών… Τα γνωρίζετε πολύ καλά αυτά. Οσο για τη Σουαζιλάνδη, μπορεί αυτή τη στιγμή που ενσωματώνεται στη Δημοκρατία σας να μην έχει ιδιαίτερη αξία ως λωρίδα γης, αλλά στο μέλλον μπορεί να…


«Η Σουαζιλάνδη δικαιωματικά μάς ανήκε ήδη! Ολα αυτά ήταν δικά μας (κάνει μια αόριστη χειρονομία προς την υδρόγειο). Ακόμη και το Νατάλ. Είναι σαν να μου κλέβεις το ρολόι μου (έβγαλε ένα πολύ όμορφο ρολόι από την αλυσίδα που κρεμόταν στο γιλέκο του, το σφράγισε και με τρεμάμενα χέρια το εναπόθεσε στα αμήχανα δικά μου). Μου κλέβεις λοιπόν το ρολόι μου και μετά μου λες: «Κοίτα, σου δίνω αυτό. Είναι πολύ ωραίο δώρο. Θα έπρεπε να είσαι ευγνώμων!». Ε, λοιπόν, όχι! Δεν πρόκειται να τηρήσω εχθρική στάση απέναντι στους Γερμανούς επειδή το θέλετε εσείς!».


Ετρεμε από οργή. Του είχε ανέβει η πίεση. Μετά, συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είχε εκστομίσει, θύμωσε ακόμη περισσότερο:


«Απαιτώ να μη δημοσιευθεί αυτή η συνομιλία! Επ’ ουδενί δεν πρέπει να δημοσιευθεί! Μην ξεχνάτε ότι απλώς δέχθηκα να κάνουμε μια φιλική και εμπιστευτική κουβέντα…».


Είχα μπει σε μεγάλο μπελά. Πώς μπορεί να τα βάλει κανείς με τον άρχοντα των συνεντεύξεων; Τουλάχιστον είχα νικήσει στα σημεία. Πήρα απόφαση ότι η εφημερίδα μου θα είχε χάσει ένα άκρως ενδιαφέρον δημοσίευμα. Είχα εξωθήσει τον «Ουμ» (Oom), τον «Θείο» όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι δικοί του, στα άκρα. Εκείνη η «γερμανόφιλη» ομιλία του ήταν μεγάλη γκάφα. Το γνώριζε πολύ καλά. Γι’ αυτό και αποφάσισε να με τιμωρήσει. Τόσο αμείλικτος, τόσο ανελέητος λοιπόν ήταν; Οχι. Κάθε άλλο. Ο θυμός του ήταν στιγμιαίος. Ξέσπασμα ήταν και πέρασε. Δόθηκαν οι αμοιβαίες εξηγήσεις. Μου ζήτησε μάλιστα και συγγνώμη. Η θερμοκρασία επέστρεψε στα κανονικά για την εποχή επίπεδα… Το εμπάργκο για τη δημοσίευση της συνέντευξης είχε αρθεί. Τελευταία στιγμή κατάφερα και έσωσα το ωραίο μου δημοσίευμα από τα κοφτερά του δόντια.


Θυμήθηκε τη φιλοξενία των Μπόερς και σηκώθηκε για να παραγγείλει καφέ. Επιστρέφοντας θεώρησε σκόπιμο να περιστρέψει και τη συζήτηση σε πιο «φιλικά» θέματα. Και εγώ το ίδιο:


– Πώς θα σας φαινόταν να παζαρέψετε μαζί μου, πρόεδρε, το λιμάνι σας, όπως κάνατε έξι χρόνια πριν με τη Σουαζιλάνδη; Θα ήθελα μια ειλικρινή τοποθέτησή σας, την οποία και θα μεταφέρω στη βρετανική κοινή γνώμη. Οι συνάδελφοί μου στο Λονδίνο, ξέρετε, περιμένουν πώς και πώς…


«Δηλαδή!..».


– Κατ’ αρχήν υπάρχει ένα θέμα με τον σιδηρόδρομο…


«Το Ακρωτήριο ζητάει πολλά. (Ελαφρώς συνοφρυώθηκε.) Εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε τόσα…».


– Ας κάνουμε μια υπόθεση. Αφού εκμεταλλευόμαστε από κοινού όλες τις γραμμές, με τους ρυθμούς της αγοράς ­ πείτε ότι θα πάρει δεκαοκτώ μήνες ή ακόμη και δύο χρόνια ­, από ένα σημείο και μετά θα μπορούμε να διανείμουμε και τα κέρδη. Αν σας παραχωρούσαν το λιμάνι ή ό,τι άλλο ζητήσετε, θα δεχόσασταν; Υποθέστε ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν θα ήθελε να «ρίξει» την άλλη και ότι τα βάζετε κάτω και λέτε: Λιμάνι και σιδηρόδρομος αντί της προσχωρήσεώς σας στη βρετανική τελωνειακή ένωση. Τι απαντάτε: Ναι ή όχι;


«Δεν μπορώ να απαντήσω έτσι επιπόλαια ούτε με ένα «ναι» ούτε με ένα «όχι». Εξαρτάται από τους όρους. Θα πρέπει να δώσουμε και να πάρουμε. Οχι να δώσουμε χωρίς κανένα αντάλλαγμα και πάλι…».


Περιττό να επισημάνω ότι του πήρε αρκετή ώρα και μεγάλη ποσότητα καπνού για να «χωνέψει» την αναπάντεχη και γενναιόδωρη προσφορά μου ­ να συνέλθει από τον ανεμοστρόβιλο της ανεύθυνης διπλωματίας μου…


«Σας ξαναλέω, εξαρτάται. Δεν αξίζει να δώσουμε στο Τράνσβααλ ένα λιμάνι που θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκοπεί η Δημοκρατία από την υπόλοιπη Αφρική. Δηλαδή τι θα πουν το Νατάλ και το Ακρωτήριο; «Το Τράνσβααλ είναι πλούσιο αλλά εμείς είμαστε φτωχοί»; Ή «έχουμε λιμάνι και δεν έχουμε κατ’ ουσίαν τίποτα»;».


– Πώς διαχωρίζεστε έτσι δηλαδή; Θέλετε να αποκοπείτε και να αποκόψετε τις περιοχές αυτές μεταξύ τους;


«Δεν θέλω να αποκόψω κανέναν. Το μόνο που επιδιώκω με αυτή μου την κίνηση είναι να αποτρέψω τη συσπείρωση των υπολοίπων εναντίον μου…».


– Δηλαδή δέχεστε να το διαπραγματευθείτε;


«Μπορώ να εγγυηθώ την ίση μεταχείριση ως προς το λιμάνι. Και να υποσχεθώ ότι θα είναι εξίσου ανοιχτό στη Βρετανία, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο».


– Ακόμη και αν η κατανομή των σιδηροδρομικών τελών είναι άνιση;


«Οχι. Αυτό είναι άλλο ζήτημα, που θα πρέπει να το εξετάσουμε μαζί με το θέμα του λιμανιού».


– Δεν είστε δηλαδή αντίθετος σε μια ταυτόχρονη ρύθμιση ή σ’ αυτά που σας πρότεινα…


«Οχι. Είμαι ανοιχτός απέναντι σε οποιονδήποτε διακανονισμό αρκεί να είναι λογικός, δίκαιος και, εννοείται, να μας ευνοεί. Υπό αυτούς τους όρους δεν θα επωφεληθούμε μόνον εμείς, αλλά όλες οι δημοκρατίες και οι αποικίες. Θα είναι προς το κοινό συμφέρον και το κοινό καλό».


Διατυπώνοντας αυτές τις θέσεις ο πρόεδρος εννοούσε ότι η συνέντευξη τελειώνει εδώ. Και οφείλω να ομολογήσω ότι είχε διαρκέσει περισσότερο από μία ώρα. Ηλπιζα να μην έχω καταχραστεί την ευγένειά του. Ωστόσο υπήρχε ακόμη μία ερώτηση που έπρεπε πάση θυσία να κάνω. Δεν θα έφευγα αν δεν έπαιρνα απάντηση για το θέμα των προνομίων και του δικαιώματος ψήφου. Σε ό,τι με αφορά, τους «εξωτερικούς» λογαριασμούς του με τη Νότια Αφρική τους είχε τακτοποιήσει. Εκκρεμούσαν όμως τα εσωτερικά θέματα, τα οποία τόσην ώρα είχαμε αγνοήσει στη συζήτησή μας.


– Μία ερώτηση ακόμη, πρόεδρε ­ και, πιστέψτε με, αυτή τη φορά δεν ερωτώ ως Βρετανός: Η Αγγλία δεν ανακατεύεται στα εσωτερικά σας, αλλά…


Ο πρόεδρος έκανε ένα αργό καταφατικό νεύμα και παραδόθηκε μοιρολατρικά στην ερώτηση, αφήνοντάς με να εισχωρήσω στο ανεπιθύμητο θέμα που λεγόταν «εσωτερικά της Δημοκρατίας» του.


– .. έχετε συγκεντρώσει εδώ όλα τα αποβράσματα της γης. Επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχετε…


Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω τη φράση μου και… Μπουπ, μπουπ, μπουπ… Ακούστηκαν πολλά και βαριά βήματα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκαν στην αίθουσα πέντε – έξι μέλη του Κοινοβουλίου, του Φόλκσρααντ. Προφανώς είχαν ραντεβού με τον πρόεδρο. Σηκώθηκε να τους καλωσορίσει. Μαζί του σηκωθήκαμε ο κ. Ρίσικ και εγώ. Διερεύνησα την κατάσταση και έδρασα ακαριαία, προκειμένου να τους φέρω και αυτούς στη συζήτηση.


– Ας ρωτήσουμε καλύτερα αυτούς τους κυρίους (είπα προσπαθώντας να συμπληρώσω τη φράση που είχα αφήσει στη μέση και απευθύνθηκα σε έναν γενειοφόρο, φως φανάρι αγρότη, που είχε φορέσει τα καλά του για την περίσταση)… Αυτή τη στιγμή απευθύνομαι στους πολίτες της Δημοκρατίας των Μπόερς, πρόεδρε: μαζί με τους ξένους, τους «Ουιτλάντερς» («Uitlanders») που έχουν συρρεύσει εδώ, έχει μαζευτεί ένας συρφετός. Εκτός λοιπόν από όλα αυτά τα αποβράσματα της κοινωνίας, δεν υπάρχουν χιλιάδες τίμιοι φτωχοί άνθρωποι που χτίζουν το σπιτάκι τους, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, που θέλουν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους εδώ; Πώς θα ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι; Και πώς αυτοί οι έντιμοι πολίτες μπορούν να νιώθουν ασφαλείς;


Ασφαλώς αυτοί οι πέντε – έξι κατάλαβαν τι είχα ρωτήσει χάρη στον μεταφραστή. Μου έσφιξαν το χέρι ενθουσιασμένοι. Η συζήτηση γενικεύθηκε αλλά έγινε αόριστη. Απέσπασα από τον κλοιό τους τον κ. Ρίσικ και επέστρεψα στη Μεγαλειότητά του.


– Είναι και αυτοί δικοί μας, λευκοί Νοτιοαφρικανοί από το Ακρωτήριο, έτσι δεν είναι, πρόεδρε; Ενδιαφέρονται εξίσου για την ανεξαρτησία σας. Δεν είναι πράκτορες των Βρετανών…


«Ακούστε. Δεν τρέφω κανένα μίσος προς τους Βρετανούς. Κοιτάξτε αυτό το δαχτυλίδι…».


Αρχισε να παλεύει με ένα χρυσό δαχτυλίδι-αντίκα που φορούσε. Το τραβούσε για να το βγάλει αλλά αδύνατον. Τελικά το σάλιωσε. Το ήξερα αυτό το δαχτυλίδι. Ηταν δώρο ενός φίλα προς αυτόν προσκείμενου Βρετανού. Του το είχε χαρίσει όταν ο πρόεδρος είχε επισκεφθεί το Λονδίνο. «Να πάρει η ευχή μ’ αυτό το καταραμένο το δαχτυλίδι!» σκέφτηκα μέσα μου. Επέμεινα όμως:


– Σίγουρα αυτούς τους Νοτιοαφρικανούς τους εμπιστεύεστε και τους εκχωρείτε δικαίωμα ψήφου, έτσι δεν είναι; (συνέχισα προσπαθώντας να αποσπάσω την προσοχή του από το πρόβλημα του θανάσιμου χρυσού κλοιού που απειλούσε το δάχτυλό του).


«Εχουν ήδη δικαίωμα ψήφου. Αρκεί να έχουν συμπληρώσει δύο χρόνια παραμονής, τουλάχιστον…».


– Πάντως, πρόεδρε, αν βάζαμε το θέμα της υπηκοότητας σε λοταρία, άνετα θα αντάλλασσα τη βρετανική ιθαγένειά μου με τη δική σας και θα ευχόμουν να μου πέσει ο λαχνός ώστε να γίνω πολίτης της Δημοκρατίας του Τράνσβααλ. Και θα απαιτούσα γνήσια εκπροσώπηση στην κυβέρνηση της χώρας…


Τον είχα παρασύρει στη συζήτηση που δεν ήθελε: τη συνταγματική μεταρρύθμιση για την εισδοχή νέων μελών στο Κοινοβούλιο και την προσχώρηση σε ένα είδος κοινοπολιτείας. Τον διαβεβαίωσα ότι ο τρόπος εκλογής δεν θα άλλαζε, ότι οι ψηφοφόροι θα ήταν οι ίδιοι. Αντέδρασε άσχημα. Εφερε ως παράδειγμα τον εαυτό του που εκλέγεται άμεσα από τον λαό, σε αντίθεση με τον κυβερνήτη ή τον πρωθυπουργό της Αποικίας του Ακρωτηρίου, που δεν εκλέγεται απευθείας από τους ψηφοφόρους. Τον αντέκρουσα με το επιχείρημα ότι έτσι έχουμε τον έλεγχο και αποδίδουμε στον πρωθυπουργό τις ευθύνες για τα τυχόν λάθη του. Ο εκνευρισμός του είχε φθάσει στο ζενίθ:


«Σας υπενθυμίζω απλώς ότι εσείς στις αποικίες κυβερνάσθε από μαύρους! Δώσατε στους μαύρους δικαίωμα ψήφου!.. Εγώ δεν χαμπαριάζω ούτε από Εγγλέζους, ούτε από Ολλανδούς, ούτε από λευκούς Νοτιοαφρικανούς, ούτε από «Ουιτλάντερ». Εγώ ξέρω μόνο ότι υπάρχουν καλοί άνθρωποι και κακοί άνθρωποι. Οπως είπατε κι εσείς, μερικοί από τους ξένους που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εδώ είναι αποβράσματα της κοινωνίας. Συμφωνώ. Δεν μπορούμε λοιπόν να τους αφήσουμε ανεξέλεγκτους για να αποφασίσουν για την τύχη μας χωρίς να τους τεστάρουμε πρώτα ­ να περάσουν κάποια χρόνια από την εγκατάστασή τους, να δούμε πώς ζουν εδώ και μετά να αποκτήσουν δικαιώματα. Ας τσεκάρουμε πρώτα σε ποια κατηγορία κατατάσσονται… Είναι καλοί άνθρωποι; είναι κακοί; Και μετά βλέπουμε!..».


Θεέ μου, τι προφορά είναι αυτή! Χαρακτηριστικό δείγμα Μπόερ! Σας διαβεβαιώ, αναγνώστες μου, ότι δεν έχω ξανακούσει να βγαίνει από χείλη τέτοια φωνή ­ γεμάτη σφρίγος και αποφασιστικότητα. Ο «Θείος Πάουλ» περιτριγυρίστηκε από τους γενειοφόρους αγρότες του και «χάθηκε» μέσα στον ανθρώπινο αυτό κλοιό. Ετσι βάζει τελεία και παύλα ένας Μπόερ στις συζητήσεις. Και εσύ πρέπει να πιάσεις στον αέρα το σήμα του και να αποχωρήσεις σαν κύριος. Ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Η συνέντευξη αυτή ­ ελπίζω όχι και η τελευταία ­ με τον «λέοντα του Τράνσβααλ» έκλεισε από τη μεριά μου με ευχαριστίες, κολακευτικά λόγια και εγκάρδιες χειραψίες.


«Ο «Θείος Πάουλ» είναι πολύ σκληρός αντίπαλος. Αυτό μας το δίδαξε άλλωστε και το τίμημα που πληρώσαμε στη Νότια Αφρική. Μας απέδειξε όμως ότι όσο κακός εχθρός, τόσο καλός φίλος μπορεί να γίνει. Και πιστεύω, αγαπητοί μου, ότι μια τέτοια φιλία αξίζει πραγματικά τον κόπο». Αυτά τα λόγια είχα γράψει έξι χρόνια πριν, όταν τον είχα συναντήσει στην Πρετόρια. Οι δικοί μου είχαν συμφωνήσει μαζί μου και παραχώρησαν στον «Θείο Πάουλ» τη Σουαζιλάνδη. Δεν ξέρω αν θα εισακουσθώ αυτή τη φορά. Πάντως αν μου πουν ότι μέσα σε αυτά τα χρόνια που πέρασαν δεν είδαν εκ μέρους του και καμιά ένδειξη φιλίας, καμιά χειρονομία καλής θελήσεως, έχω να τους απαντήσω: Εκείνος τήρησε τις υποσχέσεις του, ενώ αυτοί είχαν το δόλωμα στα χέρια τους και του το κουνούσαν πάνω από τη μύτη του αλλά τελικά δεν του έδωσαν τίποτα. Αλλο δέλεαρ και άλλο παραχώρηση.


Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ισως το πάθος είναι «κολλητικό» και μου το μετέδωσε. Οσο για τα δικαιώματα στους «Ουιτλάντερς», είμαι βέβαιος ότι ο «Θείος Πάουλ» θα κάνει αυτό που πρέπει, την ώρα που πρέπει. Ετσι ενεργεί πάντα. Οταν κρίνει ότι κάτι είναι σωστό, ενεργεί κατάλληλα χωρίς να περιμένει να τον πιέσουν οι άλλοι. Ετσι τουλάχιστον νομίζω εγώ. Οπως και να ‘χει, αυτή τη φορά είχα την ευκαιρία μέσω των «Cape Times» να θέσω υπόψη της Βρετανίας και των αποικιών στη Νότια Αφρική τις θέσεις του Κρούγκερ. Και για μένα είναι μεγάλη τιμή αυτό.


Φωτογραφίες: Apeiron, Hellas press