Χιλιάδες νοικοκυριά έλαβαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια δάνεια, στεγαστικά και καταναλωτικά, συνολικού ύψους 20 δισ. ευρώ, τα οποία αποπληρώνονται πλέον με κυμαινόμενο επιτόκιο, γεγονός που δημιουργεί δυσκολίες στην εξόφλησή τους. Η άνοδος του κόστους δανεισμού τόσο στη διατραπεζική όσο και στην ελληνική αγορά μέσα στο 2008 έχει οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα τις μηνιαίες δόσεις των συγκεκριμένων δανειοληπτών. Η εξέλιξη αυτή ωθεί πολλούς πελάτες τραπεζών στην επαναδιαπραγμάτευση των όρων αποπληρωμής που είχαν αρχικά συμφωνηθεί. Σύμφωνα με συντηρητικούς υπολογισμούς, το 40% των εκταμιεύσεων νέων δανείων κατευθύνεται πλέον σε αναχρηματοδοτήσεις παλαιών χρεών. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορούν τις νέες χρηματοδοτήσεις αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το διάστημα Ιανουαρίου- Ιουλίου 2008 χορηγήθηκαν νέα στεγαστικά δάνεια ύψους 8,37 δισ. ευρώ. Την ίδια περίοδο όμως η αύξηση των υπολοίπων έφθασε μόλις τα 5,47 δισ. ευρώ, δηλαδή το 65% των νέων χορηγήσεων, ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες το ποσοστό αυτό θα έπρεπε να βρισκόταν σε υψηλότερα επίπεδα. Ανάλογη είναι και η εικόνα στην καταναλωτική πίστη, όπου τα νέα δάνεια έφθασαν τα 5,67 δισ. ευρώ ενώ τα υπόλοιπα της κατηγορίας αυξήθηκαν μόλις κατά το ήμισυ, ήτοι κατά 2,77 δισ. ευρώ.

Παρά το γεγονός ότι σημειώθηκαν αυξήσεις στα επιτόκια δανεισμού στο τρίτο τρίμηνο του έτους και στον Οκτώβριο, οι τράπεζες διατηρούν ελκυστικά τα προγράμματα μεταφοράς υπολοίπου τόσο στη στεγαστική όσο και στην καταναλωτική πίστη. Εξάλλου την περασμένη εβδομάδα ξεκίνησε ένας κύκλος μειώσεων των επιτοκίων από ορισμένα τραπεζικά ιδρύματα, με αφορμή τη μείωση του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο 3,25% και τη σημαντική αποκλιμάκωση του διατραπεζικού Εuribor, το οποίο βρίσκεται πλέον σε χαμηλά 16 μηνών. Δεν αποκλείεται λοιπόν να δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες στην αγορά. Αυτό σημαίνει ότι, αν κάποιος έχει την κατάλληλη πιστοληπτική ικανότητα και έχει αποδείξει ότι είναι καλοπληρωτής, έχει επιλογές για τη μείωση των δόσεών του. Για να μπορεί όμως να καταλήξει στο τι τον συμφέρει στην παρούσα φάση της κρίσης θα πρέπει να γνωρίζει όλες τις πτυχές που καθορίζουν το κόστος δανεισμού κάθε προϊόντος καθώς και τους κινδύνους που αναλαμβάνει. Υπάρχουν πάντως λύσεις που εξασφαλίζουν σταθερότητα στις δόσεις, οι οποίες ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις κοστίζουν πιο ακριβά από τις πιο ριψοκίνδυνες επιλογές. Στεγαστικά δάνεια
Υποψήφιοι για μεταφορά του δανείου τους στην τρέχουσα συγκυρία είναι όσοι βρίσκονται σε πρόγραμμα συνδεδεμένο με το Εuribor, το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες και η πορεία του δεν μπορεί να προβλεφθεί εύκολα, καθώς εξαρτάται πλέον από τον χρόνο εξόδου των χρηματαγορών από την κρίση. Πρόβλημα ενδεχομένως θα έχουν και όσοι έλαβαν δάνειο με χαμηλό σταθερό για ένα ή δύο χρόνια επιτόκιο και πλησιάζει ο καιρός μετατροπής του σε Εuribor. Αντιθέτως, όσοι αποπληρώνουν δάνειο με επιτόκιο συνδεδεμένο με αυτό της ΕΚΤ δεν συνιστάται μετά την τελευταία μείωσή του στο 3,25% να πράξουν οτιδήποτε, με δεδομένο ότι και οι προβλέψεις των αναλυτών κάνουν λόγο για περαιτέρω αποκλιμάκωσή του. Το ίδιο ισχύει και για όσους εξοφλούν δάνειο σταθερού επιτοκίου που λήγει σε διάστημα ενός έτους και άνω.

Αν λοιπόν κάποιος ανήκει στις πρώτες δύο κατηγορίες που αναφέρθηκαν και εκτιμά ότι η κατάσταση δεν θα ομαλοποιηθεί στις αγορές, θα πρέπει να ζητήσει μετατροπή του επιτοκίου του σε σταθερό διαρκείας τριών ετών ή και περισσότερο. Η πρώτη κίνηση που πρέπει να κάνει είναι να απευθυνθεί στην τράπεζά του και να ζητήσει μετατροπή των όρων του δανείου. Αν δεν βρει εκεί τη λύση που αναζητεί, θα πρέπει να ζητήσει προσφορές από άλλες τράπεζες. Για παράδειγμα, σε κάποιον που έλαβε δάνειο 150.000 ευρώ διαρκείας 25 ετών το 2004, με επιτόκιο Εuribor 1 μηνός (σήμερα 5%) πλέον περιθωρίου 1,80% (τελικό επιτόκιο 6,92%), η δόση του αυξάνεται κατά 31% σε διάστημα τεσσάρων χρόνων και συγκεκριμένα από 782 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2004 σε 1.019 ευρώ εφέτος. Ο εν λόγω πελάτης μπορεί να μεταφέρει το δάνειό του σε νέο πρόγραμμα με σταθερό επιτόκιο 5,50% για τα επόμενα τρία χρόνια και η δόση του να διαμορφωθεί σε 838 ευρώ, δηλαδή 181 ευρώ ή 18% χαμηλότερα. Ετσι θα μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τα έξοδά του για μία τριετία ανεξαρτήτως της εξέλιξης της κρίσης.

Προβληματισμός επικρατεί και σε όσους έλαβαν στεγαστικό δάνειο σε ελβετικό φράγκο, καθώς τους τελευταίους μήνες υπήρξε σημαντική διακύμανσή του έναντι του ευρώ, γεγονός που επηρέασε τις δόσεις τους. Αν το συγκεκριμένο νόμισμα ανατιμηθεί έναντι του κοινού ευρωπαϊκού, κάτι που συνέβη τους προηγούμενους μήνες, τότε θα υπάρξει αύξηση, πρώτον, της μηνιαίας δόσης και, δεύτερον, του ανεξόφλητου κεφαλαίου αποτιμημένου σε ευρώ. Δηλαδή, αν κάποιος χρωστάει στην τράπεζα 100.000 ευρώ και το φράγκο ανατιμηθεί κατά 10%, τότε η οφειλή του θα ανεβεί στις 110.000

ευρώ. Βεβαίως τα παραπάνω μπορεί να αλλάξουν προς το συμφέρον του δανειολήπτη, εφόσον αντιστραφεί η τάση και υπάρξει ανατίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου.

Για να αποφασίσει κάποιος αν τον συμφέρει να έχει δανεισμό σε ελβετικό φράγκο θα πρέπει να κατανοήσει τα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων προγραμμάτων. Τραπεζικά στελέχη τονίζουν ότι τα προϊόντα αυτά απευθύνονται σε καλά γνωρίζοντες τους όρους του παιχνιδιού. Εχουν μεν το πλεονέκτημα των χαμηλότερων επιτοκίων σε σχέση με τα αντίστοιχα του ευρώ, ωστόσο ενέχουν συναλλαγματικό κίνδυνο, ο οποίος είναι ικανός να εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό ενός μέσου νοικοκυριού. Τα συγκεκριμένα δάνεια επανήλθαν στο προσκήνιο σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια του ευρώ βρίσκονται σε ανοδική τροχιά. Σήμερα η διαφορά επιτοκίων των δύο νομισμάτων ανέρχεται σε 0,75%, που μεταφράζεται σε μηνιαίο κέρδος της τάξεως περίπου των 100 ευρώ για ένα δάνειο 100.000

ευρώ διαρκείας 20 ετών.

Το νοικοκυριό καλείται να αποφασίσει τι το συμφέρει, με βάση τις προσδοκίες του για την πορεία των αγορών και τη διάθεσή του για ανάληψη ρίσκου. Οι επιλογές του είναι οι εξής:

* Να μην πράξει απολύτως τίποτε, εφόσον εκτιμά ότι το ευρώ θα ανατιμηθεί έναντι του ελβετικού φράγκου ή θα παραμείνει σταθερό και ότι το επιτόκιο του ξένου νομίσματος θα παραμείνει στα τρέχοντα επίπεδα ή θα διατηρήσει τη διαφορά του σε σχέση με το βασικό επιτόκιο του ευρώ.

* Να αλλάξει το είδος του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό, με στόχο να εκμηδενίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο, με την προϋπόθεση όμως ότι προσδοκά ανατίμηση του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου ή μη μεταβολή της ισοτιμίας, ώστε να μην υπάρξει αύξηση του ανεξόφλητου κεφαλαίου σε ευρώ.

* Να μεταφέρει το δάνειό του σε πρόγραμμα με νόμισμα το ευρώ, ώστε να μην έχει συναλλαγματικό κίνδυνο. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να επιλέξει αν θέλει να αναλάβει επιτοκιακό κίνδυνο ή όχι. Σε κάθε περίπτωση, τα προγράμματα σε ευρώ έχουν υψηλότερα επιτόκια, ωστόσο μπορούν να εξασφαλίσουν την απόλυτη σταθερότητα στη δόση. Αν η αλλαγή του προγράμματος γίνει στην ίδια τράπεζα όπου έχει συναφθεί το δάνειο, συνήθως δεν υπάρχει κόστος, σε αντίθεση με τη μεταφορά σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, περίπτωση κατά την οποία ο δανειολήπτης θα καταβάλει ποινή πρόωρης εξόφλησης, καθώς και τα έξοδα για τη σύναψη του νέου δανείου.

Καταναλωτικά δάνεια
Τα προϊόντα συγκέντρωσης οφειλών από προϊόντα καταναλωτικής πίστης παραμένουν ελκυστικά λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών. Μάλιστα υπάρχουν προγράμματα που προσφέρουν σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκεια αποπληρωμής, τα οποία ενδείκνυνται για την τρέχουσα περίοδο. Η λογική των προϊόντων αναχρηματοδότησης είναι απλή: κάποιος που εξοφλεί σήμερα ένα ή περισσότερα καταναλωτικά δάνεια ή πιστωτικές κάρτες μπορεί να μεταφέρει το συνολικό χρέος του σε έναν νέο δανειακό λογαριασμό, με μικρότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια εξόφλησης. Το ύψος του νέου δανείου είναι δυνατόν να φθάσει σε υψηλά επίπεδα, εφόσον η πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη το επιτρέπει, ενώ η διάρκειά του μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τα 10 έτη. Η μείωση της δόσης επιτυγχάνεται τόσο από τη μείωση του επιτοκίου όσο και από την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής.

Εστω ότι ένα νοικοκυριό έχει λάβει χρηματοδότηση ύψους 25.000

ευρώ από τρεις διαφορετικές τράπεζες. Στην πρώτη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 99 ευρώ για προσωπικό δάνειο ύψους 3.000 ευρώ συνολικής διαρκείας τριών ετών, το οποίο έλαβε πριν από έναν χρόνο με επιτόκιο 11,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο μετά τον πρώτο χρόνο ανέρχεται σε 2.112 ευρώ. Στη δεύτερη τράπεζα πληρώνει μηνιαία δόση 430 ευρώ για καταναλωτικό δάνειο ύψους 20.000 ευρώ συνολικής διαρκείας πέντε ετών, το οποίο έλαβε πριν από δύο χρόνια με επιτόκιο 10,50%. Το ανεξόφλητο κεφάλαιο ύστερα από τα πρώτα δύο χρόνια ανέρχεται σε 13.226 ευρώ. Στην τρίτη τράπεζα πληρώνει ελάχιστη καταβολή 100 ευρώ για το υπόλοιπο της πιστωτικής του κάρτας, το οποίο ανέρχεται σε 2.000 ευρώ.

Συνολικά και στις τρεις τράπεζες πληρώνει μηνιαίως 630 ευρώ. Το νοικοκυριό αποφασίζει να «κλείσει» τους παραπάνω λογαριασμούς και να μεταφέρει τις οφειλές του, συνολικού ύψους 17.340 ευρώ, σε τοκοχρεολυτικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο 10% και εξόφληση σε έξι έτη. Το υπόλοιπο του νέου δανείου θα διαμορφωθεί σε 17.500 ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής της τράπεζας (160 ευρώ) για την πραγματοποίηση της όλης διαδικασίας. Η μηνιαία δόση που καλείται να πληρώσει ο πελάτης θα ανέρχεται στο ποσόν των 325 ευρώ, έναντι 630 ευρώ που πλήρωνε συνολικά προς τις τρεις τράπεζες.

Πιστωτικές κάρτες
Οι πιστωτικές κάρτες έχουν πάντα κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα λόγω του σημαντικού διαχειριστικού κόστους που έχουν οι τράπεζες. Σήμερα υπάρχουν στην αγορά λύσεις που δίνουν τη δυνατότητα άνετης και ανέξοδης αποπληρωμής των υπολοίπων σε κάρτες. Οι προσφορές των τραπεζών ποικίλλουν. Ορισμένες προσφέρουν άτοκη περίοδο η οποία μπορεί να φθάσει ως και τους 12 μήνες, άλλες πολύ χαμηλό επιτόκιο για εξόφληση του μεταφερόμενου ποσού σε διάστημα ως και δύο ετών και κάποιες επιτόκιο με έκπτωση ως και 70% σε σχέση με τα ισχύοντα για αποπληρωμή χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Επιπλέον, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρεώνεται ετήσια συνδρομή. Μια έξυπνη ιδέα λοιπόν για κάποιον που θέλει να εξοφλήσει τα παλαιά χρέη του σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να επιβαρυνθεί με τόκους είναι η μεταφορά του υπολοίπου του ανά τακτά χρονικά διαστήματα από τράπεζα σε τράπεζα, προκειμένου να εκμεταλλευθεί τις περιόδους των χαμηλών ή μηδενικών επιτοκίων.

Το κέρδος για κάποιον ο οποίος χρωστάει 5.000 ευρώ και προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του χρέους του μπορεί να φθάσει ως και τα 900 ευρώ σε διάστημα μόλις δύο ετών. Αυτό επιτυγχάνεται με τη μεταφορά του συγκεκριμένου υπολοίπου του από τράπεζα σε τράπεζα, π.χ., ανά εξάμηνο, απολαμβάνοντας μηδενικό επιτόκιο. Καταβάλλοντας το ποσόν των 200 ευρώ τον μήνα ο οφειλέτης θα έχει εξοφλήσει τις 5.000 ευρώ μέσα σε περίπου δύο χρόνια (25 μήνες) χωρίς να έχει πληρώσει ούτε ένα ευρώ σε τόκους. Αυτό βέβαια ισχύει με την προϋπόθεση ότι θα απαλλαγεί σε όλες τις περιπτώσεις από την ετήσια συνδρομή.

Πρωταθλητές στην ευρωζώνη

Τις μεγαλύτερες αυξήσεις στην ευρωζώνη «πέρασαν» οι ελληνικές τράπεζες το πρώτο επτάμηνο του 2008 τόσο στο κόστος δανεισμού στην επιχειρηματική πίστη όσο και στα κυμαινόμενα επιτόκια στη λιανική τραπεζική. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταστεί στις περισσότερες κατηγορίες χρηματοδότησης ακριβότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης με βάση τα μέσα επιτόκια που είχαν διαμορφωθεί για τα νέα δάνεια στο τέλος του περασμένου Ιουλίου. Την ίδια στιγμή όμως οι αποδόσεις των προθεσμιακών καταθέσεων στη χώρα μας, που αποτέλεσαν το τελευταίο διάστημα ένα βασικό εργαλείο χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι οι υψηλότερες σε ολόκληρη την ευρωζώνη, ξεπερνώντας το φράγμα του 5% και καταγράφοντας τη μεγαλύτερη άνοδο τους πρώτους επτά μήνες του 2008. Αντιθέτως, στα επιτόκια των λογαριασμών ταμιευτηρίου οι αυξήσεις κρίνονται αμελητέες, αφού δεν ξεπέρασαν κατά μέσο όρο το 0,02%. Αναλυτικότερα, στα επιχειρηματικά δάνεια το μέσο επιτόκιο στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 20 ως 26 ποσοστιαίες μονάδες, ανάλογα με το ποσό της χρηματοδότησης. Πρόκειται για την πέμπτη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 12 μεγαλύτερων χωρών της ευρωζώνης. Από την άλλη, στη στεγαστική πίστη το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στη χώρα μας σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στην ευρωζώνη, που έφτασε το 0,54%. Τα στεγαστικά σταθερού επιτοκίου διάρκειας από δύο ως πέντε έτη είχαν την πέμπτη μεγαλύτερη αύξηση, η οποία ανήλθε σε 0,3%. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά στεγαστικά δάνεια παραμένουν φθηνότερα σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κατά 36 ποσοστιαίες μονάδες στα κυμαινόμενα επιτόκια και κατά 74 ποσοστιαίες μονάδες στα σταθερά. Τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση επέβαλαν οι τράπεζες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και στα κυμαινόμενα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, που έφτασε το 1,55%. Αντιθέτως, τα σταθερά επιτόκια στην καταναλωτική πίστη είχαν τη μικρότερη αύξηση, η οποία δεν ξεπέρασε τις 15 ποσοστιαίες μονάδες.