Γ’
(τελευταίο)
Το Σύνταγμα της Ελλάδος ανέκαθεν αφιέρωνε ένα άρθρο στην ειδική σχέση της Πολιτείας με την Ανατολική Ορθόδοξη του Χριστού Εκκλησία, την οποία μάλιστα χαρακτηρίζει ως «επικρατούσα».
Το κείμενο της σχετικής διατάξεως παρέμεινε αναλλοίωτο, από το 1844, σε όλα τα δημοκρατικά και δικτατορικά συνταγματικά κείμενα που γνώρισε η χώρα μας και διασφάλιζε τη δογματική και κανονική ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Προσθέτως, η στερεότυπη αυτή διατύπωση διαλάμβανε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από Σύνοδο Αρχιερέων. Η εμμονή του συνταγματικού νομοθέτη στο αναλλοίωτο της διατάξεως τον έκανε να λησμονήσει ότι από το 1844, στην πορεία των ετών, και τα δύο αυτά σημεία είχαν μεταβληθεί.
Ο Τόμος του 1850 και η Πράξη του 1928 (βλ. αντιστοίχως «Το Βήμα της Κυριακής», 27.7.2008, σ. Α 48 και 31.8.2008, σ. Α 58) είχαν καθιδρύσει στην ελληνική επικράτεια ένα ιδιότυπο εκκλησιαστικό καθεστώς. Ενα μέρος της, εκείνο που ανήκε στο τότε Βασίλειο της Ελλάδος το έτος 1850, στο οποίο προστέθηκαν οι περιοχές της Επτανήσου, της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου με τις Πράξεις του 1866 και του 1882, αποτελούσε την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και άλλο μέρος της, εκείνο των Νέων Χωρών, της Κρήτης, του Αγίου Ορους και, μετά από την προσένωσή της στην Ελλάδα, της Δωδεκανήσου, υπαγόταν εκκλησιαστικώς στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αλλά και στο θέμα της συνοδικής διοικήσεως, ανώτατη εκκλησιαστική αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε αναγορευθεί, με νόμο, από το 1923 η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας, η οποία αποτελείται από όλους τους εν ενεργεία Μητροπολίτες, εκ παραλλήλου, από το 1925, με τη Διαρκή Ι. Σύνοδο, ως διαρκές διοικητικό όργανο, που συγκροτείται σύμφωνα και με τους ορισμούς της Πράξεως του 1928.
Η μεταπολίτευση και η κατάστρωση του νέου Συντάγματος, το 1975, ήταν ασφαλώς η κατάλληλη ευκαιρία όχι απλώς μόνο για αναδιατύπωση και διόρθωση, αλλά για ριζική αλλαγή των σχετικών συνταγματικών διατάξεων. Ατυχώς, όχι μόνον η Πολιτεία, αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος δεν βρέθηκε τη στιγμή εκείνη έτοιμη να επιχειρήσει τολμηρά βήματα προς την πλήρη αυτοδιοίκησή της και τον απεγκλωβισμό της από την πολιτική εξουσία.
Απλή σύγκριση των διατάξεων του άρθρου 3 του ισχύοντος Συντάγματος 1975 με εκείνες των άρθρων 1 και 2 του Συντάγματος 1844 πείθει ότι ο πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος. Στο στερεότυπο κείμενο προστέθηκε μόνον η φράση: «…διοικείται υπό της Ιεράς Συνόδου των εν ενεργεία Αρχιερέων και της εκ ταύτης προερχομένης Διαρκούς Ιεράς Συνόδου,συγκροτουμένης ως ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας ορίζει,τηρουμένων των διατάξεων του Πατριαρχικού Τόμου της κθ΄ (29) Ιουνίου του έτους 1850 και της Συνοδικής Πράξεως της 4ης Σεπτεμβρίου 1928».
Ρηξικέλευθη πρωτοβουλία της Εκκλησίας θα ήταν να ζητήσει την απάλειψη από το Σύνταγμα, σε προσεχή βέβαια πλέον αναθεώρηση, τουλάχιστον της προσθήκης εκείνης στο άρθρο 3, που έγινε για λόγους καιρικούς και δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα επέλυσε
Πρόθεση του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη ήταν αναμφιβόλως να αποκλείσει με τον τρόπο αυτό την επανάληψη της δημιουργίας «αριστίνδην» Συνόδων, όπως είχε συμβεί, όχι για πρώτη βέβαια φορά, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης τότε επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών και την πραξικοπηματική άλωση της διοικήσεως της Εκκλησίας.
Η διάταξη όμως αυτή έδωσε τη δυνατότητα, πάντως το άλλοθι, στο Συμβούλιο της Επικρατείας να υποστηρίξει, με σειρά αποφάσεών του έως και σήμερα, την άποψη πως με τον τρόπο αυτόν κατοχυρώνονταν συνταγματικώς μόνον οι Οροι της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928, οι οποίοι αφορούσαν στη συγκρότηση της Διαρκούς Συνόδου. Παρέβλεψε, όμως, η νομολογία. και ιδίως η νοοτροπία αυτή, δύο σημαντικές σταθερές:
Η πρώτη, ότι τα κανονιστικά αυτά εκκλησιαστικά κείμενα, ο Τόμος του 1850 και η Πράξη του 1928, ανεξαρτήτως της συνταγματικής ή μη κατοχυρώσεώς τους, είναι, πρωτίστως, απολύτως δεσμευτικά μεταξύ των Εκκλησιών και μόνον πλήρης και συνεπής εφαρμογή τους συνεπάγεται εκκλησιολογική, δογματική και κανονική ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Η δεύτερη, ότι τα κείμενα αυτά, ως εσωτερικό δίκαιο της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένα με βάση το άρθρο 13 του Συντάγματος, που καθιδρύει τη θρησκευτική ελευθερία, έκφανση της οποίας αποτελεί και το δικαίωμα διοικήσεως κάθε θρησκευτικής κοινότητας, άρα και εκείνης της «επικρατούσας» θρησκείας, με βάση το εσωτερικό της δίκαιο.
Συνεπώς, για να επιστρέψουμε στην αφορμή των άρθρων αυτών, στο «Πρακτικό Συμφωνίας» μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. «Το Βήμα της Κυριακής», 27.7.2008, σ. Α 48), οι διατάξεις εκείνες του Καταστατικού Χάρτη που δεν στοιχούνται με τους Ορους της Πράξεως του 1928 είναι αντισυνταγματικές και άρα ανίσχυρες.
Ρηξικέλευθη πρωτοβουλία της Εκκλησίας θα ήταν να ζητήσει την απάλειψη από το Σύνταγμα, σε προσεχή βέβαια πλέον αναθεώρηση, τουλάχιστον της προσθήκης εκείνης στο άρθρο 3, που έγινε για λόγους καιρικούς και δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από όσα επέλυσε.
Προϋπόθεση, όμως, για όλα αυτά είναι να ξεκαθαρίσει η ίδια η διοικούσα Εκκλησία της Ελλάδος (άραγε, τι θα προτιμούσε το ποίμνιο, αν ερωτάτο…) πώς βλέπει τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο μέλλον, αφού είναι γνωστό ότι στην Ιεραρχία υπήρχαν ανέκαθεν και εξακολουθούν να υπάρχουν δύο τάξεις: η μία επιθυμεί την εν καιρώ ταύτιση της δικαιοδοσίας της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος με τα όρια της ελληνικής επικράτειας, η άλλη τη διατήρηση του σημερινού καθεστώτος, αν όχι και επανυπαγωγή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος στο Πατριαρχείο για ενδυνάμωσή του…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.