Οι πιστωτικές κρίσεις που βίωσε ο ανεπτυγμένος κόσμος ανήλθαν κατά μέσον όρο στο 6% του ΑΕΠ
Η Ιστορία αναφέρει ότι το μέσο κόστος των πιστωτικών κρίσεων που βίωσε ο ανεπτυγμένος κόσμος ανήλθε στο 6% του ΑΕΠ των χωρών. Το κόστος μιας ήπιας πιστωτικής κρίσης όπως ήταν αυτή της Σουηδίας το 1991 ήταν 4% του ΑΕΠ, ενώ το κόστος μιας ισχυρής κρίσης όπως ήταν αυτή που βίωσε η Ιαπωνία ανήλθε στο 20% του ΑΕΠ της χώρας. Καθώς τα δεδομένα δείχνουν ότι η τρέχουσα πιστωτική κρίση δεν μπορεί να θεωρεί ήπιας μορφής, η Credit Suisse υπέθεσε ότι σε χώρες όπου παρατηρούνται προβλήματα στον τραπεζικό τομέα, αλλά και στην κατανάλωση και στην αγορά κατοικίας, όπως η Βρετανία, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ιρλανδία και η Δανία, το κόστος θα φθάσει το 5% του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ θα κυμανθεί στο 7% του ΑΕΠ.
Οι υποθέσεις αυτές οδηγούν στην πρόβλεψη ότι το κόστος της παρούσας κρίσης θα ξεπεράσει τα 1,3 τρισ. δολ., εκ των οποίων τα 800 δισ. δολ. θα αφορούν ζημιές του τραπεζικού κλάδου που έχει καταγράψει μέχρι στιγμής, απώλειες 520 δισ. δολ. δηλαδή. Η Deutsche Βank προέβλεψε μάλιστα ότι το περιβάλλον για τις τράπεζες θα παραμείνει αρνητικό, ενώ αναμένει νέες ζημιές 400-500 δισ. δολ. (εκ των οποίων τα 200 δισ. θα αφορούν τις ευρωπαϊκές τράπεζες), ενώ το 2009 αναμένονται και λήξεις και αναχρηματοδοτήσεις τραπεζικών κεφαλαίων ύψους 800 δισ. δολαρίων.
Την ίδια στιγμή ήρθε και η απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει το ποσοστό «έκπτωσης» στις εκδόσεις που τοποθετούν οι τράπεζες σε αυτήν ως εγγύηση, σε 12% (με επιπλέον επιβάρυνση κατά +5% για τους τίτλους που αποτιμώνται με ίδια μοντέλα και που δέχεται ως ενέχυρο) από 2% σήμερα, κάτι που αναμένεται να περιορίσει την παρεχόμενη ρευστότητα δημιουργώντας πρωτίστως προβλήματα στον χρηματοοικονομικό κλάδο, ενώ αναμένεται να πιέσει εκ νέου την εταιρική κερδοφορία και να οδηγήσει σε νέο κύκλο απομειώσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, αν και οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν το μέγεθος και το εύρος των προβλημάτων άλλων αγορών, είναι δύσκολο να μην επηρεαστούν, καθώς μέρος της χρηματοδότησής τους βασίζεται στη χρήση και των παραπάνω δυνατοτήτων. Καθώς μάλιστα ανταγωνίζονται για ρευστότητα, ο ανταγωνισμός στις καταθέσεις μάλλον δεν θα μειωθεί παρά τις πρόσφατες θετικές ενδείξεις, έχοντας αρνητικές επιπτώσεις και στα περιθώρια κέρδους, ενώ την ίδια στιγμή το αυξημένο κόστος χρήματος προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και η μείωση του ρυθμού αύξησης των χορηγήσεων είναι δύσκολο να αφήσουν τον κλάδο αλώβητο από την κρίση.