Το «δημοκρατικό» αίτημα στην Παιδεία έχει ουσία ως αξίωση ποιοτικής εκπαίδευσης με ισότητα ευκαιριών στην πρόσβαση

Το ότι θα φθάναμε στο σημείο να υπάρξουν πέντε τμήματα ΤΕΙ χωρίς κανέναν πρωτοετή φοιτητή και πολλά άλλα με λιγότερους σπουδαστές από την προβλεπόμενη «δύναμή» τους ήταν κατ΄ ουσίαν προεξοφλημένο μετά τη θέσπιση του «δέκα». Η ως τότε σύνθεση των εισαγομένων πρωτοετών έδειχνε ότι πολλά τμήματα αντλούσαν φοιτητές από την έσχατη δεξαμενή εκείνων που στις εξετάσεις έγραφαν ελάχιστα περισσότερα από το όνομά τους. Αφ΄ ης αυτοί αποκλείστηκαν, ήταν θέμα χρόνου να στερέψουν τα αποθέματα.

Οπως ήδη επισημάνθηκε (χαρακτηριστικό το άρθρο του κ. Ν. Μπακουνάκη στο φύλλο της 29/8), η «ψήφος δυσπιστίας» των υποψηφίων που κάτι σκαμπάζουν προς ορισμένα τμήματα αντανακλά το γεγονός ότι αρκετά από τα τελευταία, αδύναμα σε υποδομές και σκορπισμένα ανά την περιφέρεια, ιδρύθηκαν εκεί που ιδρύθηκαν μονάχα για να ικανοποιήσουν τοπικά πολιτικά αιτήματα.

Στις αξιώσεις των τοπικών κοινωνιών πρέπει ωστόσο να προσθέσει κανείς και άλλες παραμέτρους πελατειακής- ή πάντως πολιτικής- στρέβλωσης, αφού το πρόβλημα δεν περιορίζεται στη γεωγραφική διασπορά. Εκτείνεται στην ίδια τη φύση του αντικειμένου πολλών τμημάτων, στο ότι δηλαδή είτε το γνωστικό πεδίο τους δεν παρέχει πιθανότητες αποκατάστασης είτε οι θέσεις εργασίας στις οποίες οδηγεί είναι χαμηλού επιπέδου- ώστε προσελκύει μόνο τους μη έχοντες άλλη προοπτική. Το φαινόμενο αυτό δεν οφείλεται στις πιέσεις των τοπικών κοινωνιών, αλλά αφενός στο κοινωνικό αίτημα για συνεχή αύξηση του αριθμού των «εισακτέων», αφετέρου στην πίεση των διδασκόντων να πολλαπλασιασθούν- και «ανωτατοποιηθούν»- οι θέσεις εργασίας τους. Ο συνδυασμός οδηγούσε στη δημιουργία τμημάτων αμφίβολης χρησιμότητας, στη διατήρηση άλλων παρά τη μείωση της σχετικής οικονομικής δραστηριότητας (πού να απασχοληθούν μηχανικοί κλωστοϋφαντουργίας;), καθώς και στην ένταξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αντικειμένων που δεν διεκδικούν «επιστημονική» εμβέλεια, αλλά περιορίζονται σε τεχνική εκμάθηση- και άρα δεν υπάρχει λόγος να έχουν σπουδαστές με καλές επιδόσεις «στα γράμματα».

Σήμερα, με ορατή τη συνέπεια αυτών των στρεβλώσεων, το πρώτο συμπέρασμα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε είναι ότι κάποια τμήματα ΤΕΙ πρέπει να κλείσουν. Ολα δείχνουν ότι δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Αλλα θα πρέπει ίσως να συγχωνευθούν- και κάποια άλλα θα πρέπει να… εκπέσουν από το «στάτους» της ανώτατης εκπαίδευσης και να γίνουν επαγγελματικές σχολές που θα μπορούν να αντλούν σπουδαστές τού δύο ή του πέντε στα είκοσι, χωρίς να αυτό να φαίνεται οξύμωρο.

Τα υπόλοιπα- μεγαλύτερα- ζητήματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ πιο σύνθετα. Σίγουρα όμως και γι΄ αυτά δεν μπορεί να ανιχνευθεί αξιόπιστη απάντηση αν δεν παραδεχθούμε ότι οι θέσεις φοιτητών και διδασκόντων δεν μπορούν να αυξάνονται εις το άπειρον- όχι πάντως αν θέλουμε να έχουν κάποια αξία. Το ελληνικό κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να παράγει απεριόριστους ικανούς γιατρούς και νομικούς, αλλά και αν την είχε, η ελληνική οικονομία δεν έχει την ανάγκη τους. Το «δημοκρατικό» αίτημα στην Παιδεία έχει ουσία ως αξίωση ποιοτικής εκπαίδευσης με ισότητα ευκαιριών στην πρόσβαση, όχι ως απαίτηση να εισάγονται όλοι παντού, ας είναι και ζώντα κούτσουρα. Το ανάλογο ισχύει για τους διδάσκοντες.

Ωστόσο, διατυπώνεται η ένσταση, πολλοί αναγκάζονται έτσι να ξενιτευτούν. Ε, τι να κάνουμε, αυτό δεν μπορούμε να το αποτρέψουμε. Ούτε είναι ενδεδειγμένη λύση να το επιχειρήσουμε επιτρέποντας αστεία «πανεπιστήμια» δήμων, κοινοτήτων και αρχιεπισκοπών. Αυτό που επιβάλλεται, αντιθέτως, να γίνει είναι να προστατευθεί η ελληνική κοινωνία από εκείνους που επιλέγουν τον ξενιτεμό για να φοιτήσουν σε διάφορες «σχολές ευκαιρίας» (όπως παλαιότερα οι σημαίες ευκαιρίας της ναυτιλίας) και να επιστρέψουν εφοδιασμένοι με το τυπικό πτυχίο, αλλά ακατάρτιστοι και επικίνδυνοι για τον κόσμο. Και αυτός ο αποκλεισμός προκαλεί, βεβαίως, αντίδραση. Και αυτός είναι όμως αναπόφευκτος, αν θέλουμε να διατηρήσουμε ένα επίπεδο επαγγελματικής αξιοπιστίας στη χώρα.