Ο Francois Ηauter, δημοσιογράφος της γαλλικής εφημερίδας «Le Figaro», ξεκίνησε ένα οδοιπορικό διαρκείας τριών μηνών, μέσα από το οποίο επιχείρησε να προσεγγίσει τον πολιτισμό των Κινέζων. Ακόμη περισσότερο, να κατανοήσει έναν ολόκληρο κόσμο τόσο μακρινό και διαφορετικό από αυτόν των «Δυτικών». Μέσα από το ταξίδι του γνώρισε ανθρώπους, κατέγραψε συμπεριφορές και έζησε καταστάσεις που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε καλύτερα τη χώρα η οποία φιλοξένησε τους 29ους Ολυμπιακούς Αγώνες και αποτελεί μια ανερχόμενη υπερδύναμη.
Ορισμένα ταξίδια ξεκινάνε με έναν ιδιαίτερο τρόπο και τίποτε δεν πάει λάθος σε όλη τη διάρκειά τους, λες και όλα είναι καθορισμένα από πριν, από τις πρώτες στιγμές. Αυτό μας αρέσει να το ονομάζουμε τύχη. Στην Ταϊλάνδη είχα έρθει για να συναντήσω αυτούς που κρατάνε την παγκόσμια αγορά του ρυζιού, με μεγάλη άνεση. Η παραμονή μου εκεί είχε, κατά έναν αστείο τρόπο, όλα τα χαρακτηριστικά αυτής της αφθονίας.

Είχα ένα ξενοδοχείο μέσα στην Μπανγκόκ και εκεί μου κανόνισαν όλα τα ραντεβού μου. Δεν επρόκειτο να βγω καθόλου πέρα από το περιβάλλον των δισεκατομμυριούχων Ταϊλανδών. Αυτοί που γνώρισα έλεγχαν τους 19 από τους 20 βιομηχανικούς ομίλους της χώρας και το 30% του εξαγόμενου ρυζιού στον πλανήτη. Ηταν οι άρχοντες του ρυζιού.

Το εντυπωσιακό ήταν ότι ο πλούτος αυτός δεν επιδεικνυόταν, ακόμη και όταν χρησιμοποιούνταν για να βοηθήσει όλη την υπόλοιπη κοινωνία. Ηταν ένα ιδιωτικό ζήτημα το οποίο ένιωθες ότι για αυτούς ήταν πολύ φυσιολογικό. Οι ταϊλανδοί δισεκατομμυριούχοι έμοιαζαν με τις προτεσταντικές οικογένειες των βιομηχάνων. Είχαν ιδρύσει οργανώσεις που μοίραζαν αξιοσημείωτα ποσά. Σε πολλές περιπτώσεις ξαναθυμήθηκα «το πνεύμα του καπιταλισμού», όπως το περιέγραψε ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ.

Μου γνώρισαν έναν αξιότιμο κύριο που διηύθυνε τον οργανισμό εξαγωγών του ταϊλανδικού ρυζιού σε 120 διαφορετικές αγορές. Παραδέχθηκε ότι ένα κομμάτι από τον χρόνο του πηγαίνει σε κάποιες «μικρές οργανώσεις» που είχε φτιάξει με κάποιους φίλους – «φυσιολογικά πράγματα» έλεγε. Μου εξήγησαν αργότερα με τι είδους φυσιολογικά πράγματα καταπιάνονταν και έφτιαχναν αυτές οι οργανώσεις: ένα πανεπιστήμιο που δημιουργήθηκε για 8.000 φοιτητές, ένα τεράστιο νοσοκομείο, ένα ορφανοτροφείο με 3.000 εργαζομένους, ένα νεκροταφείο 30.000 θέσεων για όσους πέθαιναν χωρίς οι συγγενείς τους να έχουν τη δυνατότητα να αναλάβουν την τελετή της ταφής. Ο αλτρουισμός αυτός μου θύμιζε εκείνον κάποιων βαθύπλουτων Αμερικανών. Ηταν πολύ μακριά από τον αστραφτερό καπιταλισμό του Χονγκ Κονγκ, αλλά και από τον πρωτοκαπιταλισμό που άρχιζε να αναπτύσσεται στην Κίνα. Ο καπιταλισμός της Μπανγκόκ ήταν ισχυρός και αξιοπρεπής, ακριβώς όπως αυτοί οι άνθρωποι.

Ο κύκλος των «αφεντάδων του ρυζιού» ήταν περιορισμένος. Στην ουσία αφορούσε καμιά δεκαριά οικογένειες που κυριαρχούσαν στην ταϊλανδική βιομηχανία. Στο Βασιλικό Αθλητικό Κέντρο ένας τζόκεϊ είχε την ευγένεια να κάτσει και να μου εξηγεί με τις ώρες πώς λειτουργεί το τοπικό εμπόριο του ρυζιού. Ακόμη και έτσι, μου φαινόταν πολύ περίπλοκο. Αυτά που κράτησα ήταν ότι έπρεπε να έχεις γερά νεύρα για να αντέξεις κάθε δοκιμασία, μια τράπεζα πολύ δεμένη μαζί σου από πίσω (το συνηθέστερο ήταν μια οικογενειακή τράπεζα) και μια πολύ ισχυρή διακριτικότητα. Οπως και σε όλες τις σημαντικές επιχειρήσεις, τα μυστικά παρέμεναν μέσα στην ασφάλεια των οικογενειακών σχέσεων, στην εμπιστοσύνη των συγγενών. Ηταν υπόθεση λογοδοσίας που δινόταν με μια λέξη ή απλώς με ένα νεύμα. Κανένας δεν αγνοούσε τίποτε απολύτως από τις δραστηριότητες των ανταγωνιστών του. Στο πρώτο παραστράτημα έχανες τη φήμη σου και βούλιαζες.

Οι εξαγωγείς ρυζιού κρατάνε τα γκέμια ενός τομέα που τρέφει 4,5 δισ. ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Στο κάτω μέρος της κοινωνικής κλίμακας βρίσκονται οι αγρότες. Ακολουθούν οι μυλωνάδες. Και τέλος οι εξαγωγείς. Διάφοροι «διαμεσολαβητές» κάνουν τις διαδρομές από τους μεν προς τους δε, μια που αυτοί αγνοούνται μεταξύ τους. Στην κορυφή της πυραμίδας οι εξαγωγείς είναι για τους κολίγους ό,τι ο εφοπλιστής του «Queen Μary» για τους ναύτες του βαποριού. Αυτοί οι επιχειρηματίες, σε ποσοστό 99% καταγωγής σινο-τάι, έκαναν ταχυδακτυλουργικά με 30 εκατ. τόνους ρύζι τον χρόνο, την εξέλιξη των διαφορετικών ποιοτήτων, τους ενδιάμεσους, τους εγγυητές, τις αξίες των νομισμάτων, τις τιμές των μεταφορών, τα κρατικά αποθέματα και τις καινούργιες αγορές που πρέπει να κατακτηθούν. Σε αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, λίγο παραπάνω να κερδοσκοπήσεις από όσο πρέπει, βουλιάζεις.

Μπορούσα άραγε να γνωρίσω από κοντά τους ιδρυτές αυτών των βιομηχανικών δυναστειών; Η απάντηση στο ερώτημά μου με εξέπληξε. Μου έδωσαν ραντεβού την επόμενη ημέρα στις 6.00 το πρωί σε ένα δημόσιο πάρκο, το πάρκο Λουμπίνι. Τα χρώματα της ημέρας ήταν όμορφα χάρη σε έναν γλυκό και φιλικό ήλιο. Οι άνθρωποι έκαναν την πρωινή τους γυμναστική. Αλλοι έκαναν τάι τσι, κάποιοι χόρευαν, άλλοι ασκούνταν στο γρήγορο βάδισμα και συζητούσαν. Η αταξία αυτή ήταν μόνο επιφανειακή. Στην πραγματικότητα δημιουργούνταν αρμονικοί κύκλοι στον κήπο. Πίναμε τσάι, ρουφάγαμε τα τσιμπούκια μας και μέσα σε απόλυτη διακριτικότητα, στη μέση του πάρκου, οι άνθρωποι αυτοί αντάλλασσαν σημαντικές πληροφορίες.

Ηταν άνθρωποι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους και γι΄ αυτό απλοί. Απλοί όπως οι αρετές τους: η διακριτικότητα, η επιμονή και η αχαλίνωτη διάθεση για επιχειρηματικότητα.

Από την άλλη πλευρά του κήπου, οι σύζυγοί τους ήταν συγκεντρωμένες κάτω από ένα κιόσκι. Κάποιες από αυτές ήταν ήδη χήρες και διηύθυναν οι ίδιες την αυτοκρατορία τους. Το έκαναν με σιδερένια πυγμή και το διασκέδαζαν πολύ. Ο σεβασμός των ανδρών προς αυτές ήταν απόλυτος.

Στις 8.00 ακριβώς αντηχούσε ο εθνικός ύμνος της Ταϊλάνδης. Ολοι σηκώνονταν, στέκονταν ακίνητοι και έθεταν το δεξί τους χέρι στο μέρος της καρδιάς. Οι άνδρες φορούσαν κίτρινα πουκάμισα, στο καναρινί χρώμα του βασιλιά. Οι δισεκατομμυριούχοι Ταϊλανδοί χαμήλωναν το κεφάλι στο άκουσμα του εθνικού ύμνου.

Ολοι οι «άρχοντες του ρυζιού» και της υπόλοιπης βιομηχανίας της Ταϊλάνδης μού το υπενθύμιζαν: αυτός ο βασιλιάς που δόξαζαν είχε κινέζικο αίμα στις φλέβες του. Οι Τάι, μια κινεζική μειονότητα που καταγόταν από την επαρχία της Γιουνάν, έφθασαν σε αυτό που θα γινόταν αργότερα η χώρα τους τον 13ο αιώνα, για να αποφύγουν τις επιδρομές των Μογγόλων. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το 78% των βουλευτών ήταν κινεζικής καταγωγής και το 70%-80% του ΑΕΠ της χώρας παράγεται από επιχειρήσεις που ανήκουν σε Κινεζο-ταϊλανδούς. Η αφομοίωσή τους υπήρξε αρμονική από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αυτό επιτεύχθηκε χάρη στον βασιλιά.

«Στην Ταϊλάνδη είναι αδύνατον να υπάρξει ρατσισμός με τους Κινέζους» μου εξηγούσε ο Λοράν Μαλεσπίν, καλός γνώστης αυτής της χώρας. «Θα ήταν σαν να τα έβαζαν οι Αγγλοι με τους Σκωτσέζους». Η Ταϊλάνδη αντιπροσωπεύει επομένως μια μοναδική περίπτωση: η αφομοίωση των Κινέζων ήταν μεγαλύτερη από όσο στη Μαλαισία, στην Ινδονησία ή στις Φιλιππίνες. Αυτές οι τρεις χώρες αποτέλεσαν αποικίες για πολύ καιρό. Διατηρούσαν επομένως μιαν αντιδυτική ιδιοσυγκρασία, μια συμπεριφορά εχθρική απέναντι στους ξένους και στον εκσυγχρονισμό.

Εγκατέλειψα αυτόν τον κόσμο των κινεζο-ταϊλανδικών οικογενειών που έστελναν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στο κολέγιο του Ροζέ στη Γενεύη ή στη Βασιλική Σχολή του Λονδίνου. Αποτελούσαν ένα είδος κινεζικής βιομηχανικής αριστοκρατίας, χωρίς κανένα άλλο αντίστοιχο στον κόσμο. Το Πεκίνο ήταν πλέον για αυτούς εξίσου μακριά με τη Μαδρίτη. Ηταν ακόμη πιο παράδοξο το ότι η Κίνα είχε βαφτίσει την Ταϊλάνδη «Οι αδελφοί μας και οι αδελφές μας».