Oι εκλογικές αποτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη, η κομματική επιρροή μειώνεται, οι δεσμοί με τα συνδικάτα χαλαρώνουν. Μόλις πριν από επτά χρόνια οι δεκατρείς από τις δεκαπέντε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ελέγχονταν από σοσιαλιστές. Σήμερα έχουν μείνει μόνο η Ισπανία, η Πορτογαλία και- για πόσο ακόμη;- η Μεγάλη Βρετανία. Οπωσδήποτε κάθε χώρα έχει την ιδιαιτερότητά της και τα αποτελέσματα πρέπει να αναλύονται με προσοχή. Δεν παραμένει παρά μια γενική τάση την οποία θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε.
Αυτή η εξασθένηση του κόκκινου κύματος της δεκαετίας 1996-2006 οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Εχουν ήδη επισημανθεί η φυσική φθορά από τη μακροχρόνια παραμονή στην εξουσία, η ανικανότητα της Αριστεράς να απαντήσει με πειστικό τρόπο στα κοινωνικά ερωτήματα που αναφύονται- ιδιαίτερα από τα λαϊκά στρώματα- σχετικά με την άνοδο της εγκληματικότητας, της αγριότητας των κοινωνικών σχέσεων και του καταλυτικού ατομικισμού. Ακόμη η ανεπάρκειά της ως προς τη διαχείριση του μεταναστευτικού ρεύματος.
Είναι πλέον πρόδηλο ότι η πτώση της Αριστεράς οφείλεται εν μέρει και στην άνοδο της Δεξιάς, που έχει καταφέρει να εκσυγχρονίσει τον λόγο, τις θέσεις, τους ηγέτες και τη στρατηγική επικοινωνίας και συμμαχιών της. Τέτοια στοιχεία «αναπροσαρμογής» παρουσιάζουν τόσο ο Σαρκοζί στη Γαλλία όσο και η Μέρκελ στη Γερμανία.
Παρ΄ όλα αυτά θα πρέπει να αναζητήσουμε τις ουσιαστικές αιτίες ακόμη βαθύτερα: στην κατάρρευση του «σοσιαλδημοκρατικού συμφώνου για την κρίση» της δεκαετίας του ΄90 και στο αδιέξοδο των εθνικών στρατηγικών που ακολούθησαν τα σοσιαλιστικά κόμματα στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Αντιμέτωποι με νέες ιστορικές προκλήσεις όπως η παγκοσμιοποίηση, η κυριαρχία των χρηματιστηρίων στην πραγματική οικονομία, η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης, η αύξηση της δύναμης των αναδυομένων χωρών, η γήρανση του πληθυσμού, η διάσπαση των εργαζομένων, η γραφειοκρατία και η αποδυνάμωση του κράτους προνοίας, οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές συμφώνησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, στη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Το σύμφωνο αυτό συνδύαζε τρία στοιχεία.
Πρώτον, μια συγκρατημένη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Στις μεικτές μας οικονομίες ο δημόσιος τομέας έχει συρρικνωθεί, ενώ έχει ενισχυθεί ο ιδιωτικός τομέας της αγοράς. Το κράτος έχει εγκαταλείψει τον επιχειρηματικό ρόλο του ενισχύοντας τον εποπτικό. Οι σοσιαλιστές αποδέχθηκαν τη μείωση του κόστους εργασίας, ιδιαίτερα της ανειδίκευτης, επιτρέποντας έτσι τον «περιορισμό της μισθωτής εργασίας» και την «αναδιαμόρφωση» των κοινωνικών κεκτημένων σε ό,τι αφορά την ανεργία, την υγεία και τη συνταξιοδότηση. Σε αντάλλαγμα ανέμεναν από τους επιχειρηματίες μια αποδοτικότερη εξειδίκευση της οικονομίας χάρη στις επενδύσεις και στην καινοτομία. Μια βελτίωση, δηλαδή, των προϊόντων σε όλους τους τομείς της οικονομίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η πλήρης εργασία και η «καλή εργασία».
Δεύτερος πυλώνας αυτού του συμφώνου ήταν ο επιμερισμός του κόστους εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Στο μεγαλύτερο μέρος του δεν βάρυνε ξεχωριστά τα άτομα αλλά το κοινωνικό σύνολο. Γεγονός βέβαια που απαιτούσε την αύξηση της φορολογίας, ένα υψηλό επίπεδο αναδιανομής των εισοδημάτων και των κοινωνικών υπηρεσιών, την κινητοποίηση των κοινωνικών εταίρων
Οι πυλώνες της θριαμβεύουσας σοσιαλδημοκρατίας του 1990 έχουν πλέον κλονιστεί.
Ενα νέο σχέδιο είναι απαραίτητο
καθώς και ένα περιορισμένο μεν ισχυρό δε κράτος προνοίας. Τέλος, ο τρίτος πυλώνας ήταν ένας κοινωνιοκεντρικός προοδευτισμός. Οι σοσιαλιστές υπήρξαν πρωτοπόροι στην απελευθέρωση των ηθών, στην ισότητα των δύο φύλων, στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, στο δικαίωμα για έναν αξιοπρεπή θάνατο, στην προάσπιση της ατομικής ζωής. Συμπεριέλαβαν στα προγράμματά τους τη συμβολή της πολιτικής οικολογίας. Σε αυτή άλλωστε την πρόταση οφείλεται η επιτυχία των σοσιαλιστών κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄90. Εκτοτε άρχισαν να σκοντάφτουν στα εκλογικά αποτελέσματα. Το σύμφωνο κοινωνικής υπεράσπισης δεν απέτρεψε την έκρηξη των ανισοτήτων, την άνθηση της επισφαλούς εργασίας, τη μείωση του επιπέδου κοινωνικής προστασίας, τον πολλαπλασιασμό των «εργαζομένων φτωχών».
Η νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης στην οποία έχουμε εισέλθει, με την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, των αγροτικών προϊόντων και των πρώτων υλών, με τις επαναλαμβανόμενες χρηματιστηριακές και οικονομικές κρίσεις, δεν πρόκειται να βελτιώσει την κατάσταση. Αν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία επιθυμεί την επάνοδό της στην εξουσία τότε θα πρέπει να καταθέσει μια νέα πολιτική πρόταση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης η οποία θα ενσαρκώνει, πέρα από τους οικονομικούς στόχους, ένα σχέδιο για την αναθέρμανση της πολιτικοποίησης. Οι σοσιαλιστές γνωρίζουν πως οι μεγάλες προκλήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά παρά μόνο σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Μπροστά όμως στις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος αναδιπλώνονται εκ των πραγμάτων σε στρατηγικές εθνικού χαρακτήρα που συχνά δεν ευνοούν τη συνεργασία.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα οι γερμανοί σοσιαλιστές αποδέχθηκαν δυσβάσταχτες θυσίες προκειμένου να διασώσουν τη βιομηχανική και εξαγωγική δύναμη του «γερμανικού εργοταξίου», το οποίο ενίσχυσε τη θέση του στις ευρωπαϊκές αγορές. Στη Μεγάλη Βρετανία οι Εργατικοί χάρη στην «ευέλικτη εργασία» και στην υψηλή φορολογία κατέστησαν τη χώρα «χρηματιστηριακό παράδεισο». Παρόμοιες πολιτικές του τύπου «καθένας για τον εαυτό του» μπορεί να ευνοούν πρόσκαιρα τη μία ή την άλλη χώρα, δεν φαίνεται όμως να είναι ωφέλιμες για το σύνολο. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η Ενωση παρουσίασε υψηλή ανεργία και υποτονική ανάπτυξη.
Σε τελευταία ανάλυση η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας προέρχεται από την ανικανότητά της να αρθρώσει μια ευρωπαϊκή απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Η ανανέωσή της περνά μέσα από την επαναπροώθηση και τον επαναπροσανατολισμό της Ευρώπης. Είναι επομένως σαφές ότι η ισχυρή και διαρκής ανάπτυξη, η προστασία των εργαζομένων έναντι των κοινωνικών προβλημάτων, η μάχη για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, η διαχείριση της μετανάστευσης και η θέσπιση κανόνων στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό προϋποθέτουν μια Ευρώπη περισσότερο αποφασιστική, περισσότερο φιλόδοξη και περισσότερο κοινωνική.
Ο κ. Ανρί Βεμπέρ είναι ευρωβουλευτής και μέλος της Εθνικής Γραμματείας του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γαλλίας.