Ποιος είναι, αλήθεια, ο λόγος για τον οποίο οι θεατές της πρωτεύουσας έδειξαν εξαρχής τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τις παραστάσεις του «Μπορίς Γκοντουνόφ» του Μούσοργκσκι που δόθηκαν στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών; Αυτή καθαυτή η παραδοσιακή αγάπη τους για τη ρωσική κουλτούρα; Το γεγονός ότι οι παραστάσεις δόθηκαν από τους «καθαρόαιμους» σύγχρονους εκπροσώπους του ρωσικού λυρικού ρεπερτορίου, ήτοι τη φημισμένη Οπερα Μπαλσόι της Μόσχας; Μήπως, τέλος, το ότι η εν λόγω παραγωγή έφερε τη σκηνοθετική «σφραγίδα» του Αλεξάντερ Σοκούροφ, επονομαζομένου και «ποιητή των εικόνων» και ιδιαιτέρως γνωστού στη χώρα μας κυρίως μέσω της ταινίας του «Η ρωσική κιβωτός»;

Οποια και αν είναι η απάντηση, η πρεμιέρα της περασμένης Τρίτης, η οποία δόθηκε στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, στάθηκε στο ύψος των μεγάλων προσδοκιών. Από μουσικής και φωνητικής απόψεως δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι επρόκειτο για ένα πραγματικό αριστούργημα: μια συγκλονιστική ορχήστρα υπό τον Αλεξάντερ Βεντέρνικοφ η οποία απέδωσε με μεγάλη άνεση και ευαισθησία ακόμη και τις λεπτότερες αποχρώσεις της παρτιτούρας, μια καλοκουρδισμένη χορωδία, και σολίστες επιλεγμένοι ένας κι ένας έτσι ώστε να συνδυάζουν φωνητικές δυνατότητες και απαράμιλλη σκηνική παρουσία, χάρισαν στο κοινό ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα κερδίζοντας πανάξια το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα. Θαυμάσιος ο βαθύφωνος Μιχαήλ Καζακόφ στον ρόλο του τίτλου, ερμήνευσε με μεγάλη δεξιοτεχνία και υποκριτική δεινότητα την πορεία του ήρωα από το αποκορύφωμα της δύναμης στα «τάρταρα» της τρέλας και του θανάτου. Η εν λόγω παραγωγή βασίστηκε στην αυθεντική ενορχήστρωση του 1872 του ίδιου του συνθέτη, αντικαθιστώντας την εκδοχή του ΡίμσκιΚόρσακοφ η οποία κυριάρχησε στο παρελθόν στο Μπαλσόι- και όχι μόνο- για περίπου μισό αιώνα. Σε ό,τι αφορά αυτό καθαυτό το θέαμα, επρόκειτο για μια θεαματικότατη, περίπου τετράωρης διάρκειας κλασική παραγωγή η οποία στηρίχτηκε κυρίως στα εντυπωσιακά- στα όρια της υπερβολήςκοστούμια του Πάβελ Καπλέβιτς και στα ανάλογα σκηνικά του Γιούρι Κούπερ.

Αναφορικά με τη σκηνοθεσία, με δεδομένη την ολοένα αυξανόμενη «έλξη» που φαίνεται ότι ασκεί η Οπερα στους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες, πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το αν και κατά πόσον αυτοί είναι σε θέση να γνωρίζουν και να χειριστούν τις ιδιαιτερότητες του λυρικού θεάτρου και κυρίως τον ρόλο της μουσικής. Γνωστός για την αγάπη του στη ρωσική ιστορία, ο Σοκούροφ (η αριστουργηματική «Ρωσική κιβωτός» γυρίστηκε μέσα στο μουσείο Ερμιτάζ) εν προκειμένω χειρίστηκε με την ίδια αγάπη και σεβασμό τη μουσική και, ωστόσο, μάλλον έδειξε αδυναμία να «εισβάλει» σε αυτήν καταθέτοντας κάποια εμφανώς αναγνωρίσιμη πρόταση, όπως εύλογα θα περίμενε κανείς από έναν σκηνοθέτη του βεληνεκούς του. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο «απολογισμός» της παραγωγής είναι αναντίρρητα θετικός. Αλλωστε, εν αρχή ην η μουσική και η προχθεσινή βραδιά ανήκε δικαιωματικά στον συνθέτη…