Δεν διαφαίνονται προοπτικές άμεσης εξόδου από την πολιτική κρίση, στην οποία η Τουρκία έχει εισέλθει εδώ και καιρό

Η γειτονική μας Τουρκία κατέκτησε μια ελάχιστα κολακευτική «διάκριση» για δημοκρατική χώρα. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) έλαβε το 46,6% των ψήφων (υπερδιπλάσιο από το δεύτερο κόμμα) πριν από έναν μόλις χρόνο, αλλά η λαϊκή εντολή αμφισβητείται ευθέως από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Βεβαίως, ορισμένες επιλογές του κ. Ερντογάν (επιμονή στην υποψηφιότητα του κ. Γκιουλ για την προεδρία της Δημοκρατίας αντί για συμβιβαστική λύση και προώθηση νομοσχεδίου που επιτρέπει τη μαντίλα στα πανεπιστήμια, το οποίο κρίθηκε ως αντισυνταγματικό από το Συνταγματικό Δικαστήριο), προφανώς αποτέλεσμα εσωκομματικών πιέσεων, δεν συνέβαλαν στην άμβλυνση της αντιπαράθεσης με τους κεμαλιστές. Το κεμαλικό κατεστημένο, η πρότερη καθεστηκυία τάξη, υπερασπίζεται το σύστημα πολιτικών και οικονομικών προνομίων που είχε οικοδομήσει τις προηγούμενες δεκαετίες και το οποίο αμφισβητείται από τις κοινωνικές και οικονομικές ομάδες που στηρίζουν το ΑΚΡ. Επιπλέον, το κεμαλικό κατεστημένο ανησυχεί για το ενδεχόμενο αποδόμησης των δύο βασικότερων αρχών του κεμαλισμού: της κοινής εθνικής ταυτότητας όλων των τούρκων πολιτών και του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους.

Οι κεμαλιστές έχουν τρεις δυνατότητες αντιμετώπισης της «ισλαμικής απειλής»: (α) τη χρήση πολιτικών μέσων. Δεν υπάρχει όμως αξιόπιστη εναλλακτική λύση, αφού το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CΗΡ) υπό την παρούσα ηγεσία του (Ντενίζ Μπαϊκάλ) συγκεντρώνει πολύ χαμηλά ποσοστά, (β) τη χρήση δυναμικών μέσων. Βεβαίως ένα στρατιωτικό πραξικόπημα θα είχε εξαιρετικά υψηλό κόστος, ενώ οι μαύρες επιχειρήσεις τύπου Εργκενεκόν δεν ήταν ως τώρα αποτελεσματικές, (γ) τη χρήση δικαστικών μέσων, την οποία και επέλεξαν. Αυτή θα είναι πιθανότατα η τελευταία ευκαιρία τους αφού ο κ. Ερντογάν προτίθεται να φέρει προς ψήφιση στην Εθνοσυνέλευση νομοσχέδιο που μειώνει τις σχετικές αρμοδιότητες του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Τι μέλλει γενέσθαι; Λίγοι πιστεύουν ότι η απόφαση του δικαστηρίου δεν θα είναι καταδικαστική για το ΑΚΡ, αλλά μεγάλη σημασία θα έχει το περιεχόμενο της απόφασης. Αν επιβάλει απλώς το κλείσιμο του κόμματος, τότε οι συνέπειες θα είναι μάλλον περιορισμένες αφού ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος έχει μακρά εμπειρία δικαστικών απαγορεύσεων και επανίδρυσης του κόμματος με άλλη ονομασία (και με άλλον ηγέτη, πιθανόν τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών κ. Αλί Μπαμπατζάν, άνθρωπο της άμεσης επιρροής του Ερντογάν). Αν ο κ. Ερντογάν, ο κ. Γκιουλ και άλλα 69 πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος εκπέσουν του βουλευτικού αξιώματος, ενδεχομένως να μπορέσουν να θέσουν υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι. Δεν μπορεί, όμως, να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο πλήρους απαγόρευσης συμμετοχής τους στην πολιτική ζωή της χώρας.

Σε κάθε περίπτωση, και με δεδομένες διάφορες δημοσκοπήσεις που δείχνουν υψηλά ποσοστά υποστήριξης για το ΑΚΡ και αρκετά χαμηλά ποσοστά για τα κόμματα της αντιπολίτευσης (CΗΡ και Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης/ΜΗΡ), δεν διαφαίνονται προοπτικές άμεσης εξόδου από την πολιτική (και με οικονομικές συνέπειες), κρίση στην οποία η Τουρκία έχει εισέλθει εδώ και καιρό. Η μανιχαϊστική μορφή που τείνει να λάβει αυτή η αντιπαράθεση ουσιαστικά προκρίνει μια λύση με έναν μόνο τελικό νικητή, εις βάρος συμβιβαστικών διευθετήσεων, και αυτό, βεβαίως, μπορεί να έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για τη χώρα. Εκτός αν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ερντογάν και του επόμενου αρχηγού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων (ΤΕΔ) στρατηγού Ιλκέρ Μπασμπούγ καταλήξουν σε συμβιβαστική λύση. Είναι σαφές ότι μια καταδικαστική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα έχει αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, απογοητεύοντας τους υποστηρικτές της τουρκικής ένταξης ως πλήρους μέλους και δικαιώνοντας τους πολέμιους της άποψης αυτής, ενώ έτσι κι αλλιώς το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υλοποιείται με αρκετά αργούς ρυθμούς.

Μια προσπάθεια εξαγωγής της πολιτικής κρίσης δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Ωστόσο, επειδή η ανοιχτή επέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας έχει μάλλον απαγορευτικό κόστος, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις πιθανόν να προσπαθήσουν να δείξουν με άλλους τρόπους ότι ο ρόλος τους στην προστασία των τουρκικών εθνικών συμφερόντων παραμένει ιδιαίτερα σημαντικός. Στο πλαίσιο αυτό, μια κρίση γύρω από το κουρδικό ζήτημα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Σαφώς χαμηλότερης, αλλά όχι μηδενικής πιθανότητας θα ήταν η αύξηση της έντασης στο Αιγαίο (ειρήσθω εν παρόδω, για τους ισλαμιστές του κ. Ερντογάν το ζήτημα της Θράκης αποτελεί υψηλότερη προτεραιότητα), αν και τα τελευταία χρόνια το σύστημα διμερών διαβουλεύσεων και διαχείρισης κρίσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας φαίνεται να λειτουργεί σχετικά αποτελεσματικά.

Ο κ. Θ. Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).