To 2007 αποδείχθηκε η καλύτερη χρονιά σε αξία για τις εξαγορές και συγχωνεύσεις στην ιστορία, καθώς το σύνολο των συμφωνιών παγκοσμίως ξεπέρασε τα 4,5 τρισ. δολάρια. Οι ισολογισμοί των εταιρειών εξάλλου είχαν αρκετό ρευστό χωρίς μεγάλο δανεισμό σε σχέση με τα λειτουργικά κέρδη τους, ενώ και οι προσδοκίες ήταν υψηλές, καθώς στα private equity funds είχαν συσσωρευθεί σημαντικά κεφάλαια. Το 2007 πάντως η αξία των συμφωνιών αντιπροσώπευε το 9,6% της συνολικής κεφαλαιοποίησης των χρηματιστηριακών αγορών ξεπερνώντας τον ιστορικό μέσο όρο (7,5%), αλλά υπολειπόταν της περιόδου της «φούσκας» των μετοχών τεχνολογίας 1999-2000 (11,2%-12,7%). Τα τελευταία χρόνια επίσης οι επιχειρηματικές συμφωνίες και στην Ελλάδα, ακολουθώντας τη διεθνή τάση, άγγιξαν λιγότερο ή περισσότερο το σύνολο των κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας, ξεπερνώντας από το 2004 ως σήμερα τα 30 δισ. ευρώ. Τα δεδομένα μέχρι στιγμής δείχνουν ότι το 2008 θα είναι έτος μικρότερων συναλλαγών, καθώς το α΄ τετράμηνο οι συμφωνίες παγκοσμίως ανήλθαν σε 983 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 6,5% της συνολικής κεφαλαιοποίησης των αγορών, ενώ συνολικά στο έτος αναμένεται να κυμανθούν στα 3 τρισ. δολάρια. Ως συνέπεια εξάλλου της πιστωτικής κρίσης οι τράπεζες μείωσαν αισθητά τη διάθεσή τους να χορηγήσουν δάνεια προς εξυπηρέτηση εξαγορών και συγχωνεύσεων.

Η χώρα μας δεν αναμένεται να επηρεαστεί στον ίδιο βαθμό, καθώς πολλοί τομείς της εγχώριας οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας προσβλέπουν σε ανάπτυξη κυρίως μέσω εξαγορών είτε στην Ελλάδα είτε σε αναδυόμενες περιοχές, ενώ το κράτος συνεχίζει να μειώνει τις συμμετοχές του καθώς… χρωστάει. Ετσι, ενώ η ανάπτυξη της οικονομίας επιβραδύνεται (περίπου 3% αναμένουν οι οικονομολόγοι εφέτος, με τα αυξημένα επιτόκια δανεισμού του κράτους, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να οδηγούν σε απώλειες 1% του ΑΕΠ) και ο εγχώριος πληθωρισμός κινείται απειλητικά, το κράτος αναμένεται να συνεχίσει να πουλάει τα λεγόμενα «ασημικά» του. Αν όμως δεν υπάρξει ισορροπία μεταξύ των πωλήσεων των εγχώριων εταιρειών και της ανάπτυξης και επέκτασης κάποιων άλλων, η εγχώρια επιχειρηματικότητα- αν δεν προέρχεται δηλαδή από τον εφοπλιστικό κλάδο που έχει δώσει τις εξετάσεις του- κινδυνεύει να αποδυναμωθεί στο μέλλον δραματικά, υποθηκεύοντας ίσως τις προοπτικές των επόμενων γενεών.