«Euromacht»: η λέξη είναι γερμανική, όπως και η ιδέα για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού στρατού. Στην εποχή του Brexit και κυρίως του Ντόναλντ Τραμπ, που άρχισε την ταραγμένη προεδρία του λέγοντας ότι «το ΝΑΤΟ είναι παρωχημένο», το όραμα για κοινή αμυντική ικανότητα της ΕΕ ακούγεται δελεαστικό –άλλο αν θεωρείται πρακτικά αδύνατον, τουλάχιστον προς το παρόν.
Κατ’ αρχάς, η διάλυση του ΝΑΤΟ και η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων και οπλικών συστημάτων από την Ευρώπη θα διαρκούσε πολύ περισσότερο από τη θητεία οποιουδήποτε προέδρου των ΗΠΑ. Αλλά η Ανγκελα Μέρκελ αντέδρασε στην κούφια απειλή του Τραμπ με τη διάσημη δήλωση ότι «ήρθε η ώρα να πάρει η Ευρώπη τη μοίρα της στα δικά της χέρια». Τι άλλο μπορεί να εννοεί η καγκελάριος της Γερμανίας εκτός από τη δημιουργία ευρωστρατού;
Η κοινή ευρωπαϊκή άμυνα είναι μια παλιά, αλλά μονίμως ημι-ανεπτυγμένη πρόταση. Η πρώτη προσπάθεια για την οικοδόμηση συλλογικής ευρωπαϊκής άμυνας ήταν μια γαλλική πρωτοβουλία του 1950, ως αντίδραση στα αμερικανικά σχέδια για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας. Αυτή η πρόωρη προσπάθεια πέθανε στο γαλλικό κοινοβούλιο και πέρασαν δεκαετίες πριν από την πρώτη τέτοια αμυντική δομή: τη γαλλογερμανική ταξιαρχία, έναν μηχανοκίνητο σχηματισμό μερικών χιλιάδων στρατιωτών που έγινε επιχειρησιακός το 1989.
Η ταξιαρχία σχημάτισε αργότερα τον πυρήνα ενός Eurocorps, λειτουργικού από το 1995, όπου συμμετέχουν επίσης η Ισπανία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο. Αν και στρατιωτικά είναι αμελητέα, συμβολικά αυτά τα σώματα έχουν εξοικειώσει τους Ευρωπαίους με τη δυνατότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού στρατού.
Το μεγαλύτερο μεταπολεμικό ταμπού γκρεμίστηκε τον Ιούλιο του 1994, όταν το γερμανικό 294ο Panzergrenadierbataillon, μέρος της γαλλογερμανικής ταξιαρχίας, παρήλασε στα Ηλύσια Πεδία την Ημέρα της Βαστίλλης. Ετσι, ενώ ένας ευρωπαϊκός στρατός θεωρείται πρακτικά αδύνατο να δημιουργηθεί ακόμη, η ιδέα γερμανών στρατιωτών στους δρόμους της Ευρώπης δεν προκαλεί πια σοκ.
Διότι πολλοί πιστεύουν ότι όλη αυτή η συζήτηση περί ευρωπαϊκού στρατού είναι μάλλον προκάλυμμα για την αύξηση του γερμανικού στρατού. Αυτό ήταν το όραμα της Μέρκελ, η οποία προώθησε την ιδέα ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης με ενισχυμένο γερμανικό πυρήνα από τα πρώτα χρόνια της στην εξουσία. Ομως, με το ΝΑΤΟ γενναιόδωρα επιδοτούμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις νότιες χώρες της Ευρώπης σε οικονομική κρίση, ήταν μια ιδέα που δεν πήγαινε πουθενά πριν από την εκλογή του Τραμπ.
Η ιστορική στιγμή συνέπεσε με την εκλογή του 39χρονου ευρωπαϊστή Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας, ο οποίος διατίθεται να συζητήσει την ιδέα – ευτύχημα για τα σχέδια της Μέρκελ, επειδή το 90% μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας θα παρασχεθεί εκ των πραγμάτων από τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Η Γαλλία είναι απολύτως απαραίτητη γιατί διαθέτει έναν ανεξάρτητο πυρηνικό αποτρεπτικό παράγοντα –η βρετανική πυρηνική ικανότητα προέρχεται από την αμερικανική τεχνολογία αλλά η Γαλλία έχει αναπτύξει τα δικά της συστήματα –και μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Γαλλία διαθέτει επίσης ειδικές δυνάμεις που διαθέτουν εμπειρία στο εξωτερικό, επιχειρώντας σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κλίμακα που δεν έχει σχέση με κανένα άλλο ευρωπαϊκό κράτος. Και από πολιτική άποψη, ο γαλλικός στρατός είναι απαλλαγμένος από το ιστορικό στίγμα που θα φέρει οποιαδήποτε γερμανική δύναμη.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της μεγάλης στρατιωτικής ισχύος στον 21ο αιώνα είναι η πυρηνική αποτροπή και η Γερμανία έχει λίγες επιλογές εδώ. Αν βγει από την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα θα πρέπει να συνδεθεί με την αποτροπή της Γαλλίας ή να αναπτύξει τη δική της πυρηνική δύναμη. Το γαλλικό πυρηνικό δόγμα, το οποίο αναδιατυπώθηκε για τελευταία φορά το 2008, είναι αυστηρά αμυντικό (χωρίς προληπτικές επιθέσεις) αλλά αρκετά αόριστο για να δίνει στον γάλλο πρόεδρο έναν βαθμό ελευθερίας. Πυρηνικά όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προστατεύσουν τα «ζωτικά συμφέροντα» της Γαλλίας, τα οποία δεν προσδιορίζονται επακριβώς, αν και ο Ζακ Σιράκ είχε υπονοήσει ότι αυτά τα συμφέροντα περιλαμβάνουν ολόκληρη την επικράτεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από τη δεκαετία του 1960, το γαλλικό πυρηνικό οπλοστάσιο διατηρήθηκε σε επίπεδα επαρκή για να σκοτώσουν περίπου το 40% του ρωσικού πληθυσμού. Δεδομένου ότι η Ρωσία παραμένει η μόνη απειλή για την Ευρωπαϊκή Ενωση, η γαλλική δύναμη φαίνεται και σήμερα επαρκής.
Αυτό που θα έκανε τη μεγάλη διαφορά στην πυρηνική στρατηγική θα ήταν ένα ευρωπαϊκό σύστημα πυραυλικής άμυνας αλλά η Ευρώπη εξακολουθεί να είναι δεκαετίες και δισεκατομμύρια ευρώ μακριά από κάτι τέτοιο, περίπου τόσο μακριά όσο και από την αύξηση των συμβατικών δυνάμεών της σε μια τάξη μεγέθους που θα μπορούσε πραγματικά να σταματήσει (χωρίς αμερικανική υποστήριξη) μια μελλοντική ρωσική επίθεση στο έδαφος. Και αυτός είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίον η μετατροπή της Ενωσης σε στρατιωτική υπερδύναμη θεωρείται χίμαιρα.
Επειτα είναι και το ζήτημα του εξοπλισμού. Η Ευρώπη φιλοξενεί μερικούς από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές όπλων παγκοσμίως, κολοσσούς που παράγουν αεροσκάφη, πυραύλους και συστήματα καθοδήγησης και επικοινωνίας αιχμής. Αλλά η ευρωπαϊκή βιομηχανία όπλων είναι διάσπαρτη σε όλες τις χώρες και βαθιά ενσωματωμένη στις προμήθειες του ΝΑΤΟ. Επομένως εξαρτάται από την αμερικανική ατζέντα. Και ενώ οι Γάλλοι και οι Γερμανοί ελέγχουν τα Airbus Group, Thales και Safran, δύο από τους αμυντικούς γίγαντες της Ευρώπης είναι στην πραγματικότητα οι Βρετανοί (BAE Systems) και οι Ιταλοί (Leonardo).
Ως προς τη χρηματοδότηση, οι χώρες που παραμένουν στην Ενωση (εκτός της Βρετανίας και των ουδετέρων) θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν τους πόρους για την ανάπτυξη ανεξάρτητων προγραμμάτων. Για να διευκολυνθεί η ενοποίηση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την ίδρυση κοινού ταμείου: 200 εκατ. ευρώ θα διατεθούν για τη χρηματοδότηση κοινών προγραμμάτων από το 2020 και μετά. Ενα πολύ μεγαλύτερο ποσό, αρκετών δισεκατομμυρίων ευρώ, αναμένεται να διατεθεί μελλοντικά για συνεταιριστικές προμήθειες εξοπλισμών και κοινή ανάπτυξη αμυντικών ικανοτήτων.
Θα είναι βέβαια μια σοβαρή αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Αμυνας, οργάνου που δημιουργήθηκε το 2004 για την «προώθηση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας», με πολύ μικρό προϋπολογισμό και περιθωριακό ρόλο. Η πρόταση της Επιτροπής, η οποία δημιουργεί τη δυνατότητα για πιο ενοποιημένες δυνάμεις, δεν περιλαμβάνει σχέδια για την οικοδόμηση κοινού στρατού. Αλλά ακόμη και αυτές οι μερικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο, πιθανόν πολύ περισσότερο από το παράθυρο ευκαιρίας για την ευρωπαϊκή στρατιωτικοποίηση που ανοίγει η θητεία του Τραμπ.
Οι στρατοί των χωρών της Ευρώπης εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται από τις εθνικές οικονομίες και ενσωματώνουν την εθνική ταυτότητα και τις φιλοδοξίες του κάθε κράτους στον κόσμο. Η Γερμανία δαπανά το 1% του ΑΕΠ της στις στρατιωτικές δαπάνες, ποσοστό που αυξάνεται σε περίπου 2% για τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο και υπερβαίνει το 3% στις Ηνωμένες Πολιτείες (611 δισ. δολάρια).
Ετσι ακόμα και στο Βερολίνο αναγνωρίζουν ότι το ΝΑΤΟ παραμένει το κλειδί για τον μελλοντικό κοινό ευρωπαϊκό στρατό. Τονίζουν όμως ότι εάν αποσυρθεί η αμερικανική επιδοτούμενη ασφάλεια, τα εμπόδια για την κοινή ευρωπαϊκή άμυνα θα ξεπεραστούν τελικά. Αλλά η πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα είναι ούτε γρήγορη ούτε γραμμική.

HeliosPlus