Δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή αμφιβολία ότι η Κριμαία θα ήταν το πιθανότερο σημείο ανάφλεξης οποιασδήποτε αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μια νέα και ευρέως φιλοδυτική κυβέρνηση στο Κίεβο, και στη Ρωσία. Αλλά είναι ένα μέτρο της σοβαρότητας της κρίσης στην Ουκρανία ότι η ένταση εκεί φούντωσε τόσο πολύ, και τόσο γρήγορα.
Ιστορικώς, τα ανατολικά της χώρας, σε μεγάλο βαθμό ρωσόφωνα και έδρα μεγάλου μέρους της βαριάς βιομηχανίας της Ουκρανίας, νιώθουν κοντά στη Μόσχα. Αλλά οι δεσμοί αυτοί ωχριούν πλάι σε εκείνους που ενώνουν την Ρωσία και την χερσόνησο της Κριμαίας.
Μεταξύ του 18ου και του 20ού αιώνα, η Κριμαία ανήκε στη ρωσική αυτοκρατορία. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους τσάρους και την ρωσική αριστοκρατία, λόγω του μεσογειακού κλίματος της. Ομως η σημασία της ήταν και είναι, πρωτίστως, γεωστρατηγική για την Ρωσία.
Ο Κριμαϊκός πόλεμος, μεταξύ 1853 και 1856, ήταν κατ’ ουσίαν μια προσπάθεια των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων να αναχαιτίσουν την Ρωσία, καθώς παρήκμαζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Επί Σοβιετικής Ενωσης, η Κριμαία παρέμεινε για χρόνια μέρος της ρωσικής ομοσπονδίας. Μέχρι το 1954, όταν ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ (Ουκρανός ο ίδιος) αποφάσισε να την παραδώσει στην αδελφή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας.
Στη Σεβαστούπολη ναυλοχεί ο Στόλος της Μαύρης Θάλασσας της Ρωσίας από τότε που τον ίδρυσε ο πρίγκιπας Ποτέμκιν. Είναι μια βάση ύψιστης στρατηγικής σημασίας για την ρωσική ναυτική παρουσία στη Μεσόγειο, και πέραν αυτής. Ο έκπτωτος φιλορώσος πρόεδρος Γιανουκόβιτς παρέτεινε την μίσθωση μέχρι το 2042.
Παρά μια μικρή μείωση του αριθμού τους μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991, οι Ρώσοι εξακολουθούν να αποτελούν πλειοψηφία στην Κριμαία, με 58% του πληθυσμού, σύμφωνα με απογραφή του 2001. Το καθεστώς της χερσονήσου ως αυτόνομης δημοκρατίας στο εσωτερικό της Ουκρανίας, με το δικό της Σύνταγμα, αναγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα.
Ετσι ο Πούτιν μπορεί να παίξει το χαρτί της «προστασίας Ρώσων υπηκόων στο εξωτερικό», προκειμένου να επέμβει στρατιωτικά. Πολλοί ευρωπαϊκοί πόλεμοι έχουν ξεσπάσει με το πρόσχημα της προστασίας εθνοτικών μειονοτήτων, που «απειλούνται»: το έκαναν οι Γερμανοί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σέρβοι και οι Κροάτες στους Βαλκανικούς πολέμους της δεκαετίας του 1990, και πιο πρόσφατα, η Ρωσία στην εισβολή του 2008, σε μια άλλη πρώην σοβιετική δημοκρατία, την Γεωργία.
Κατά τα φαινόμενα, η Κριμαία θα μπορούσε εύκολα να γίνει άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα. Το Κρεμλίνο χαρακτήρισε τους διαδηλωτές που ανέτρεψαν τον Γιανουκόβιτς ως «στασιαστές » και «τρομοκράτες», και πλήθη βγήκαν στους δρόμους της Συμφερούπολης, με ρωσικές σημαίες.
Στο μεταξύ ο Πούτιν τρίζει τα δόντια. Διέταξε αιφνιδιαστικά ασκήσεις 150.000 στρατιωτών στη δυτική Ρωσία, στο τμήμα της χώρας που συνορεύει με την Ουκρανία. Μια αρκετά συνήθης διαδικασία για να ελέγξει την ετοιμότητα του στρατού, και μια επίδειξη δύναμης, φυσικά.
Από γεωγραφικής απόψεως, η απόσχιση από την Ουκρανία, ίσως μετά από δημοψήφισμα, και η επανένωση της Κριμαίας με την Ρωσία δεν θα ήταν δύσκολη.
Μεταξύ τους υπάρχει μόνο ένα στενό που χωρίζει τον Εύξεινο Πόντο από την Αζοφική Θάλασσα, ενώ και τα εδάφη στην ανατολική Ουκρανία έχουν ιστορικά φιλικές σχέσεις με την Ρωσία.
Αλλά το σενάριο αυτό εξακολουθεί να είναι απίθανο. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η νέα κυβέρνηση στο Κίεβο δεν θα κάνει τίποτε για να προκαλέσει με άμεσο τρόπο το Κρεμλίνο, απαιτώντας, λόγου χάρη, την απόσυρση του ρωσικού στόλου από την Σεβαστούπολη.
Και ο Πούτιν μάλλον βρυχάται, παρά σκέφτεται σοβαρά μια στρατιωτική εισβολή. Η Ουκρανία, με 46 εκατομμύρια κατοίκους, και την υποστήριξη της Δύσης είναι μια πολύ διαφορετική περίπτωση από την μικροσκοπική Γεωργία του Καυκάσου.
Επιπλέον, ενώ οι Ρώσοι αποτελούν την πλειοψηφία στην Κριμαία, υπάρχουν επίσης μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες Ουκρανών και μουσουλμάνων Τατάρων (12% και 24%), οι οποίες αντιτίθενται σφόδρα σε τυχόν ρωσική επέμβαση.