Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ είναι εναντίον του διπολισμού στην παγκόσμια αρένα, εναντίον της «παγκόσμιας μισοκυριαρχίας από την Αμερική και την Κίνα» είχε δηλώσει το 2010. Το επανέλαβε, με πιο διπλωματικό τρόπο, και στη διάσκεψη των G-20 στο Μεξικό τον περασμένο Ιούλιο όπου παρακάθονταν και οι πρόεδροι αυτών των δυο «πόλων». Με δεδομένο αυτό το πολιτικό «πιστεύω» της γερμανίδας καγκελαρίου η πολιτική ηγεσία της Κίνας αγνόησε κάποια «μικροπροβλήματα» που υπάρχουν στις σχέσεις με το Βερολίνο και μεθόδευσε την πρόσκλησή της στο Πεκίνο, προκαλώντας έκπληξη και πολλά ερωτηματικά γιατί η κυρία Μέρκελ είχε επισκεφθεί επίσημα την Κίνα τον περασμένο Φεβρουάριο και θα ήταν η πρώτη φορά που δυτικός ηγέτης επισκεπτόταν δεύτερη φορά την Κίνα μέσα σε τόσο μικρό διάστημα. Ηταν μια «σημαντική χειρονομία» του Πεκίνου προς τη Γερμανία, όπως έγκαιρα διέγνωσαν στο Βερολίνο, η οποία είχε και συμβολική συνέχεια.

Στην καγκελάριο Μέρκελ, η οποία ανταποκρίθηκε στην (έμμεση) πρόσκληση τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου, έγινε η σπάνια τιμή να την προσκαλέσει και να τη συνοδεύσει στην γενέτειρά του Τιενγιέν ο πρωθυπουργός Γουέν Ζιαμπάο.

Για όσους δεν ήθελαν είτε δεν μπόρεσαν να εννοήσουν τι σημαίνει αυτή η ιδιαίτερη «περιποίηση» των Κινέζων προς την καγκελάριο, ο πρωθυπουργός και ο πρόεδρος Χου Ζιντάο έδωσαν την απάντηση. Ο πρώτος, προσφωνώντας την στο επίσημο γεύμα, δήλωσε ότι η Κίνα θεωρεί τη Γερμανία «ηγετική δύναμη» στην Ευρώπη, την πολιτικο-οικονομική οντότητα η οποία συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του Πεκίνου ως «σημαντικός παγκόσμιος συνεταίρος». Και ο πρόεδρος Χου, με παρόντα τον Λι Κεκιάνγκ, ο οποίος αναμένεται να τον διαδεχθεί τον Οκτώβριο, τόνισε στην Ανγκελα Μέρκελ ότι «οι διμερείς σχέσεις Κίνας – Γερμανίας εκφράζουν τους δεσμούς της Κίνας προς την Ευρώπη».
Η καγκελάριος έφερε μαζί της στο Πεκίνο εννέα υπουργούς, τους πρωθυπουργούς δύο γερμανικών κρατιδίων και περισσότερους από εκατό σημαντικούς βιομηχάνους και τραπεζίτες. Υπογράφηκαν κάποιες συμφωνίες συνολικού ύψους περίπου 3 δισ. ευρώ, αποφασίστηκε η στενή συνεργασία για επενδύσεις και η δημιουργία συμβουλευτικής επιτροπής για την κινεζο-γερμανική οικονομία, επαναεπιβεβαιώθηκε ότι «οι διμερείς σχέσεις σημειώνουν σε όλους τους τομείς θετική πρόοδο» και ότι οι δυο χώρες «έχουν τώρα πιο ρεαλιστική αντίληψη» του δυναμικού τους. Αλλά από την πρώτη στιγμή ήταν φανερό ότι το Πεκίνο αλλού έριχνε το βάρος του. Η «Λαϊκή Ημερησία», η εφημερίδα του κόμματος, και μια δεκάδα κινέζων πολιτικών αναλυτών ανέλαβαν να το προβάλουν όσο το δυνατόν καθαρότερα.
Η Γερμανία είναι το «κεντρικό μέλος της Ευρώπης» και, σαν τέτοιο, το Πεκίνο θέλει να του αναθέσει έναν πιο ενεργητικό ρόλο, μια αποστολή. Η γεωπολιτική θέση της στην Ευρώπη πρέπει να αλλάξει επειδή αλλάζει όλη η περιοχή της Απω Ασίας και του Ειρηνικού. «Οι Γερμανοί πρέπει να αντιληφθούν τις αλλαγές στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων» έγραψε (31/8) η κομματική εφημερίδα προσθέτοντας την παρατήρηση ότι δεν ενεργούν ανάλογα. Η Γερμανία «αργεί να ανταποκριθεί στην αλλαγή της διάρθρωσης των παγκόσμιων ισορροπιών την οποία προκάλεσαν οι αναδυόμενες χώρες. Εξακολουθεί να βλέπει τις ισορροπίες με παλιού τύπου γυαλιά». Στο ίδιο πνεύμα αλλά προχωρώντας σε συστάσεις ο σχολιαστής της κεντρικής τηλεόρασης χαιρέτισε την επίσκεψη της πολιτικής εκπροσώπου τής «πλέον σημαντικής (για την Κίνα) ευρωπαϊκής δύναμης» και την κάλεσε «να δει και πέρα από το ατλαντικο – ευρωπαϊκό σύστημα (…), να δει τον εαυτό της με παγκόσμια μέτρα, να παίξει ηγετικό ρόλο στον μετασχηματισμό της Ευρώπης υπό το φως του μετασχηματισμού των παγκόσμιων ισορροπιών».
Η ευρύτερη περιοχή της Κίνας, η Απω Ασία και ο Ειρηνικός, παρατήρησε ο σχολιαστής, περιέχει «πολλά ανησυχητικά πολιτικά στοιχεία» και είναι «πολύ αβέβαιο το πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις Αμερικής – Κίνας». Αυτή η αβεβαιότητα όμως «σημαίνει ευκαιρίες για τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη» χώρα της Ευρώπης».
Υπάρχουν όμως και μερικές πτυχές της επίσκεψης της κυρίας Μέρκελ οι οποίες δεν έφθασαν στο προσκήνιο. Το Πεκίνο έδειξε απογοήτευση διαπιστώνοντας ότι η γερμανική πλευρά δεν ήταν ακόμη έτοιμη για «ένα μακρόχρονο στρατηγικό σχέδιο συνεργασίας». Αποζημιώθηκε όμως από την «πίστη και προσπάθεια της Γερμανίας να διασωθεί το ευρώ» έγραψε η «Le Monde» (1/9). Διότι η Κίνα έχει πάντοτε στόχο την καθιέρωση του εθνικού της νομίσματος, του γουάν ρενμπίμπι, ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος, δίπλα στο δολάριο. Ενα ισχυρό ευρώ – και μάλιστα έμμεσα ενισχυμένο από κινεζικές επενδύσεις σε ευρώ – βοηθά αποτελεσματικά το σχέδιο. Μέσα σε αυτό το σχέδιο, άλλωστε, η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ τοποθετεί την προθυμία της Κίνας να ενισχύσει με 40 δισ. δολάρια (32 δισ. ευρώ) το ΔΝΤ.
Στενές σχέσεις
Ο συνέταιρος του Βερολίνου

Για τη Γερμανία η Κίνα είναι «σοβαρός οικονομικός εταίρος» – απορροφά το 6% των εξαγωγών της – γράφει η «Wall Street Journal» (29/8) και ενοχλείται επειδή οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα αυξήθηκαν μεταξύ 2005 και 2011 κατά 206%, ενώ στο ίδιο διάστημα αυξήθηκαν μόνο κατά 24% προς την Ευρώπη και 6,3% στην Αμερική. Οχι λιγότερες από 5.000 γερμανικές επιχειρήσεις έχουν εγκατασταθεί στην Κίνα και απασχολούν 220.000 εργαζομένους.
Η Κίνα ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη γερμανική τεχνογνωσία και γι’ αυτό επενδύει «συνεχώς, διαρκώς με μεγαλύτερα ποσά» στη Γερμανία – δεν συμβαίνει όμως το αντίστροφο. Οι κινεζικές επενδύσεις στη Γερμανία είναι σήμερα 26 δισ. ευρώ αλλά οι γερμανικές στην Κίνα μόλις φθάνουν τα 1,2 δισ. ευρώ.
Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον ότι το Βερολίνο είδε την επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ περισσότερο ως πολιτική παρά ως εμπορική πράξη. Η Κίνα δεν είναι πλέον μόνο αγορά γερμανικών προϊόντων και φθηνών κινεζικών. Είναι «ένας από τους πιο σημαντικούς, εκτός του ΝΑΤΟ, συνεταίρους» έγραψε το «Spiegel» (29/8).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ