Είναι σίγουρα ένα από τα πρόσωπα της χρονιάς. Μιας κακής χρονιάς σε παγκόσµιο επίπεδο, όµως ακόµη και οι κακές χρονιές έχουν και καλές ειδήσεις. ∆εν ανακάλυψε κάποια καινούργια εφαρµογή για το iPhone. ∆εν ίδρυσε κάποια οργάνωση µε σκοπό την καταπολέµηση της φτώχειας. ∆εν χάρισε κάποια τεράστια περιουσία για καλό σκοπό. Γεννηµένος το 1913 στις ΗΠΑ, επειδή ο πορτογάλος πατέρας του µετέφερε εκεί την οικογένειά του φοβούµενος εµπλοκή της Πορτογαλίας σε πιθανό πόλεµο, ο κ. Τζέιµς Αρούντα Χένρι έκανε κάτι πιο απλό. Εγραψε ένα βιβλίο για τη ζωή του. Το µέγεθος του επιτεύγµατός του γίνεται φανερό αν σκεφτεί κανείς ότι πριν από δύο χρόνια ήξερε µόνο να υπογράφει. Ο 98χρονος πρώην ψαράς έχει µία κόρη εν ζωή, πέντε εγγόνια, 11 δισέγγονα και αναµένεται να υποδεχθεί το καλοκαίρι ένα τρισέγγονο. Ζει αυτή τη στιγµή σε οίκο ευγηρίας και απολαµβάνει την ξαφνική δηµοσιότητα. Ισως το καλύτερο εν ζωή παράδειγµα ότι «ποτέ δεν είναι αργά για τίποτε».

ύο χρόνια πριν, ο κ. Χένρι εγκαταστάθηκε σε οίκο ευγηρίας στην πόλη Μίστικ του Κονέκτικατ. « Πριν από επτά χρόνια είχα ξεκινήσει τις προσπάθειες να πάψω να είµαι αναλφάβητος, έµαθα να βάζω την υπογραφή µου, καθώς και την αλφαβήτα. Μεσολάβησε όµως ο θάνατος της γυναίκας µου και τα παράτησα. Οταν βρέθηκα στον οίκο ευγηρίας, αποφάσισα αντί να κάθοµαι και να µην κάνω τίποτε, να τελειώσω τη δουλειά που είχα αφήσει στη µέση».

Ετσι κι έγινε. Μια εγγονή του προσέλαβε έναν εξειδικευµένο δάσκαλο, ο οποίος τον επισκεπτόταν τρεις φορές την εβδοµάδα. Οπως ήταν λογικό, ένας άνθρωπος που επί έξι δεκαετίες ψάρευε αστακούς στον Ατλαντικό έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί. «Στον δάσκαλο άρεσε ιδιαίτερα να συζητεί µαζί µου, του άρεσε να ακούει τις ιστορίες µου. Ετσι µου πρότεινε να αρχίσω να γράφω τη ζωή µου στο χαρτί ώστε το µάθηµα να αποκτήσει µεγαλύτερο ενδιαφέρον και για µένα». Ολο αυτό έγινε τελικά ένα βιβλίο µε τίτλο «In a fisherman’s language» (Με τα λόγια ενός ψαρά). Τίτλος που επελέγη σε συνεννόηση µε την εγγονή του, Μαρλίσα, η οποία κατά κάποιον τρόπο ήταν η… επιµελήτριά του. «Αρχικά ήθελα να ονοµάσω το βιβλίο “Οταν ήµουν µικρό παιδί”, όµως η Μαρλίσα θεώρησε ότι θα δινόταν η εντύπωση πως πρόκειται για ένα βιβλίο για παιδιά». Η εγγονή του και ο δάσκαλός του ήταν και αυτοί που τον βοήθησαν στο να αποκτήσει το βιβλίο µια πιο ευκολοδιάβαστη µορφή. «Μη φανταστείτε ότι κάναµε τίποτε σπουδαίο, κυρίως διορθώσαµε κάποια ορθογραφικά λάθη. Και βέβαια του εξηγήσαµε ότι πρέπει να επεξηγεί κάποιες έννοιες που έχουν σχέση µε το ψάρεµα» . Ηδη τα πρώτα 700 αντίτυπα του βιβλίου εξαντλήθηκαν και αναµένεται και δεύτερη έκδοση, ενώ αποσπάσµατα από συνεντεύξεις του κ. Χένρι έχουν µεταδοθεί από τα µεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα της Βόρειας Αµερικής. « Οι παραγγελίες είναι τόσο πολλές που δεν τις προλαβαίνουµε» λέει η Μαρλίσα. Στο βιβλίο περιγράφεται η σχέση του µε τον αλκοολικό πατέρα του, ο οποίος απείλησε να σκοτώσει τον υπάλληλο που ήρθε να του ζητήσει να επαναφέρει το παιδί του στο σχολείο, αντί να δουλεύει στα οικογενειακά χωράφια στις Αζόρες. «Μου φερόταν πάντα σαν να είµαι παιδί». Περιγράφεται η δραπέτευση από το οικογενειακό περιβάλλον και η είσοδος στο επάγγελµα του ψαρά. «∆εν έµαθα ποτέ να χρησιµοποιώ το ραντάρ ή άλλα σύγχρονα όργανα ναυσιπλοΐας, έµαθα µε εµπειρικούς τρόπους να αποφεύγω τα φυσικά εµπόδια, όπως η οµίχλη». Περιγράφεται η ζωή στο Στόνινγκτον του Κονέκτικατ, µια πόλη που κάποτε υπήρξε µια πορτογαλική «Αστόρια» ψαράδων και σήµερα κατοικείται κυρίως από ανθρώπους υψηλών εισοδηµάτων που έχουν αναπαλαιώσει τα παλιά σπίτια. «Η πόλη έχει αλλάξει πολύ, τουλάχιστον από το µπαλκόνι του οίκου ευγηρίας διακρίνω το λιµάνι όπου πέρασα τόσα χρόνια». Περιγράφεται ο άνθρωπος που τον ενέπνευσε να γράψει το βιβλίο. «Ενας συνοµήλικός µου, γιος σκλάβου, επίσης αναλφάβητος, που κατάφερε κάτι παρόµοιο». Περιγράφεται το πώς προσπαθούσε να αποκρύψει το µειονέκτηµα του αναλφαβητισµού απ’ όσους δεν το γνώριζαν. Και βέβαια, περιγράφεται ο αγώνας της επιβίωσης στη θάλασσα.

«Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν ο θάνατος ενός ανιψιού µου που ήταν στο πλήρωµα του σκάφους µου. Για τρεις εβδοµάδες δεν µπορούσα να κοιµηθώ. Αν υπάρχει κάτι που µε έκανε κάπως να το ξεπεράσω ήταν ένας αδερφός του, επίσης µέλος του πληρώµατος που ήταν και αυτός παρών. Μου είπε ότι έκανα ό,τι µπορούσα για να σώσω τον αδερφό του. Από τότε δεν ξανασυζητήσαµε για εκείνο το γεγονός. Γι’ αυτό επέλεξα να ξεκινήσω το βιβλίο µε αυτό το περιστατικό».

Εκτός από θλιβερά, στο βιβλίο υπάρχουν και ευχάριστα περιστατικά, ένα µάλιστα µε ελληνικό άρωµα. «Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, αν θυµάµαι καλά, είχα κάνει κάποιους αγώνες πυγµαχίας. Υστερα από µια νίκη ένα από τα δώρα ήταν ένα γεύµα που µου προσέφερε ένας Ελληνας, ιδιοκτήτης εστιατορίου».

Στα 98 του χρόνια απολαµβάνει την ξαφνική δηµοσιότητα που του δόθηκε. «Κυρίως χαίροµαι γιατί επισκέπτοµαι σχολεία και µπορώ να µιλήσω σε παιδιά για την αξία της µόρφωσης». Και βέβαια ετοιµάζει να γράψει και δεύτερο βιβλίο µε όσες ιστορίες δεν µπήκαν στο πρώτο. «∆εν ξέρω κανέναν συνοµήλικό µου που να είναι εν ζωή, όµως εγώ νιώθω σαν να ξαναγεννήθηκα. Ακόµη και ο γιατρός που µε εξέτασε πρόσφατα µου ζήτησε να φοράω άλλα γυαλιά γιατί η µυωπία µου έχει µειωθεί».

Παρόµοια είναι και η άποψή του όταν ερωτάται για τα προβλήµατα της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Πορτογαλίας, αλλά και της χώρας µας. «∆εν γίνεται να τα παρατήσεις. Εγώ έχω περάσει τόσο πολλά, έχω χάσει µια κόρη από λευχαιµία, η γυναίκα µου πέρασε από δεκαεπτά εγχειρήσεις, έχασα συγγενείς στη θάλασσα. Αυτή τη στιγµή όµως νιώθω ζωντανός απλά επειδή πριν από δύο χρόνια πήρα µια απόφαση. ∆εν µπορείς να χάσεις τη θέλησή σου, απλά δεν βγάζει νόηµα».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ