Υπό αυστηρά μέτρα επιτήρησης, κατ’ οίκον περιορισμό και με την καταβολή εγγύησης ενός εκατομμυρίων δολαρίων δέχθηκε το δικαστήριο να αφεθεί ελεύθερος ο Ντομινίκ Στρος-Καν την Πέμπτη.

Ο εισαγγελέας είναι εισηγηθεί νωρίτερα εναντίον της έγκρισης του αιτήματος για εγγύηση, θεωρώντας τον τέως επικεφαλής του ΔΝΤ ύποπτο φυγής, προκαλώντας την αντίδραση των συνηγόρων του που χαρακτήρισαν την απόφαση άδικη και είπαν ότι δεν συνάδει με τις διατάξεις του νόμου.

Στην αγόρευση του ο εισαγγελέας είπε ότι ο κατηγορούμενος «έχει σημαντικό κίνητρο να διαφύγει στο εξωτερικό» και προσέθεσε ότι το ποσό του ενός εκατ. δολαρίων που πρότειναν οι συνήγοροι υπεράσπισης «δεν έχει νόημα». «Έφυγε από το σημείο του σημείο του εγκλήματος με αδικαιολόγητη βιασύνη», είπε ακόμη, και του καταλόγισε «τάση για παρορμητική εγκληματική συμπεριφορά».

Οι ένορκοι αποφάσισαν την παραπομπή του Στρος-Καν σε δίκη για επτά κατηγορίες περιλαμβανομένης της απόπειρας βιασμού και δύο πράξεων σεξουαλικής επίθεσης.

Οι συνήγοροι του πρώην διευθυντή του ΔΝΤ είχαν ζητήσει να αφεθεί ελεύθερος ο πελάτης τους με την καταβολή εγγύησης και ανέφεραν ότι η περιουσία του πελάτη τους είναι δύο εκατομμύρια δολάρια και ότι μία κατ’οίκον κράτηση θα ήταν «πολύ ακριβή και επιβαρυντική».

Στο δικαστήριο παραβρέθηκαν ακόμη η γυναίκα του, η δημοσιογράφος Αν Σενκλέρ και μία από τις κόρες του που σπουδάζει στη Νέα Υόρκη.

Σημειώνεται ότι σε περιπτωση που ο Στρος-Καν παραβιάσει τους όρους της εγγύησής του θα υποχρεωθεί να καταβάλλει άλλα πέντε εκατομμύρια δολάρια, που έχει δεσμεύσει το δικαστήριο.

Στις 6 Ιουνίου θα βρεθεί ξανά ενώπιον του δικαστηρίου

Ο Στρος-Καν θα τεθεί υπό κατ’ οίκον κράτηση στο Μανχάταν, θα πρέπει να παραδώσει στις αμερικανικές αρχές όλα τα ταξιδιωτικά έγγραφά του, θα παρακολουθείται με βιντεοκάμερες και ένας ένοπολος φρουρός θα είναι διαρκώς μαζί του, ανακοίνωσε το δικαστήριο. Επίσης θα φοράει ένα ηλεκτρονικό βραχιόλι.

Η επόμενη παρουσίαση του πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ στο δικαστήριο ορίστηκε από την αμερικανική δικαιοσύνη για τις 6 Ιουνίου. Κατά την ακροαματική συνεδρίαση που θα πραγματοποιηθεί τότε, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να δηλώσει ένοχος ή αθώος για τις επτά κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί εις βάρος του. Αν δηλώσει ένοχος, δεν θα γίνει δίκη. Αν δηλώσει αθώος, όπως έχουν πει ότι θα κάνει οι συνήγοροί του, τότε θα ξεκινήσει δίκη.

Ο Ντομινίκ Στρος-Καν θα μπορούσε επίσης να επιχειρήσει να φτάσει σε μια συμφωνία με τη ν αμερικανική δικαιοσύνη, όμως αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να δηλώσει ένοχος για τουλάχιστον μία από τις κατηγορίες, με αντάλλαγμα μια ποινή μικρότερη από τα 74 χρόνια κάθειρξης που αντιμετωπίζει, σύμφωνα με τους ειδικούς στο αμερικανικό ποινικό δίκαιο.

Αν δηλώσει αθώος στις 6 Ιουνίου, «δεν είναι πολύ πιθανό να ανακοινωθεί την ίδια ημέρα και η ημερομηνία της έναρξης της δίκης του», λέει ο Ράντολφ Τζόνακαϊτ, καθηγητής στη Νομική Σχολή της Νέας Υόρκης. Οι δικηγόροι των δύο μερών θα πρέπει να προετοιμάσουν τη δίκη επιβεβαιώνοντας τις μαρτυρικές καταθέσεις, αναλύοντας ίχνη DNA, σάλιου, ακόμη και σπέρματος στον φερόμενο ως τόπο της επίθεσης, καθώς και τις πληροφορίες από τις κάμερες επίβλεψης και τα μαγνητικά κλειδιά των δωματίων του Sofitel.

«Αν ήταν ένας απλός πολίτης, θα μπορούσε κανείς να περιμένει να αρχίσει η δίκη του στις αρχές της επόμενης χρονιάς, όμως εδώ πρόκειται για μια υπόθεση υψηλού επιπέδου, μπορεί η δικαιοσύνη να προχωρήσει γρηγορότερα», πιστεύει ο Τζόνκαϊτ. Σε κάθε περίπτωση, «υπάρχουν πιθανότητες σε έναν χρόνο να εξακολουθεί να βρίσκεται στη Νέα Υόρκη», προσθέτει.

Από το να αρνηθούν κατηγορηματικά την ενοχή μέχρι να υποστηρίξουν ότι επρόκειτο για συναινετική σεξουαλική σχέση, οι δικηγόροι του Ντομινίκ Στρος-Καν έχουν θεωρητικά πολλά χαρτιά στα χέρια τους για να τον απαλλάξουν από τις κατηγορίες που τον βαραίνουν, εκτιμούν ειδικοί. «Οι περιπτώσεις σεξουαλικών επιθέσεων είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθούν. Ενας από τους κύριους λόγους είναι ότι πολύ σπάνια υπάρχουν μάρτυρες», λέει η Μπρέντα Σμιθ, καθηγήτρια στη Νομική Σχολή του Αμερικανικού Πανεπιστημίου στην Ουάσινγκτον.

Σύμφωνα με έγκριτους ειδικούς του αμερικανικού ποινικού δικαίου, ακόμη και αν οι δικηγόροι της μηνύτριας έχουν αποδείξεις ότι υπήρξε πεολειχία, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, θα πρέπει να αποδείξουν ότι η πράξη αυτή έγινε κατόπιν καταναγκασμού, συνεπώς μη συναινετικά, και αυτό είναι πιο δύσκολο να αποδειχθεί πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας.