Η ΜΑΦΙΑ της Ιαπωνίας, η διαβόητη Γιακούζα, ειδικευόταν παραδοσιακά σε τέσσερις «δουλειές»: την πορνεία, τον τζόγο, την προστασία και την τοκογλυφία. Τα τελευταία χρόνια άλλαξε ρότα: μπήκε, προκλητικά και ημινόμιμα, στον κόσμο των επιχειρήσεων, στην αγορά ακινήτων και στο χρηματιστήριο επενδύοντας εκεί τα κέρδη της- άλλωστε
το χρηματιστήριο του Τόκιο παρομοιάζεται με «τεράστιο καζίνο», άρα είναι λογικό να επενδύει σ΄ αυτό όποιος διαπρέπει στο παράνομο στοίχημα. Σήμερα όμως που η ιαπωνική οικονομία πλήττεται από τη μείωση στις εξαγωγές λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και οι τιμές των μετοχών καταβαραθρώνονται, οι «σκληροί» νονοί της Γιακούζα γονάτισαν και αυτοί- οικονομικά. Γιατί, κατά τα άλλα, παραμένουν βάναυσοι και ανελέητοι.

Σε μια κοινωνία όπως η ιαπωνική που εκτιμά την ομοιομορφία τα μέλη της Γιακούζα με τα πολύχρωμα τατουάζ τους πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα ή, όπως θα έλεγαν στην Ιαπωνία, αρνούνται να «σφυροκοπηθούν» – από την ιαπωνική παροιμία «το καρφί που προεξέχει πρέπει να σφυροκοπηθεί». Την τελευταία δεκαετία όμως τα μέλη της μεγαλύτερης «εταιρείας» οργανωμένου εγκλήματος στον κόσμο εμφανίζουν τάσεις εξομοίωσης με τους συμπατριώτες τους και έχουν στραφεί σε εγκλήματα «λευκού κολάρου» εκθέτοντας τον εαυτό τους πιο άμεσα στην οικονομική κρίση.

«Ο κόσμος συνδέει τη Γιακούζα με σπαθιά,τατουάζ και κομμένα δάχτυλα. Η σύγχρονη Γιακούζα όμως παραπέμπει περισσότερο σε ένοπλη Goldman Sachs» αναφέρει η περίφημη παρομοίωση του Τζέικ Αντελστάιν που έχει αναπαραχθεί κατά κόρον στον Τύπο ανά τον κόσμο. Ο Αμερικανοεβραίος Αντελστάιν, ο πρώτος «γκαϊτζίν» (λευκός) που εργάστηκε στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Ιαπωνίας, τη «Γιομιούρι Σιμπούν» (πουλάει 15 εκατ. φύλλα ημερησίως!), γνωρίζει από πρώτο χέρι τι θα πει Γιακούζα. Καλύπτοντας επί 12 χρόνια το αστυνομικό ρεπορτάζ, εισχώρησε στα άδυτα της μαφίας ώσπου έλαβε την εξής προειδοποίηση από ένα αφεντικό της Γιακούζα για τον οποίο ετοίμαζε ένα ενοχοποιητικό άρθρο: «Σβήσε το άρθρο…ή θα σε σβήσουμε. Οπως και την οικογένειά σου. Θα τους ξεκάνουμε πρώτους για να πάρεις το μάθημά σου πριν πεθάνεις».

Ο Αντελστάιν έβαλε πρώτη τη ζωή των δικών του, επέστρεψε στις ΗΠΑ και πέντε χρόνια αργότερα, δηλαδή μόλις την περασμένη εβδομάδα, αισθάνθηκε αρκετά ασφαλής για να μιλήσει δημοσίως. Σε συνέντευξή του στο ΒΒC εξήγησε τι εστί Γιακούζα και γιατί διαφέρει τόσο από την ιταλική μαφία ή το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Είναι απλό, εξήγησε: στην Ιαπωνία το οργανωμένο έγκλημα δεν κινείται στο περιθώριο.

«Οι Ιάπωνες θεωρούν τη Γιακούζα αναγκαίο κακό και πιστεύουν πως όσο υπάρχει αυτήθα κρατιέται χαμηλά η εγκληματικότητα στους δρόμους» τόνισε. «Πιστεύουν επίσης ότι το μόνο χειρότερο από το οργανωμένο έγκλημα είναι το ανοργάνωτο έγκλημα».

Αυτό δίνει τρομακτική ελευθερία κινήσεων στα μέλη της Γιακούζα: διοικούν τις επιχειρήσεις τους από γραφεία που είναι γνωστά σε όλους, συχνά με μια ξύλινη ταμπέλα με το έμβλημά τους στην πόρτα. Εχουν στην ιδιοκτησία τους γύρω στις 50 εταιρείες εισηγμένες στα χρηματιστήρια του Τόκιο και της Νέας Υόρκης και άλλες χίλιες εταιρείες-βιτρίνα στην Ιαπωνία, από παντοπωλεία ως γραφεία διοργάνωσης γάμων.

Οι δραστηριότητες αυτές αποδείχθηκαν αχίλλειος πτέρνα. Σήμερα που η ιαπωνική οικονομία συρρικνώνεται οι επιχειρήσεις της Γιακούζα συρρικνώνονται μαζί της. Ως αποτέλεσμα τα μέλη της επιλέγουν κατά δεκάδες να αφήσουν πίσω τους το έγκλημα. Για να γίνουν μάλιστα πιο αποδεκτοί από την ευυπόληπτη κοινωνία προσπαθούν να σβήσουν τα γκανγκστερικά τους σημάδια: σβήνουν με λέιζερ τα τατουάζ και κάνουν προσθετική στο μικρό δάχτυλο του χεριού το οποίο, αν είναι κομμένο, «φωνάζει» Γιακούζα. Μόνο έτσι μπορούν να βρουν μια αξιοπρεπή δουλειά.

Κομμένα δάχτυλα: μετάνοια και τυφλή πίστη στον αρχηγό

Το κόψιμο του μικρού δαχτύλου,«γιουμπιτσούμε» στα ιαπωνικά,αποτελεί ένα είδος τιμωρίας ή αίτησης για συγχώρεση.Στο πρώτο παράπτωμα ο ένοχος κόβει την πρώτη φάλαγγα του μικρού δαχτύλου του χεριού του και το προσφέρει στον αρχηγό του.Η πρακτική αυτή προέρχεται από τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο κρατούν οι Ιάπωνες το σπαθί: το σφίγγουν με τα τρία τελευταία δάχτυλα ενώ ο αντίχειρας και ο δείκτης το κρατούν πιο χαλαρά.Συνεπώς,η αφαίρεση δαχτύλων περιορίζει την ικανότητα στον χειρι σμό του σπαθιού και ο ένοχος αναγκαστικά στηρίζεται περισσότερο στην ομάδα για την προστασία του.Στο δεύτερο παράπτωμα κόβει τη δεύτερη φάλαγγα του ίδιου δαχτύλου και μετά συνεχίζει σε άλλο δάχτυλο και ούτω καθ΄ εξής.

Εκτός από τα κομμένα δάχτυλα (για τα οποία πλέον γίνονται προσθετικές επεμβάσεις στην Ιαπωνία),τα ολόσωμα τατουάζ αποτελούν ένα ακόμη χαρακτηριστικό των μελών της Γιακούζα. Σύμφωνα με την παραδοσιακή μέθοδο,το μελάνι μπαίνει κάτω από το δέρμα χωρίς ηλεκτρικά εργαλεία αλλά με βελόνες από μπαμπού.Η όλη διαδικασία είναι ακριβή και επίπονη και περνάνε πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί.Γυμνός,ένα μέλος της Γιακούζα μοιάζει σαν να φοράει ρούχα που καλύπτουν το στήθος,την πλάτη,τα χέρια ως κάτω από τον αγκώνα και τα πόδια ως τη μέση της γάμπας με σχέδια που παριστάνουν δράκους, λουλούδια, ορεινά τοπία, εμβλήματα της «οικογένειας» και αφηρημένες εικόνες.

Ρεπορτάζ στη σκοτεινή πλευρά του Ανατέλλοντος Ηλίου

«Οι σκληροί του Τόκιο» («Τokyo Vice»). Ο ρεπόρτερ Τζέικ Αντελστάιν επιδεικνύει το βιβλίο του

OΤζέικ Αντελστάιν πήγε στο Τόκιο για να σπουδάσει Λογοτεχνία και, προς έκπληξη όλων και πρωτίστως… δική του,προσελήφθη ως ρεπόρτερ στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Ιαπωνίας κατόπιν γραπτού διαγωνισμού.Δεν γνώριζε πολλά για τη Γιακούζα ώσπου άρχισε να την καλύπτει δημοσιογραφικά και, όπως λέει ο ίδιος,πέρασε τα περισσότερα από τα τελευταία 15 χρόνια«στη σκοτεινή πλευρά του Ανατέλλοντος Ηλίου».

«Βεβαίως φοβάμαι τη Γιακούζα»λέει σε συνέντευξή του στον ιαπωνικό Τύπο που τον αποκαλεί «αμερικανοεβραίο ρεπόρτερ που σκέφτεται σαν γιαπωνέζος γκάνγκστερ».«Είναι σαν τα ζώα.Οι άνθρωποι αυτοί βγάζουν το ψωμί τους μέσω της βίας και είναι πολύ σκληροί.Εχουν τρομερή ανθεκτικότητα και αντοχή στον πόνο.Το λέω αυτό από προσωπική εμπειρία». Σε ερώτηση αν υπάρχει κάτι στη Γιακούζα που να θαυμάζει ο Αντελστάιν απαντά:«Αντίθετα προς την Αμερική,όπου ο λόγος κάποιου είναι ελαφρύς σαν πούπουλο, μερικοί από τους άντρες της Γιακούζα επιδεικνύουν τρομερή αφοσίωση. Αν υποσχεθούν κάτι, αν δώσουν τον λόγο τους, τον τιμούν ακόμη και αν η υπόσχεση αυτή δεν τους βολεύει πια ή το να την τηρήσουν τους βλάπτει.“Ενας πολεμιστής δεν έχει διχαλωτή γλώσσα”.Η υπόσχεση είναι υπόσχεση.Είναι τόσο σπάνιο στον σημερινό κόσμο να συναντάς κάποιον που να έχει αίσθηση της τιμής,που θεωρεί σημαντικό να κρατάει τον λόγο του. Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα στοιχεία της Γιακούζα».

ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΤΟΚΙΟ
«Παλιά τους πλήρωσα κι εγώ για προστασία»

Ο έλληνας εστιάτορας Ν. Μπινιάρης

«Oποιαδήποτε δουλειά κι αν έκανε κανείς στο παρελθόν, ερχόταν η Γιακούζα και του πουλούσε προστασία» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο Νικήτας Μπινιάρης, ιδιοκτήτης του «Αegean», του πρώτου ελληνικού εστιατορίου στο κέντρο του Τόκιο. Παλαιότερα πλήρωνε και ο ίδιος, σήμερα όχι. «Η Γιακούζα προσφέρει σήμερα προστασία μόνο σε μπαρ με γυναίκες, πορνεία καικέντρα χαρτοπαιξίας» προσθέτει ο έλληνας εστιάτορας, αποδίδοντας αυτή την αλλαγή στην αυστηρή νομοθεσία που υιοθέτησε η ιαπωνική κυβέρνηση πριν από 15 χρόνια.

Οι Ιάπωνες, μας λέει τηλεφωνικά από το Τόκιο, θεωρούν ότι φταίει η Ελλάδα για την οικονομική κρίση στη χώρα τους. «Ερχονται στο εστιατόριο και μας κάνουν παράπονα γιατί έπεσε το χρηματιστήριο του Τόκιο» . Ο κ. Μπινιάρης ζει επί 38 χρόνια στην Ιαπωνία και το εστιατόριο το άνοιξε πριν από μια εικοσαετία. Αρχικά εξυπηρετούσε κυρίως τους Ελληνες της πρεσβείας, σήμερα το μπεστ-σέλερ πιάτο του στους Ιάπωνες είναι ο μουσακάς- «στους νέους κυρίως, γιατί οι μεγαλύτεροι πολύ δύσκολα δοκιμάζουν μια κουζίνα τόσο διαφορετική από τη δική τους». Με την κρίση «οι Ιάπωνες έχουν κουμπωθεί. Τώρα πάνε στα πιο φθηνά εστιατόρια». Πριν από την κρίση ο μέσος πελάτης ξόδευε στο «Αegean» 80-120 ευρώ, σήμερα έχει πέσει στα 30-40 ευρώ.

Στην κρίση αναφέρεται και ο Αθανάσιος Φραγκής, ιδιοκτήτης της εταιρείας «Νostimia» που εισάγει ελληνικά παραδοσιακά τρόφιμα και κρασιά στην Ιαπωνία. Ζει 10 χρόνια εκεί και διαπιστώνει ότι οι Ιάπωνες «ξοδεύουν πλέον τις αποταμιεύσεις τους».

«Η Ιαπωνία είναι η πιο ασφαλής χώρα στον κόσμο.Η εγκληματικότητα είναι πολύ χαμηλή. Η Γιακούζα περιορίζεται στις “ροζ γειτονιές” και στον τζόγο» λέει επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι το οργανωμένο έγκλημα κρατάει την εγκληματικότητα χαμηλή στους δρόμους. «Οι Ιάπωνες αφήνουν ξεκλείδωτα τα σπίτια και τα αυτοκίνητά τους». Αλλωστε η Γιακούζα δεν κλέβει- η κλοπή γίνεται εξ ορισμού στα κρυφά και θα ήταν αντίθετη προς την πρακτική των ημιανοιχτών δραστηριοτήτων που εφαρμόζει η ιαπωνική μαφία.

ΠΕΝΤΕ ΑΔΙΣΤΑΚΤΕΣ «ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ», 87.000 ΜΑΦΙΟΖΟΙ
«Αν το αφεντικό σού λέει ότι το κοράκι είναι άσπρο, πρέπει να συμφωνήσεις»

Τα «Κόκκινα Φώτα» του Τόκιο: η κακόφημη συνοικία Καμπουκίτσο, «παράδεισος» της Γιακούζα

Η Γιακούζα έχει περισσότερα από 87.000 ενεργά μέλη στην Ιαπωνία. Το 60% αυτών ανήκει στη χαμηλότερη κοινωνική τάξη. Είναι στη συντριπτική πλειονότητα άντρες και μόνο ελάχιστες γυναίκες, συνήθως σύζυγοι αφεντικών, γίνονται αποδεκτές και αποκαλούνται «νι-σάν», δηλαδή «μεγάλη αδελφή».

Τα περισσότερα μέλη της Γιακούζα ανήκουν σε κάποια από τις πέντε μεγαλύτερες οικογένειες. Η πιο μεγάλη από αυτές, η Γιαμαγκούτσι-γκούμι, έχει 55.000 μέλη χωρισμένα σε 850 υποομάδες και αποκαλείται «σουπερμάρκετ των εγκληματικών οργανώσεων». Ιδρύθηκε το 1915 και από την έδρα της στο Κόμπε διευθύνει τις εγκληματικές δραστηριότητές της σε ολόκληρη την Ιαπωνία, στην Ασία και στις ΗΠΑ. Η Γιακούζα, που έχει τις ρίζες της στα μέσα της περιόδου Εντο (17ος-19ος αιώνας), έχει υιοθετήσει την παραδοσιακή ιαπωνική ιεραρχική δομή του ογιαμπούν (πατέρα)- κομπούν (γιου), στην οποία ο «γιος» παραμένει αφοσιωμένος στον «πατέρα». Οταν ένας άντρας γίνεται μέλος της Γιακούζα, δέχεται αυτομάτως αυτή τη σχέση και υπόσχεται πίστη και υπακοή στο αφεντικό του- όπερ σημαίνει, όπως λέει και μια παλαιά ιαπωνική παροιμία, «αν το αφεντικό σού λέει ότι το κοράκι είναι άσπρο, πρέπει να συμφωνήσεις». Ως αντάλλαγμα, ο ογιαμπούν, σαν καλός πατέρας, ανταποδίδει με προστασία και σωστή καθοδήγηση.

Κάθε νέο μέλος που γίνεται δεκτό στη Γιακούζα συμμετέχει σε μια τε λετή μύησης κατά την οποία του τρυπούν με μια βελόνα την άκρη του δείκτη και το αίμα πέφτει πάνω στην εικόνα ενός αγίου στην οποία βάζουν φωτιά στη συνέχεια και καίγεται στα χέρια του νεοφώτιστου που ορκίζεται πίστη στην «οικογένεια». Υστερα κάθεται αντικριστά στον ογιαμπούν, τον αρχηγό της οικογένειας, με δύο ποτήρια σάκε μπροστά τους. Του ογιαμπούν είναι γεμάτο ξέχειλο, όπως αρμόζει στο κύρος του, και του κομπούν μισογεμάτο. Πίνουν από μια γουλιά, ανταλλάσσουν ποτήρια, ξαναπίνουν και έτσι επικυρώνεται η αφοσίωση του νέου μέλους στην οικογένεια. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η σύζυγος και τα παιδιά του κομπούν έρχονται σε δεύτερη μοίρα συγκριτικά με την οικογένειά του στη Γιακούζα.