Η ΙΣΤΟΡΙΑ μάς διδάσκει ότι οι πόλεμοι έχουν επιτυχή έκβαση όταν οι στόχοι τους είναι εξαρχής ξεκάθαροι και εφικτοί. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η υστεροφημία των ηγετών που τους αποτολμούν δέχεται σοβαρό πλήγμα, ενώ ακόμη πιο σοβαρή μπορεί να αποβεί η βλάβη στα εθνικά συμφέροντα. Ούτε ο πόλεμος στο Ιράκ ούτε ο πόλεμος στο Αφγανιστάν διακρίνονταν ευθύς εξαρχής για την καθαρότητα
των επιδιωκόμενων στόχων. Ετσι, ο πρώτος στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία που αργότερα μεταβλήθηκαν σε προσχηματικές δικαιολογίες, οι οποίες τώρα πια έχουν εντελώς απαξιωθεί. Στην περίπτωση του δευτέρου πολέμου οι αρχικώς διακηρυχθέντες στόχοι ήταν: α) η σύλληψη ή η θανάτωση του Οσάμα μπιν Λάντεν και β) η απομάκρυνση των Ταλιμπάν από την εξουσία.

O πρώτος από τους προαναφερόμενους στόχους δεν έχει μέχρι στιγμής επιτευχθεί, αν και έχει υποστηριχθεί ότι ο νέος αμερικανός πρόεδρος θα τα καταφέρει, όχι τόσο, όπως λέγεται, επειδή πιστεύει ότι ο Μπιν Λάντεν είναι ακόμη ο πραγματικός ηγέτης της διεθνούς τρομοκρατίας (αν βεβαίως είναι ακόμη ζωντανός), αλλά λόγω της προφανώς μεγάλης προπαγανδιστικής αξίας που θα είχε για τη νέα αμερικανική διοίκηση ενδεχόμενη σύλληψη του Μπιν Λάντεν.

Ο δεύτερος στόχος έχει εν μέρει επιτευχθεί, καθ΄ ο μέτρο οι Αμερικανοί έχουν απομακρύνει τους Ταλιμπάν από το κέντρο της εξουσίας. Ωστόσο, αν δει κανείς τα πράγματα πιο ψύχραιμα, θα διαπιστώσει ότι η προσπάθεια των Αμερικανών έχει κατ΄ ουσίαν αποτύχει, αφού οι Ταλιμπάν έχουν πλέον ανασυνταχθεί και είναι τώρα πιο απειλητικοί από ποτέ. Πράγματι, η σύγκρουση έχει λάβει πλέον πολύ πιο βίαιο χαρακτήρα σε σύγκριση με τις απαρχές του πολέμου· η Καμπούλ δέχεται σχεδόν καθημερινά πλήγματα από αποστολές αυτοκτονίας· και δεν φαίνεται να υφίσταται καμία έκθεση μυστικών πληροφοριών που να δείχνει ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη χώρα βαίνουν καλώς. Επιπροσθέτως, οι περισσότεροι από τους βρετανούς ή αμερικανούς στρατηγούς που έχουν μιλήσει δημοσίως υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος αυτός είναι εν τέλει πιθανόν να μην κερδηθεί ποτέ. Από την άλλη πλευρά, στα θετικά της μέχρι στιγμής επέμβασης θα πρέπει να συγκαταλεγούν το άνοιγμα ορισμένων σχολείων, η βελτίωση της θέσης των γυναικών, καθώς επίσης και η αποτροπή νέων βανδαλισμών εις βάρος ναών και αγαλμάτων από τους Ταλιμπάν. Εν τούτοις το κέρδος αυτό είναι μικρό σε σύγκριση με το συνολικό κόστος και τον πόνο που έχει προκαλέσει ο πόλεμος.

Εν όψει της κατάστασης αυτής πώς αντιδρά κανείς; Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει εδώ είναι οι δημοσίως διατυπούμενες προθέσεις του νέου αμερικανού προέδρου· και φαίνεται μέχρι στιγμής ότι αυτός επιθυμεί να αντιγράψει την τακτική του προκατόχου του, τασσόμενος υπέρ μιας αύξησης (surge) της στρατιωτικής δύναμης, αυτή τη φορά στο Αφγανιστάν. Ο εμπνευστής της ιδέας αυτής είναι κατ΄ ουσίαν ο στρατηγός Πετρέους, ο οποίος πιστεύει επίσης ότι η απόφασή του να συνομιλήσει με τους σουνίτες στο Ιράκ θα μπορούσε «να τύχει εφαρμογής» και στην περίπτωση του Αφγανιστάν, με τη διεξαγωγή εκεί συνομιλιών με τους διαφόρους αρχηγούς των τοπικών φυλών. Ωστόσο βασίμως μπορεί να αμφιβάλλει κανείς αν η επανάληψη της πολιτικής αυτής θα έχει επιτυχία στο διαφορετικό και ασυνήθιστο περιβάλλον του Αφγανιστάν· και τούτο, πιστεύω, για τους ακόλουθους λόγους:

α) Πρώτιστος στόχος του πολέμου στο Αφγανιστάν παραμένει ακόμη και τώρα η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας δημοκρατικής κεντρικής εξουσίας. Η ιστορία των αφγανικών φυλών δείχνει, όπως εναργώς επισημάνθηκε από τους πρώτους Βρετανούς που εισέβαλαν στο αφγανικό έδαφος περί τις αρχές του 19ου αιώνα, ότι το μόνο που δεν είναι διατεθειμένες να αποδεχθούν οι φυλές αυτές είναι μια αποτελεσματική κεντρική κυβέρνηση. Αυτή η εγγενής δυσκολία ουδέποτε ανεφάνη στο Ιράκ, όπου αντιθέτως οι πειθαρχημένοι σουνίτες ήταν αυτοί που κράτησαν τον Σαντάμ Χουσεΐν τόσα χρόνια στην εξουσία.

β) Οι συνομιλίες με τις αφγανικές φυλές δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με τις συνομιλίες που αναπτύχθηκαν με τους σουνίτες του Ιράκ, διότι οι φυλές αυτές έχουν συνηθίσει, προ αμνημονεύτων ήδη χρόνων, να πολεμούν και συγχρόνως να συνομιλούν μεταξύ τους, χωρίς το ένα να επηρεάζει το άλλο… Εν ολίγοις η πολεμική σύγκρουση είναι για τους Αφγανούς ένας τρόπος ζωής, όπως άλλωστε και η συνήθειά τους να αλλάζουν στρατόπεδα.

γ) Η μείωση του εμπορίου οπίου, ένας ακόμη διακηρυγμένος στόχος τόσο της Αμερικής όσο και της (αποτυχημένης) κυβέρνησης Καρζάι, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τα οικονομικά συμφέροντα των αφγανικών φυλών. Γι΄ αυτό και όταν την τελευταία χρονιά ο Καρζάι και οι Αμερικανοί προσπάθησαν, όπως τουλάχιστον διατείνονται οι ίδιοι, να περιορίσουν το εμπόριο ναρκωτικών, εκτιμάται ότι οι ηγέτες των φυλών, αντί για απώλειες, είχαν όφελος περίπου 100 εκατ. δολαρίων! Το τελευταίο δε γεγονός γεννά το ακόλουθο συναφές ερώτημα: χρειάζεσαι μια δύναμη κατοχής της τάξεως περίπου των 150.000 ανδρών (που είναι ο επιθυμητός στόχος) απλώς και μόνο για να διεξαγάγεις έναν πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά; Και έχουμε σκεφτεί να κάνουμε κάτι αντίστοιχο, λ.χ., στη Νότιο Αμερική;

δ) Ακόμη και αν τα προαναφερθέντα εμπόδια μπορέσουν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, και πάλι το Αφγανιστάν δεν θα μπορούσε να ηρεμήσει χωρίς τη συμβολή της Ρωσίας. Φυσικά και ο Πούτιν μπορεί να συμφωνήσει «να μην μπλέκεται στα πόδια» του Ομπάμα, αν ο τελευταίος, σε αντάλλαγμα, ματαιώσει την απόφαση του προκατόχου του για την εγκατάσταση αντιπυραυλικών αμυντικών συστημάτων στην Πολωνία. Αλλά είναι επίσης λογικό να υποθέσουμε ότι, δεδομένης της διαπραγματευτικής δεινότητας του ρώσου πρωθυπουργού, αυτός θα ζητούσε πολύ περισσότερα- λ.χ., έναν οριστικό τερματισμό των συζητήσεων γύρω από την ένταξη της Ουκρανίας ή της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ- ως αντάλλαγμα για κάτι περισσότερο από μια απλή «παθητική στάση» στα σχέδια των Αμερικανών στο Αφγανιστάν.

ε) Επιπλέον, είναι σαφές ότι η Αμερική θα έπρεπε να ζητήσει και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εδώ ωστόσο τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, δεδομένου ότι η Ενωση κάθε άλλο παρά ενωμένη είναι. Οι δεσμοί που διατηρεί κάθε ευρωπαϊκή χώρα με τη Ρωσία εμφανίζουν διαφορετικό βαθμό έντασης, κάποιες δε χώρες θα ήταν εξαιρετικά διστακτικές στο να θέσουν σε κίνδυνο τους δεσμούς αυτούς, μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουν τον αμερικανό πρόεδρο. Περαιτέρω, η δυνατότητα των ευρωπαϊκών χωρών να στείλουν στρατεύματα στο εξωτερικό υπόκειται σε περιορισμούς και προϋποθέσεις, που καθορίζονται αυστηρά στο Σύνταγμα της κάθε χώρας, οπότε σε αυτό το επίπεδο μικρό περιθώριο υφίσταται για διαπραγματευτικό παζάρι. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά και το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί ένα ενιαίο στρατιωτικό επιτελείο, αποτελούμενο από εκπροσώπους όλων των χωρών που έχουν παρουσία στο αφγανικό έδαφος- πράγμα όμως εξίσου δυσχερές. Τέλος, η δυνατότητα κάποιων ευρωπαϊκών κρατών (όπως λ.χ. η Γερμανία) να δείξουν την αλληλεγγύη τους προς την Αμερική προσφέροντας απλώς περισσότερα χρήματα για τον πόλεμο περιορίζεται πλέον σημαντικά ένεκα της παρούσας οικονομικής κρίσης, η οποία έχει φέρει αρκετά κράτη στο χείλος μιας ύφεσης που αναμένεται να διαρκέσει στην καλύτερη περίπτωση τουλάχιστον ως το τέλος του επόμενου έτους. Κατά συνέπεια, η Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι σε θέση να προσφέρει πολλά· και θα ήταν εντελώς βλακώδες αν οι ηγέτες της για μία ακόμη φορά γονάτιζαν μπροστά σε έναν αμερικανό πρόεδρο.

Εν όψει των ανωτέρω, αυτό που πιθανόν να πάρει η Αμερική από την Ευρώπη είναι μια απλή διπλωματική στήριξη, που θα τονίζει την ανάγκη της φιλίας και της ενότητας δράσης· τούτο όμως ελάχιστα θα βοηθήσει, ιδίως τώρα που το πεδίο των επιχειρήσεων διευρύνεται, καταλαμβάνοντας πλέον και το Πακιστάν.

Με βάση αυτά τα δεδομένα η Αμερική διατρέχει τον ορατό κίνδυνο να βρεθεί εν μέσω ενός κλιμακούμενου πολέμου, και μάλιστα μόνη της. Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι, όσο η εμπλοκή της θα αυξάνεται, όσο θα πολλαπλασιάζονται τα έξοδα και οι απώλειές της, θα βρίσκεται ολοένα περισσότερο παγιδευμένη σε αυτό που αποκαλώ «σύνδρομο του Βιετνάμ». Το σύνδρομο αυτό έχει διττό περιεχόμενο: σηματοδοτεί αφενός μεν την πεποίθηση των Αμερικανών ότι, αν βρεθούν μερικές χιλιάδες ακόμη στρατεύματα, ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί, αφετέρου δε τον φόβο τους ότι, αν εγκαταλείψουν τη χώρα, θα αφήσουν πίσω τους το χάος. Οι πόλεμοι στη Βόρεια Κορέα, στο Βιετνάμ και στο Ιράκ φανερώνουν ότι αυτός ο τρόπος σκέψης ποτέ δεν έχει εγκαταλείψει τους Αμερικανούς. Ούτε όμως μπόρεσαν ποτέ να αποτρέψουν την τελική κατάρρευση. Επομένως, θα ακολουθήσει η Αμερική τη συμβουλή του «νέου» στρατηγού Γουέστμορλαντ (δηλαδή Πετρέους) να αποφασίσει την αύξηση των δυνάμεων, οδηγούμενη όμως έτσι τελικώς σε μια ατιμωτική υποχώρηση; Ή θα έχει το θάρρος να περιορίσει τις απώλειές της ήδη από τώρα και να παραδεχθεί, όπως πολλοί υποστηρίζουν, ότι θα έπρεπε να το είχε ήδη πράξει, ότι το να δημιουργήσει κανείς ένα κράτος στο Αφγανιστάν είναι ένα πρόβλημα του ιδίου του Αφγανιστάν και όχι της Αμερικής, της Αγγλίας ή της Ευρώπης;

Οσο «άφθαρτος» και «επαναστατικός» και αν είναι ο Ομπάμα, θα πρέπει να αισθάνεται ήδη παγιδευμένος στις υποσχέσεις του (ή τα «πιστεύω» του). Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει επίσης να ανησυχεί μήπως χάσει την πολιτική επαφή του με τη Δεξιά, της οποίας την ανοχή, αν όχι τη στήριξη, χρειάζεται, αν επιθυμεί να διευρύνει την πολιτική βάση του. Μια τέτοια διεύρυνση του είναι απολύτως αναγκαία, δεδομένου ότι οι συνολικές ψήφοι που έλαβε είναι μόνον ελαφρώς περισσότερες από εκείνες που είχε λάβει ο Μπους το 2004. Η διαφορά με τα ποσοστά του 59% που κέρδισε ο Ρόναλντ Ρίγκαν το 1984, του 61% του Ρίτσαρντ Νίξον (1972), του Λίντον Τζόνσον (1964) και του Φραγκλίνου Ρούζβελτ (1936) είναι τόσο σημαντική που δεν επιτρέπει στον νυν αμερικανό πρόεδρο να επαναπαυθεί στις δάφνες του. Εν παρόδω, η πολιτική θέση του κρίσιμου αυτού τμήματος του εκλογικού σώματος, ήτοι της Δεξιάς, θα βασισθεί εν μέρει στο επιχείρημα ότι η Αμερική φέρει μια «ηθική» υποχρέωση απέναντι στο Αφγανιστάν. Μπορεί όμως αυτό το επιχείρημα πράγματι να εμποδίσει την αποχώρηση;

Τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα εμφανίζονται ελκυστικά για τους πολίτες (όχι όμως για τους θρασείς πολιτικούς ηγέτες) που στηρίζουν κινήματα με θρησκευτικο-πολιτική χροιά. Στο πλαίσιο όμως του πολιτικού διαλόγου, δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για υποκριτικές ηθικολογίες. Σε κάθε δε περίπτωση, στην πολιτική κανείς δεν μπορεί να φέρει μια ηθική υποχρέωση να επιτύχει το αδύνατον. Συμπερασματικά, οι τελευταίοι δύο αιώνες αφγανικής ιστορίας αφήνουν να διαφανεί ότι το Αφγανιστάν είναι μια ατίθαση χώρα, η οποία πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά βρίσκεται τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω από το Πακιστάν, και φυσικά πολύ περισσότερα σε σύγκριση με τον δυτικό κόσμο. Αν αυτό είναι αληθές- και μπορεί τουλάχιστον βασίμως να υποστηριχθεί-, πώς μπορείς να κάνεις μια χώρα να ασπασθεί τις ιδέες σου, όταν αυτή είναι τόσο ανέτοιμη να τις αποδεχθεί;

Ο Sir Βασίλειος Μαρκεζίνης είναι τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών Αθηνών, Γαλλίας, Ρώμης, Βελγίου, Ολλανδίας και νομικός σύμβουλος (επί τιμή)

της Βασίλισσας της Αγγλίας.