Το πιο εντυπωσιακό, το πιο «απόλυτο» δημοσιογραφικό μυστικό για πάνω από τρεις δεκαετίες, η ταυτότητα του πληροφοριοδότη που κατεγράφη στην πολιτική ιστορία με το όνομα «Βαθύ λαρύγγι», αποκαλύφθηκε πριν από λίγες ημέρες. Και η μεγάλη έκπληξη δεν ήταν μόνο το ότι έγινε αυτή η αποκάλυψη αλλά και το όνομα του προσώπου – που δεν ήταν άλλος από το Νο 2 του FBI, ο Μαρκ Φελτ. Αυτός ήταν η πηγή που τροφοδότησε επί ενάμιση και πλέον χρόνο τους δημοσιογράφους Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν του «Washington Post» με στοιχεία για το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, για τις αθλιότητες, τους εκβιασμούς και τα μνημειώδη ψέματα του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον που τελικώς τον έφεραν υπόδικο στο Κογκρέσο και, την παραμονή της καταδίκης του, τον υποχρέωσαν σε παραίτηση, τον Αύγουστο του 1974. Ημουν ανταποκριτής για «Το Βήμα» στην Αμερική εκείνη την εποχή και έζησα από κοντά τα γεγονότα. Ο ίδιος ο Φελτ, 91 ετών σήμερα, και οι δύο δημοσιογράφοι, που έγιναν παγκοσμίως γνωστοί (και πάμπλουτοι) με τις αποκαλύψεις τους, έδωσαν αυτές τις ημέρες πολλά στοιχεία για την αδιανόητη εκείνη συνεργασία τους και εξήγησαν πώς και γιατί ένας έμπιστος αξιωματούχος μιας μυστικής υπηρεσίας των ΗΠΑ διοχέτευε, ανιδιοτελώς πάντοτε, κατ’ εξοχήν μυστικές πληροφορίες στον Τύπο. «Το Βήμα» δημοσιεύει τα σχετικά και ξαναθυμίζει τα περιστατικά του μεγάλου σκανδάλου του Γουότεργκεϊτ.




17 Ιουνίου 1972


Εισβολή στο κτιριακό συγκρότημα Γουότεργκεϊτ, όπου βρίσκονται τα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Κόμματος των Δημοκρατικών. Στην αρχή φαίνεται σαν κοινή διάρρηξη αλλά όλοι οι διαρρήκτες έχουν κάποια σχέση με την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον.


10 Οκτωβρίου 1972


Πρώτη μεγάλη αποκάλυψη του «Washington Post»: οι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν γράφουν ότι η επιτροπή για την επανεκλογή του προέδρου ειναι αναμεμειγμένη σε πράξεις πολιτικής κατασκοπείας που χρηματοδοτούνται από μυστικά κονδύλια τα οποία διαχειρίζεται ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ.


30 Απριλίου 1973


Στο σκάνδαλο φέρονται αναμεμειγμένοι οι εξ απορρήτων συνεργάτες του Νίξον, ο οποίος εν τω μεταξύ έχει επανεκλεγεί. Αναγκάζεται να απολύσει τον επικεφαλής των συμβούλων του, τον σύμβουλο επί θεμάτων Εσωτερικής Πολιτικής, τον νομικό του σύμβουλο και τον υπουργό Δικαιοσύνης.


8 Αυγούστου 1974


Το Ανώτατο Δικαστήριο διατάζει την κατάθεση στο Κογκρέσο των επίμαχων μαγνητοταινιών που αποδεικνύουν τις υποκλοπές και τη διάρρηξη στο Γουότεργκεϊτ και ο Ρίτσαρντ Νίξον αποφασίζει να παραιτηθεί για να αποφύγει το εδώλιο του κατηγορουμένου.


Εκείνος ο Ιούνιος του 1972 ήταν εντυπωσιακά ήρεμος στην Ουάσιγκτον. H πόλη είχε σχεδόν αδειάσει καθώς οι εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν είχαν τελειώσει την πρώτη εβδομάδα, η αποπνικτική υγρασία είχε φθάσει στα υψηλά επίπεδα του μεσοκαλόκαιρου και ο πρόεδρος Νίξον βρισκόταν στην Καλιφόρνια ετοιμάζοντας την εκλογική εκστρατεία του – αν και η νίκη του τον ερχόμενο Νοέμβριο ήταν εξασφαλισμένη καθώς ο πιθανότερος αντίπαλός του Τζορτζ Μακ Γκόβερν δεν είχε ελπίδες. Ο Κίσινγκερ συνέχιζε τις βολιδοσκοπήσεις του για μια διάσκεψη ειρήνης για το Βιετνάμ, όπου ο πόλεμος είχε καταντήσει ρουτίνα. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις είχαν περιοριστεί στις απολυτήριες εκδηλώσεις των κολεγίων και πανεπιστημίων και το Κογκρέσο ετοιμαζόταν για τις θερινές διακοπές του. Ετσι μέσα στη ραστώνη των ημερών πολύ λίγοι δώσαμε κάποια σημασία στην είδηση της σύλληψης, μεσάνυχτα περασμένα μιας Κυριακής, πέντε «υπόπτων» που επιχείρησαν να διαρρήξουν τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο δαιδαλώδες κτίριο του Γουότεργκεϊτ στην Ουάσιγκτον. Περισσότερη προσοχή δόθηκε στον νυχτοφύλακα Φρανκ Γουίλις – έγινε πασίγνωστος έκτοτε – ο οποίος «μυρίστηκε» πως κάτι τρέχει όταν είδε κολλημένο στην κλειδαριά της πόρτας των γραφείων ένα σελοτέιπ που εμπόδιζε την πόρτα να κλείσει. Ο Γουίλις κάλεσε την αστυνομία. Αυτό ήταν. Από εκεί τα πράγματα εκτυλίχθηκαν με τρόπο που κανένας συγγραφέας αστυνομικών διηγημάτων δεν θα σοφιζόταν και κανένας σκηνοθέτης του Χόλιγουντ δεν θα τολμούσε να δραματοποιήσει.


H αστυνομία συνέλαβε τους πέντε, για τους οποίους τίποτε δεν έδειχνε πως επρόκειτο για κοινούς λωποδύτες. Ηταν καλοντυμένοι – μάλιστα ο ένας βρέθηκε με μερικά εκατονταδόλαρα στην τσέπη(!) και ένας άλλος φορούσε κοστούμι Β&G των 500 δολαρίων, ποσό μεγάλο εκείνη την εποχή. Τους έγινε η συνηθισμένη έρευνα και πάνω τους βρέθηκαν σημειωματάρια με διευθύνσεις, μεταξύ άλλων μία με αρχικά «W.Η.» (Λ.Ο.) και η άλλη με «W. House» (Λευκός Οίκος). Λωποδύτες με τα τηλέφωνα του Λευκού Οίκου; Οι αστυνομικοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν ότι αυτά αντιστοιχούσαν το ένα στον Χάουαρντ Χαντ, πρώην αξιωματούχο της CIA και από μηνών υπάλληλο στο γραφείο του Νίξον, και το άλλο στον Γκόρντον Λίντι, πρώην πράκτορα του FBI και έμμισθο στέλεχος της οργάνωσης για την επανεκλογή του Ρίτσαρντ Νίξον, επικεφαλής της οποίας ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ. Οταν αυτός ρωτήθηκε αρμοδίως, απάντησε ότι αγνοούσε ποιος ήταν ο Λίντι και όσον αφορά τη διάρρηξη αυτή «δεν μπορεί να είναι τίποτε περισσότερο από μια κοινή διάρρηξη».


Και όμως δεν ήταν τόσο κοινή. Στους μήνες που ακολούθησαν εκείνη η «διάρρηξη» εξελίχθηκε σε αυτό που η Γερουσία το 1975 χαρακτήρισε «ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, μία από τις μεγαλύτερες συνταγματικές κρίσεις της σύγχρονης ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών». Ηταν ταυτόχρονα και η αποθέωση της ενημερωτικής τηλεόρασης, καθώς και της ανάδειξης της Γερουσίας ως συνόλου και ορισμένων γερουσιαστών σε πρόσωπα-ήρωες. Το τέρμα της ιστορίας ήταν βέβαια η παραίτηση του προέδρου Νίξον στις 8 Αυγούστου 1974 – παρ’ όλο που είχε κερδίσει εντυπωσιακά την επανεκλογή του τον Νοέμβριο του 1972 – αλλά ως τότε συγκλονίστηκε κυριολεκτικά η κοινή γνώμη. Τριάντα και πλέον ανώτατα κυβερνητικά στελέχη και άτομα του στενού προεδρικού κύκλου οδηγήθηκαν στη φυλακή αφού διαπομπεύθηκαν ανεπανόρθωτα. Ηταν οι δύο δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν του «Washington Post» που έφερναν στη δημοσιότητα απίθανες εμπλοκές στελεχών του Λευκού Οίκου με πρόσωπα του υποκόσμου και των μυστικών υπηρεσιών στην εξυπηρέτηση των απώτερων σκοπών της ρεπουμπλικανικής προεδρίας.


Οταν η εφημερίδα δημοσίευσε τα στοιχεία μιας επιταγής 25.000 δολαρίων του εκλογικού γραφείου του Νίξον που βρέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό ενός εκ των διαρρηκτών, διαπιστώθηκε όχι μόνο η αμαρτωλή σχέση τους αλλά και το ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης, ο άτεγκτος Μίτσελ, είχε και τον έλεγχο ενός μυστικού λογαριασμού που χρηματοδοτούσε μυστικές «αποστολές» εναντίον της ηγεσίας των Δημοκρατικών. Ακολούθησαν άλλες αποκαλύψεις αλλά εκείνο που συντάραξε τους Αμερικανούς ήταν η μετάδοση από την τηλεόραση των ανακρίσεων της επιτροπής του Γουότεργκεϊτ της Γερουσίας. Θα νόμιζε κανείς ότι υπήρχε μια συνεργασία μεταξύ γερουσιαστών και «Washington Post». H εφημερίδα αποκάλυπτε τον ρόλο ενός στελέχους του Λευκού Οίκου και την επομένη η επιτροπή τον εξέταζε ή αντίστροφα, λ.χ. τον νομικό σύμβουλο του Νίξον Τζον Ντιν, ο οποίος παραδέχθηκε ότι συζήτησε «τουλάχιστον 35 φορές» με τον πρόεδρο πώς θα μπορούσαν να «κουκουλώσουν» το σκάνδαλο.


[Να παραθέσω και κάτι προσωπικό. Το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ εξελισσόταν ενώ στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα αλλά το ενδιαφέρον ήταν τεράστιο και «Το Βήμα» δημοσίευε αρκετά προβεβλημένες τις σχετικές ανταποκρίσεις μου. Τις έστελνα τηλεφωνικά, γνωρίζοντας και εγώ και ο συνάδελφος κ. Τσαπραλής, που ήταν στο άλλο άκρο της γραμμής, ότι μας παρακολουθούν. Ακριβώς την ημέρα που μετέδιδα για τον Νίξον που ήθελε να συγκαλύψει το σκάνδαλο ακούω μια τρίτη φωνή «βρε τον π…». Δεν μπόρεσε να κρατήσει την έκπληξη (ή οργή) ο ωτακουστής μας. Και άλλες φορές έκαναν αισθητή, σκόπιμα νομίζω, την παρουσία τους οι «παρατηρητές».]


H πιο συγκλονιστική αποκάλυψη όμως ήταν όταν ο προεδρικός γραμματέας Αλεξάντερ Μπάτερφιλντ καταθέτοντας στη Γερουσία δήλωσε πως ο Νίξον μαγνητοφωνούσε τα τηλεφωνήματα και τις συνομιλίες μέσα στο γραφείο του. Ηταν το γεγονός που έκρινε την τύχη του Νίξον. Γιατί η Γερουσία ζήτησε να πάρει τις μαγνητοταινίες, ο Λευκός Οίκος αγωνίστηκε σκληρά για να μην τις παραδώσει καθώς γνώριζε πως θα ήταν καταλυτικές για τον πρόεδρο, ο Νίξον αντέδρασε απολύοντας τον ειδικό ανακριτή για το Γουότεργκεϊτ Αρτσιμπαλ Κοξ, που είχε ως συνέπεια να παραιτηθούν ο υπουργός Δικαιοσύνης Ελιοτ Ρίτσαρντσον και ο υφυπουργός, και η χαριστική βολή δόθηκε όταν, στο τέλος Ιουλίου 1974, λίγες ημέρες μετά την κατάρρευση της χούντας στην Ελλάδα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ομοφώνως ότι οι μαγνητοταινίες, 64 τον αριθμό, έπρεπε να δοθούν στη Γερουσία. H «ανάγνωσή» τους, η οποία διανθίστηκε με τις δακρύβρεχτες δικαιολογίες της γραμματέως του προέδρου Ρόουζ Μαρί Γουντ για κάποια περίεργα κενά, υπήρξε αποκαλυπτική της ηθικής πολιτικής κατάπτωσης του προέδρου, των εκβιασμών, αλλά και του πανικού που τον είχε καταλάβει. Το τέλος, η παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον, ήρθε όταν η Βουλή, ως αρμόδιο όργανο, άρχισε να στοιχειοθετεί το κατηγορητήριο και το σχέδιο αποφάσεως για την αποπομπή του. Πρόλαβε και παραιτήθηκε πέντε ημέρες αργότερα, στις 8 Αυγούστου.


Τι φοβόταν ο Φελτ


Θα απογοητεύσει πολλούς η αποκάλυψη του ποιος πραγματικά ήταν το «Βαθύ λαρύγγι». Και πρώτα τους νέους και τις νέες που ήθελαν να γίνουν δημοσιογράφοι. Στην Αμερική, οι εντυπωσιακές επιτυχίες των Γούντγουορντ και Μπερνστίν προκάλεσαν εκπληκτική άνθηση των σχολών δημοσιογραφίας στα πανεπιστήμια η οποία συνεχίζεται ως σήμερα, αν και πιο περιορισμένη. Σε μικρότερη κλίμακα, κάτι παρόμοιο σημειώθηκε και στην Αγγλία και στη Γερμανία όπως και στην Ιαπωνία – οι επίδοξοι δημοσιογράφοι πίστευαν ότι κάποια τοπική «βαθιά πηγή» θα τους αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα για ένα μέγα σκάνδαλο κάποιες μεταμεσονύκτιες, ασέληνες ώρες σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ. Ηταν τόσο ελκυστικό, εκείνη την εποχή στην Αμερική, να είσαι δημοσιογράφος. H λέξη είχε γίνει σχεδόν ταυτόσημη με τον γνώστη παντός μυστικού! Σε θεωρούσαν ότι τα ήξερες όλα. Το ανέκδοτο – που όχι σπάνια δεν ήταν καθόλου ανέκδοτο – εκείνων των ημερών του Γουότεργκεϊτ ήταν ότι είτε έμπαινες σε μπαρ είτε ήσουν σε κοσμική δεξίωση έλεγες πως είσαι δημοσιογράφος, και αμέσως σε πλησίαζαν ένα – δυο κοπέλες πρόθυμες να σε συνοδεύσουν σπίτι ή έστω στο γραφείο σου. [Φυσικά, ήταν η εποχή που ο κόσμος, ακόμη και η νεολαία, διάβαζε εφημερίδες. Και όχι μόνο τους πρωτοσέλιδους τίτλους τους]. Τώρα; Τώρα που το μυστικό αποκαλύφθηκε και διέλυσε τον μύθο; Οτι αυτό το «Βαθύ λαρύγγι» ήταν το Νο 2 της Υπηρεσίας που είχε τη μοναδική αρμοδιότητα να γνωρίζει τα πραγματικά γεγονότα, τα πρόσωπα, τα σχέδια – και, βέβαια, δεν βρίσκονται τόσο συχνά τέτοιας στάθμης πρόσωπα που, ριψοκινδυνεύοντας ακόμη και τη ζωή τους, διοχετεύουν μυστικά στον Τύπο γιατί κρίνουν – και ορθά – πως κινδύνευαν οι δημοκρατικοί θεσμοί της χώρας τους.


Γεννήθηκε τότε το ερώτημα και επανέρχεται πάλι σήμερα: Γιατί ο Μαρκ Φελτ, ένας άνθρωπος με αυξημένο αίσθημα ευθύνης και νομιμόφρων δεν απευθύνθηκε στον εισαγγελέα ή έστω στον άμεσο προϊστάμενό του, τον αρχηγό του FBI, Πάτρικ Γκρέι; H απάντηση είναι πολύ απλή. Δεν τους είχε εμπιστοσύνη. Φοβόταν, και είχε συγκεκριμένες αποδείξεις γι’ αυτό, ότι και ο ένας και ο άλλος θα συγκάλυπταν τα πράγματα, θα φρόντιζαν να εξαφανίσουν τεκμήρια του σκανδάλου, όπως έκανε άλλωστε ο Γκρέι ο οποίος έδωσε διαταγή «να διαγραφούν ονόματα και να καταστραφούν έγγραφα σχέσιν έχοντα με την παρέμβαση» του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ – ο οποίος αργότερα καταδικάστηκε σε φυλάκιση – στην «πρωτογενή έρευνα της υποθέσεως» των λεγομένων «υδραυλικών», δηλαδή εκείνων που διέρρηξαν τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος στο Γουότεργκεϊτ.


«Υποπτα πρόσωπα έχουν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο» Πώς οι δημοσιογράφοι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν γνώρισαν τον Μαρκ Φελτ και γιατί εκείνος τους εμπιστεύθηκε


Το όνομα «Βαθύ λαρύγγι» δεν το έδωσαν οι Γούντγουορντ και Μπέρνστιν στη μυστική πηγή των πληροφοριών τους, τον Μαρκ Φελτ. Στα πρώτα δημοσιεύματά τους τον αποκαλούσαν «φιλικό πρόσωπο» και «γνωστή ενημερωμένη πηγή». Αλλά αυτό δεν άρεσε στον Χάρι Ρόζενφελντ, τον διευθυντή εσωτερικού ρεπορτάζ του «Washington Post». Το βρήκε πολύ κοινό και, εντελώς αναπάντεχα, πρότεινε – και επέβαλε – το όνομα του τίτλου της ταινίας του σκληρού πορνό της Λίντα Λάβλεϊς (The deep throat) που τότε «έσπαζε ταμεία» σε όλη την Αμερική. Ο Φελτ, όταν το είδε, έμεινε «κάτι περισσότερο από κατάπληκτος» έγραψε προχθές ο Γούντγουορντ. Γράφει και για το πώς γνώρισε τον Φελτ ο δημοσιογράφος:


«Το 1970 όταν υπηρετούσα ως υποπλοίαρχος στο γραφείο του ναυάρχου Τόμας Μούρερ εκτελούσα καμιά φορά και χρέη ταχυδρόμου, πήγαινα έγγραφα στον Λευκό Οίκο. Ενα απόγευμα με έστειλαν με ένα πάκο χαρτιά και περίμενα στη μικρή αίθουσα αναμονής στο ισόγειο έξω από την αίθουσα συσκέψεων. Επρεπε να έχει κανείς υπομονή, καθώς περνούσε ώρα ώσπου να έρθει ο αρμόδιος να παραλάβει και υπογράψει τα έγγραφα. Καθώς περίμενα, λοιπόν, βλέπω να έρχεται και να κάθεται δίπλα μου ένας ψηλός, με καλοχτενισμένα μαλλιά, με μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μισολυτή γραβάτα, καμιά τριανταριά χρόνια μεγαλύτερός μου. Κρατούσε ένα σκληρό χαρτοφύλακα και το βλέμμα του έδειχνε άνθρωπο με αυτοπεποίθηση, που γνώριζε τον χώρο και ήξερε να αντιμετωπίζει καταστάσεις. Μου έκανε εντύπωση ότι, μένοντας σχεδόν ακίνητος, κατόπτευε με τα μάτια του τα πάντα. Πέρασε λίγη ώρα και κατόπιν του συστήθηκα. «Σερ» του είπα, « υποπλοίαρχος Μπομπ Γούντγουορντ». «Μαρκ Φελτ» μου απάντησε».


Ετσι γνωρίστηκαν. Το πώς μια τέτοια συμπτωματική γνωριμία εξελίχθηκε σε σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης είναι μια ιστορία-θρίλερ. «Ηταν από την πρώτη στιγμή φιλικός μαζί μου, προστατευτικός θα έλεγα» γράφει ο Γούντγουορντ. Ξανασυναντήθηκαν μία ακόμη φορά, πάλι στον Λευκό Οίκο. Οταν αργότερα ο Γούντγουορντ άρχισε να εργάζεται στο «Washington Post» του τηλεφώνησε, εκείνος έδειξε να μην ενοχλείται, μάλιστα προχώρησε να του πει ότι «εργάζεται στο FBI» και ότι «προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν θαυμαστής του Εντγκαρ Χούβερ», του τότε αρχηγού της υπηρεσίας. Μια άλλη φορά του αποκάλυψε ότι «ύποπτα πρόσωπα έχουν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο». Οταν εκείνη την Κυριακή 17 Ιουνίου 1972 πιάστηκαν στα πράσα οι πέντε διαρρήκτες των γραφείων του Δημοκρατικού Κόμματος, η εφημερίδα ανέθεσε στον Γούντγουορντ και στον Μπέρνστιν να γράψουν το σχετικό ρεπορτάζ. Εκπληκτοι αλλά και χαμένοι στο χάος των απίθανων πληροφοριών για τις σχέσεις των διαρρηκτών με τον Λευκό Οίκο, αποφάσισαν να απευθυνθούν στον Φελτ.



Γράφει ο Γούντγουορντ: «Είναι η στιγμή που μια πηγή ή ένας φίλος σε κάποια κυβερνητική υπηρεσία είναι ανεκτίμητη. Τηλεφώνησα στον Φελτ στο FBI. Ηταν η πρώτη συνομιλία μας για το Γουότεργκεϊτ. Μου δήλωσε ξερά ότι δεν του αρέσουν τα τηλεφωνήματα στο γραφείο αλλά μου πρόσθεσε ότι η διάρρηξη στο Γουότεργκεϊτ θα έχει πολύ καυτή συνέχεια για λόγους που δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Εκλεισε το τηλέφωνο απότομα». Ακολούθησαν και άλλες επικοινωνίες – μερικές τηλεφωνικές και μερικές στο σπίτι του Φελτ, όπου «μια μέρα καθώς βρισκόμουν σε κάποιο αδιέξοδο πήρα κουράγιο και εμφανίστηκα στο σπίτι του, ένα απλό μονώροφο. Μου άνοιξε η γυναίκα του, η Οντρεϊ». Ο Φελτ, επιμένει ο Γούντγουορντ, «δεν μου πρόδωσε ποτέ μυστικά», τον οδηγούσε όμως ποια κατεύθυνση να πάρει, σε ποιους να στρέψει την προσοχή του, τι να αποφύγει κτλ. Οι συναντήσεις τους γίνονταν με τον πιο τέλειο συνωμοτικό τρόπο, σε ένα υπόγειο πάρκινγκ, ύστερα από ανταλλαγή συνθημάτων που «με έπεισαν ότι στον Πόλεμο ήταν πρόσωπο στην υπηρεσία αντικατασκοπίας, με μίσος για τους ναζιστές».


Γιατί όμως ο Μαρκ Φελτ, ένα ύψιστο στέλεχος μιας υπηρεσίας όπου η εχεμύθεια είναι κανόνας και η διαρροή πληροφοριών ακόμη και υπό μορφήν συμβουλών τιμωρείται με κάθειρξη, έγινε πληροφοριοδότης; Το ερώτημα απασχόλησε και τον Γούντγουορντ, ο οποίος προσπαθεί να δώσει μια εξήγηση.


Ο Φελτ τραυματίστηκε ψυχικά, καθώς όντας κατ’ ουσίαν Νο 2 στο FBI δεν έγινε αρχηγός της, όταν τον Μάιο του 1972, έναν μήνα πριν από το Γουότεργκεϊτ, πέθανε ο Χούβερ. Ο Νίξον δεν τον ήθελε. Δεν ήταν όμως μόνον αυτό. Ο Φελτ, όπως και ο Χούβερ άλλωστε, είχε ενοχληθεί όταν διαπίστωσε ότι ο Νίξον είχε δώσει το πράσινο φως σε κάποιον πρώην πράκτορα της CIA, ονόματι Τσαρλς Χούστον, να ετοιμάσει «σχέδιο που εξουσιοδοτούσε τη CIA, το FBI και τις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες να εντείνουν την ηλεκτρονική παρακολούθηση των υπόπτων, να ανοίγουν τις επιστολές και να εισβάλλουν στα σπίτια δίχως εισαγγελική άδεια».