Ενα θεαματικής τεχνολογικής σημασίας γεγονός, που όμως άμεσα συνδέεται με τον αμυντικό τομέα, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο από την ελληνική δημόσια συζήτηση. Πρόκειται για τη διαστημική συνεργασία Ευρωπαϊκής Ενωσης (EE) – Κίνας, την οποία η χώρα μας οφείλει να παρακολουθήσει συστηματικά, αν δεν θέλουμε να (αυτο)αποκλειστούμε από τις ευκαιρίες που περικλείει, όχι μόνον στο επιστημονικό αλλά και σε πολιτικό, στρατηγικό και οικονομικό επίπεδο.


H επιτυχής πραγματοποίηση της πρώτης επανδρωμένης κινεζικής πτήσης τον Οκτώβριο του 2003, που αναδεικνύει την Κίνα στην τρίτη χώρα – μετά τη Σοβιετική Ενωση και τις ΗΠΑ – η οποία καταφέρνει να στείλει άνθρωπο στο Διάστημα, αποτελεί μία κορυφαία στιγμή του κινεζικού διαστημικού προγράμματος, αλλά όχι και τη μοναδική πτυχή του. Διότι, παράλληλα προς τα εθνικά τεχνολογικά της επιτεύγματα, η Κίνα αποδεικνύεται επιδέξιος εταίρος διεθνών συνεργασιών σε θέματα διαστημικής τεχνολογίας, έρευνας και άμυνας, επηρεάζοντας σημαντικά τη μετεξέλιξη του διεθνούς χάρτη ασφάλειας και ισχύος. Νευραλγικό αρμό αυτής της πολιτικής αποτελεί, αναμφίβολα, η διαστημική συνεργασία της με την Ευρωπαϊκή Ενωση στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαστημικού προγράμματος «Γαλιλαίος», ενός από τα σημαντικότερα σχετικά προγράμματα της EE, με αντικείμενο την ανάπτυξη ευρωπαϊκού δορυφορικού συστήματος ναυσιπλοΐας και εντοπισμού θέσεως και χρόνου (που θα τεθεί σε λειτουργία το 2008) – ένα άλλο σημαντικό πρόγραμμα είναι το GMES (Global Monitoring for Environment and Security).


H επίσημη εφαρμογή της συμφωνίας από τα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου επιβεβαιώνει την τεράστια στρατηγική σημασία που αποδίδει η Ευρώπη στην επιστημονική και τεχνολογική δραστηριοποίησή της στο Διάστημα, ώστε να ενισχύσει την οικονομική της ανάπτυξη, την Κοινωνία της Πληροφορίας, τις υποδομές των μεταφορών, την προστασία του περιβάλλοντος και την ασφάλειά της. Ο στόχος αυτός υποστηρίζεται την τελευταία τριετία με τη διαδικασία χάραξης κοινής ευρωπαϊκής διαστημικής στρατηγικής μέσω της δημιουργίας Κοινής Ομάδας Δράσης (JTF: Joint Task Force) και Κοινής Συμβουλευτικής Ομάδας Διαστημικής Στρατηγικής (JSSAG: Joint Space Strategy Advisory Group) μεταξύ της EE και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Διαστήματος (ESA, European Space Agency, το ευρωπαϊκό αντίστοιχο της NASA).


H συνεργασία της EE με την Κίνα έρχεται να εμπεδώσει αυτή τη στρατηγική, ανανεώνοντας ριζικά το πλαίσιο επιστημονικών ανταλλαγών που προβλεπόταν από παλαιότερη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου (1980). Το νέο πρόγραμμα συνεργασίας, με προϋπολογισμό 1,1 δισ. ευρώ – από τα οποία η Κίνα θα καταβάλει 230 εκατ. ευρώ – αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αποστολή 30 δορυφόρων γύρω από τη Γη για τηλεπικοινωνιακούς, αεροναυτιλιακούς και αμυντικούς σκοπούς. Ειδικότερα, οι αμυντικοί στόχοι της συνεργασίας βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της EE, όπως παραδέχονται διπλωμάτες της Επιτροπής, αλλά και η ίδια η αρμόδια επίτροπος Λογιόλα δε Παλάθιο, που εγκαινίασε πρόσφατα, μαζί με τους κινέζους υπουργούς Παιδείας και Βιομηχανίας, ένα νέο τμήμα στο Πανεπιστήμιο του Πεκίνου για τη συστηματική θεσμική συνεργασία ευρωπαίων και κινέζων επιστημόνων σε έρευνες προηγμένης τεχνολογίας, στο πλαίσιο του ίδιου πενταετούς προγράμματος συνεργασίας.


H διεύρυνση των συμμαχιών της EE σε θέματα διαστημικής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας πραγματοποιείται σε μια περίοδο έντονης και ενίοτε πολιτικά φορτισμένης μετεξέλιξης της ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας. Σαφώς, αντανακλά την αναγνωρισμένη πια από την EE ανάγκη να αναπτύξει η ίδια δυνατότητες αυτόνομης δράσης στο κρίσιμο αυτό πεδίο, μειώνοντας την εξάρτησή της από την παραδοσιακή αμερικανική αμυντική προστασία. Παράλληλα, όμως, αναδεικνύει και πρακτικά πλέον το θεμελιώδες ζήτημα της έκτασης που μπορεί να λάβει ή θα αφεθεί να λάβει αυτή η διαδικασία απογαλακτισμού της Ευρώπης: αν, δηλαδή, η αυξανόμενη αυτοδυναμία της EE θα κατορθώσει να εξελιχθεί σε πλήρη χειραφέτηση, χωρίς όμως αντιπαλότητα αλλά ως ισότιμη συνεργασία με τις ΗΠΑ.


H Κίνα, διαστημική δύναμη από εικοσαετίας, με ισχυρό στόλο πυραύλων σύγχρονης τεχνολογίας, είναι η πρώτη από τις τρίτες χώρες, εκτός των ΗΠΑ, με την οποία η κοινοτική Ευρώπη συνεργάζεται στον στρατηγικό τομέα διαστημικών αμυντικών τεχνολογιών. Μολονότι είναι ακόμη πρώιμο να εκτιμηθούν οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτής της συνεργασίας στις σχέσεις EE – ΗΠΑ, τα σημερινά δείγματα γραφής δημιουργούν συνθήκες ανταγωνισμού σε διάφορα επίπεδα. Πέρα από τον αυτονόητα ανταγωνιστικό χαρακτήρα του αναπτυσσόμενου δορυφορικού συστήματος «Γαλιλαίος» προς το αντίστοιχο αμερικανικό σύστημα προσδιορισμού θέσης GPS, που ελέγχεται σχεδόν αποκλειστικά από το αμερικανικό Πεντάγωνο, καθοριστικές αποκλίσεις και αποδεσμεύσεις εντός του ΝΑΤΟ αναμένεται να προκύψουν από τις οικονομικές και τεχνολογικές πτυχές της συνεργασίας EE – Κίνας. H δημιουργία νέου Διαδικτύου (Internet), ανεξάρτητου από το αμερικανικό, μέσω των 30 δορυφόρων του «Γαλιλαίου», δίνει μία πρόγευση του πλέγματος δραστηριοτήτων που θα πλαισιώσουν την κεντρική συμφωνία συνεργασίας (π.χ. ανάπτυξη νέου λογισμικού, νέων υλικών, νέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, θέσεων εργασίας κ.λπ.) επηρεάζοντας όχι μόνο τη στρατηγική της EE αλλά και την καθημερινότητα όλων των ευρωπαίων πολιτών.


Τα διαστημικά ευρωπαϊκά προγράμματα συνδέονται όχι μόνο με διαδικασίες συλλογής πληροφοριών και συνεχούς παρακολούθησης του πλανήτη, αλλά και με πλείστα μείζονα προβλήματα που αφορούν τον πολιτικό και κοινωνικό πολιτισμό της Ευρώπης, το κράτος δικαίου, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τη μετακίνηση πληθυσμών και προσφύγων, τη διαχείριση κρίσεων.


Με αυτή την προοπτική, οι διαστημικοί σχεδιασμοί της EE, ειδικότερα με την εμπλοκή της τέταρτης σήμερα εμπορικής δύναμης στον κόσμο, την Κίνα, συνιστούν καμπή στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κατ’ ανάγκη, δε, θα επανεξετασθούν σε βάθος οι σχέσεις της EE με τις ΗΠΑ, αλλά και με τη Ρωσία, και θα επέλθουν αλλαγές στις εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές μας.


Αυτό ισχύει πρωτίστως για την Ελλάδα, που βρίσκεται σε ένα γεωπολιτικό σταυροδρόμι με κρίσιμα προβλήματα ασφάλειας και άμυνας. Γι’ αυτό η χώρα μας έχει κάθε συμφέρον να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις της «διαστημικής» Ευρώπης.


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής, τ. υπουργός και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».