Ενας βασιλιάς με… ονοματεπώνυμο


Είναι ένας βασιλιάς με… ονοματεπώνυμο: Συμεών Σαξκομπουργκότσκι, αναγράφει το διαβατήριό του και η αστυνομική του ταυτότητα. Με αυτό το όνομα υπογράφει, με αυτό τον αποκαλούν όλοι στη χώρα του. «Πώς διαφορετικά θα υπέγραφα; Συμεών Β’; Που το Βήτα σημαίνει βασιλιάς; Δηλαδή σήμερα που είμαι πρωθυπουργός θα πρέπει να υπογράφω ως Συμεών Π´;» διερωτάται εύλογα όταν του υπενθυμίζουν ότι ορισμένοι έκπτωτοι βασιλείς επιμένουν, παρά το γεγονός ότι συνταγματικά έχασαν εδώ και χρόνια τον θρόνο τους, να υπογράφουν ως… βασιλείς και αρνούνται να έχουν ονοματεπώνυμο, όπως όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες. Είναι σήμερα ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, από τους πλέον δημοφιλείς πολιτικούς, όχι τόσο επειδή υπήρξε κάποτε βασιλιάς χωρίς θρόνο, ούτε βεβαίως επειδή είναι από τους πλέον φανατικούς φιλοευρωπαϊστές, όσο επειδή είναι απλός, προσιτός, «πραγματιστής», όπως ο ίδιος προτιμά να αποκαλεί τον εαυτό του. Τζέντλεμαν, πάντοτε χαμογελαστός, ακόμη και όταν γνωρίζει ότι ένας στους τέσσερις συμπατριώτες του εξακολουθεί να παραμένει άνεργος και ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιβάλλει στη χώρα του κάθε χρόνο βαρύτατους οικονομικούς όρους.


Λιτό πρωθυπουργικό γραφείο, στο κέντρο της Σόφιας, απέναντι ακριβώς από το, ελληνικής ιδιοκτησίας πλέον, ξακουστό ξενοδοχείο των Βαλκανίων «Σέρατον Βαλκάν», με μοναδική διακόσμηση την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τη σημαία της ΕΕ. Χωρίς ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, με ολιγάριθμους και σχεδόν αθέατους φρουρούς και με μία μόνο γραμματέα. Και βεβαίως το βουλγαρικό εθνόσημο, αυτό με τα δύο όρθια χρυσά λιοντάρια και το… στέμμα: «Οι κομμουνιστές δεν κατέστρεψαν το βουλγαρικό εθνόσημο. Δεν του έδωσαν σημασία, αλλά το διατήρησαν. Αλλωστε η επιγραφή που έφερε τους βόλευε, όπως βολεύει και τώρα όλους τους Βουλγάρους» λέει ο κ. Συμεών Σαξκομπουργκότσκι όταν αντιλαμβάνεται ότι το έκπληκτο βλέμμα του επισκέπτη του πέφτει άθελά του στο μοναδικό ίσως στέμμα που βλέπεις στη Βουλγαρία, και αυτό σε πρωθυπουργικό γραφείο. Ενας θυρεός, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτε από τους αντίστοιχους των βασιλικών οίκων της Βρετανίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας κ.ά.: «Η ισχύς εν τη ενώσει» γράφει και αυτό κάνει τους Βούλγαρους να ξεχνούν και το στέμμα και τη μοναρχία.


– Τι θα προτιμούσατε να είστε σήμερα; Βασιλιάς ή πρωθυπουργός της χώρας σας; ήταν η πρώτη ερώτηση. Δεν έδειξε να δυσφορεί και η απάντηση του ήταν όντως «μετρημένη»:


«Και οι δύο υπηρετούν τον λαό. Ανεξάρτητα από τον τίτλο, το έργο είναι που μετράει. Αν ο λαός σου σε εμπιστευθεί, σημαίνει ότι πιστεύει πως μπορείς να φέρεις το έργο εις πέρας. Δεν μπορώ να πω τι ακριβώς θα προτιμούσα. Υπάρχει η γενική αντίληψη ότι ο βασιλιάς έχει λιγότερες ευθύνες, καθήκοντα… Και πάλι όμως δεν θα μπορούσα να πω…».,


Κάποιες στιγμές αμηχανίας, σκέψης (ίσως και νοσταλγίας) περνούν και η «αυτού εξοχότης ο πρωθυπουργός» (όπως επιθυμεί να τον προσφωνούν), χαμογελά, περιμένοντας μάλλον συμπληρωματική, διευκρινιστική ερώτηση.


– Ο λαός σας πώς σας αντιμετωπίζει; Ως πρωθυπουργό ή ως βασιλιά;


«Το έργο που κλήθηκα να κάνω εδώ, ο λόγος που ομιλώ σε σας είναι ότι είμαι ο πρωθυπουργός της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Γεννήθηκα μέλος της βασιλικής οικογένειας και μετά τον θάνατο του πατέρα μου έγινα βασιλιάς. Αυτό όμως είναι ένα διαφορετικό ζήτημα, ένα διαφορετικό πρόβλημα. Δεν μπορώ να ξαναγεννηθώ ως πρωθυπουργός της Δημοκρατίας. Το παρελθόν υπάρχει, δεν είναι όμως αυτό το κυρίως θέμα».


Στην πραγματικότητα, όπως πιστοποιούν πολλοί Βούλγαροι, ο Συμεών δεν ήθελε ποτέ να γίνει πρωθυπουργός. Επεδίωκε να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας και αυτός ήταν ο λόγος που επέστρεψε στη χώρα του. Μόνον που προσέκρουσε σε συνταγματικές απαγορεύσεις. Για να γίνει κάποιος πρόεδρος στη Βουλγαρία, δεν χρειάζεται μόνο να είναι βούλγαρος υπήκοος, να διαθέτει ονοματεπώνυμο, αλλά και να παραμένει επί πέντε συνεχή χρόνια στη χώρα. Το τελευταίο «προσόν» δεν το είχε και έτσι, εκμεταλλευόμενος τη δημοτικότητά του, προτίμησε το πρωθυπουργικό λειτούργημα.


Το ονοματεπώνυμο είναι μεγάλη υπόθεση για έναν γεννημένο ως βασιλιά, που μισεί οποιονδήποτε άλλον τίτλο εκτός από αυτόν του «βασιλέως». Κανένα όμως πρόβλημα για τον Συμεών, ο οποίος μάλιστα, σε σχετική ερώτηση, δίνει και συμβουλές για τους έκπτωτους βασιλείς που επιμένουν σε… τίτλους: «Στη χώρα μας κρατάμε το επώνυμο ως πολίτες για τα επίσημα έγγραφα, τα συμβόλαια. Οταν ο παππούς μου έγινε βασιλιάς, κράτησε το επώνυμό του. Η περιουσία του ήταν στο όνομα «Σαξκομπουργκότσκι». Στον επιχειρηματικό κόσμο πάντα εργαζόμουν με αυτό το όνομα. Το πρώτο μου διαβατήριο από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας ήταν σε αυτό το όνομα. Στη Βουλγαρία ο βασιλιάς διατηρεί το επώνυμό του. Το επώνυμο είναι κάτι με το οποίο γεννιέται κανείς. Ο βασιλιάς είναι θεσμός. Τώρα είμαι πρωθυπουργός· έχω όνομα. Δεν ονομάζομαι… Πρωθυπουργός».


Ολος ο κόσμος στη Βουλγαρία γνωρίζει ότι το όραμά του είναι να ενταχθεί, στο μέλλον, η χώρα του στην ΕΕ. Και εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για την τελευταία αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Είμαστε πολύ ευγνώμονες που αυτή η τελευταία έκθεση ήταν θετική. Η ομάδα που εργάζεται για την ένταξη στην ΕΕ έχει κάνει μια πολύ συνεπή και σωστή δουλειά και ελπίζουμε ότι θα κλείσουμε άλλα δύο κεφάλαια πριν από τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης. Προσωπικά πιστεύω πως ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός δεν συνίσταται απλώς στο κλείσιμο των κεφαλαίων. Υπάρχει στη νοοτροπία καθώς και στον τρόπο που θα πρέπει να λειτουργεί η διοίκηση και ολόκληρη η χώρα».


Αν η ΕΕ είναι «μακρινό όνειρο» για τον πρωθυπουργό της Βουλγαρίας, δεν ισχύει το ίδιο για την ένταξη της χώρας του στο ΝΑΤΟ, μια υπόθεση στην οποία έχει εναποθέσει πολλές από τις ελπίδες του, ώστε να ολοκληρώσει με επιτυχία την τετραετία του: «Ο βουλγαρικός λαός είναι προσανατολισμένος προς το ΝΑΤΟ. Υπάρχει μεγάλη λαϊκή υποστήριξη για το ΝΑΤΟ. Πληρούμε όλες τις προϋποθέσεις, όσον αφορά τη μείωση του μεγέθους και του εκσυγχρονισμού των ενόπλων μας δυνάμεων. Εργαζόμαστε με υπευθυνότητα τόσο ενάντια στη διαφθορά όσο και για τη μεταρρύθμιση της δικαστικής μας εξουσίας. Από ‘κεί και πέρα, στις 21 Νοεμβρίου θα γνωρίζουμε αν οι προσπάθειές μας καρποφορήσουν».


Είναι ένας πρωθυπουργός κυβέρνησης συνασπισμού με κόμμα μειοψηφίας. Τέτοιο πολιτικό φαινόμενο θεωρείται, αν όχι αδύνατο, σπάνιο για ελληνικά πολιτικά δεδομένα. Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό της επιτυχίας και η κυβέρνησή του εξακολουθεί να είναι βιώσιμη;


«Είναι η πραγματικότητα σε συνδυασμό με λίγη δημιουργική σκέψη. Το κόμμα με το οποίο συνεργαζόμαστε είναι το Κίνημα για τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα των Μουσουλμάνων. Το ποσοστό των μουσουλμάνων στη χώρα είναι σημαντικό και πιστεύω ότι η εκπροσώπησή τους στην κυβέρνηση δημιουργεί γενικότερο αίσθημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και ομαλότητας».


Δημοφιλής πρωθυπουργός, αλλά τελευταίως βρέθηκε στο στόχαστρο των πολιτικών του αντιπάλων επειδή ακολουθεί «μια άκρως ορθόδοξη πολιτική, επιζήμια για την πλειονότητα του πληθυσμού» όπως λένε οι επικριτές του. Μια κατηγορία στην οποία σπεύδει αμέσως να απαντήσει: «Δεν είμαι των άκρων σε τίποτα. Ούτε καν στη θρησκεία μου ως ορθόδοξος. Πρέπει κανείς να είναι πραγματιστής και να αξιοποιεί το καλό σε όλα. Το Νομισματικό μας Συμβούλιο είναι δύσκολη υπόθεση, αλλά μας δίνει αυτοπεποίθηση και μπορεί να βοηθήσει την οικονομία να αναπτυχθεί πολύ πιο σταθερά από ό,τι μια πολύ ελεύθερη ή φιλελεύθερη πολιτική, που μπορούσε να οδηγήσει και σε καλπάζοντα πληθωρισμό. Προχωρούμε προσεκτικά και καλοσχεδιασμένα, με αργά βήματα, γιατί η λεγόμενη υπερ-επιτάχυνση μπορεί να είναι και ανεξέλεγκτη. Υπάρχουν άλλωστε τόσα που δεν εξαρτώνται από εμάς: η τιμή του πετρελαίου, το ευρώ και το δολάριο δεν εξαρτώνται από εμάς».


Ο βούλγαρος πρωθυπουργός αναγνωρίζει ότι τα μεγαλύτερα εμπόδια για την υλοποίηση του οράματός του ήταν η βουλγαρική νοοτροπία, η έλλειψη προθυμίας για διάλογο, τον οποίο όμως – όπως βεβαιώνει – «έχουμε τώρα επιτύχει». Οπως επίσης και η απαίτηση ότι ο Πρωθυπουργός ορίζει και κάνει τα πάντα: «Το υπουργικό συμβούλιο είναι ένα συλλογικό όργανο και έτσι πρέπει να δουλεύει. Πολλά πράγματα πρέπει να επιλύονται σε άλλα επίπεδα και να μην έρχονται όλα στον πρωθυπουργό. Φυσικά τα οικονομικά προβλήματα είναι μεγάλα, αλλά αυτό είναι κάτι που κληρονομήθηκε και πάντως τώρα το ελέγχουμε».


Τα ίδια προβλήματα που έχουν σχεδόν όλοι οι πρωθυπουργοί, πλην όμως δεν διστάζει να τα αναφέρει. Οπως δεν διστάζει να παραδεχθεί και τα «λάθη» της βουλγαρικής κυβέρνησης. Οπως, για παράδειγμα, τότε που ο ΟΤΕ έκανε, πριν από τρία χρόνια, μια προσφορά για την εξαγορά του ΒΤΚ (του οργανισμού των βουλγαρικών τηλεπικοινωνιών), η οποία και απερρίφθη. Σήμερα είναι ξανά προς πώληση, αλλά αυτή τη φορά η προσφορά είναι μόλις το 1/3 της τιμής που προσέφερε ο ΟΤΕ. Παραδέχεται τώρα ότι για το ζήτημα αυτό είναι απογοητευμένος, αλλά, όπως λέει, «τότε η κυβέρνηση ήταν διαφορετική, με άλλες προτεραιότητες. Δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε ή απλώς να ευχόμαστε για κάτι. Η Παγκόσμια Τράπεζα θέλει να προχωρήσουμε σε ιδιωτικοποιήσεις. Εχουμε πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, και θα πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν. Βλέπετε όμως, όλα να εξαρτώνται από τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς· όχι από τις προσδοκίες μας και από την τιμή που ορίζουμε εμείς…».