Πάνε κι έρχονται. Ο Ντέιβιντ Κάμερον είναι φευγάτος, ο Νάιτζελ Φάρατζ έφυγε ήδη και ο Μπόρις Τζόνσον πήρε το σκουφάκι του και πήγε σπίτι. Την κόπρο του Αυγεία που άφησαν οι άντρες θα διαχειριστεί είτε η Τερέζα Μέι (πάνω αριστερά) είτε η Αντρεα Λίντσομ (κάτω δεξιά), όποια εκλέξουν πρωθυπουργό οι Συντηρητικοί.

«Στα εκλογικά συστήματα που ο κερδισμένος τα παίρνει όλα, όσοι χαίρονται να τζογάρουν την ασφάλεια της χώρας τους δεν χρειάζεται να σταθούν τυχεροί παρά μόνο μια φορά». Με αυτόν τον ειρωνικό και δηκτικό τρόπο σχολίασε ο Ντέιβιντ Ράνσιμαν στη «London Review of Books» το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος στις 23 Ιουνίου και τις ευθύνες του βρετανού πρωθυπουργού, Ντέιβιντ Κάμερον. Το κείμενο προφανώς είχε γραφτεί μετά την προαναγγελθείσα παραίτηση του πρώτου, αλλά και πριν αποσυρθεί ο Μπόρις Τζόνσον από την κούρσα για να τον διαδεχθεί ως ηγέτης των Συντηρητικών ή ο Νάιτζελ Φάρατζ του UKIP αποσυρθεί από την πολιτική ισχυριζόμενος ότι θέλει «τη ζωή του πίσω». Διαφορετικά, θα μπορούσε να επισημάνει ότι σε αυτά τα εκλογικά συστήματα ο κερδισμένος όχι μόνο τα παίρνει όλα, όχι μόνο παίζει στα ζάρια μια χώρα, αλλά και εν συνεχεία την κοπανάει σφυρίζοντας αδιάφορα, ενώ τα κορόιδα μένουν να μαζέψουν τα σπασμένα.

Τα κορόιδα, στην περίπτωσή μας, ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια: ο Ντέιβιντ Μπλαντσφλάουερ έγραφε στον «Guardian» ότι μπορεί να προβεί κανείς σε απευθείας διασύνδεση της αρνητικής ψήφου με το πενταετές αρχικά (και δεκαετές στην πορεία) πρόγραμμα λιτότητας της κυβέρνησης των Συντηρητικών που έστειλε πολλούς στην αντίπερα όχθη της παραμονής. Εξ ου και η απόδοση των 350 εκατ. λιρών την εβδομάδα από τον κρατικό προϋπολογισμό για την Ευρώπη υπέρ του Εθνικού Συστήματος Υγείας είχε τόση απήχηση ως σύνθημα των Brexiters – ασχέτως αν τα νούμερα ήταν αποκύημα φαντασίας: η νυν υποψήφια για την πρωθυπουργία, Τερέζα Μέι, βρήκε μόλις 100 εκατ. να δώσει. Στο μεταξύ, σύμφωνα με τον Μπλαντσφλάουερ, σε μία εβδομάδα η βρετανική οικονομία έχει χάσει ανυπολόγιστα ποσά από την πτώση της λίρας σε ιστορικό χαμηλό 30 ετών, οι βρετανικές τράπεζες έχουν απολέσει ήδη μετοχική αξία 10 δισ. λιρών και οι πρώτες προβλέψεις οργανισμών όπως η Credit Suisse βλέπουν αύξηση του ΑΕΠ 1,0 αντί 1,8% για φέτος και ύφεση 1,0% αντί ανάπτυξης 2,3% για το 2017. Ο όποιος λογαριασμός θα πάει αποκλειστικά στους Βρετανούς, απορροφώντας πιθανότατα ό,τι θα εξοικονομούνταν για το βρετανικό ΕΣΥ – συν όσα προοιωνίζονται πιθανές αποσχίσεις Σκωτίας και Βόρειας Ιρλανδίας.
Ωστόσο, όπως ορθά υποδεικνύει ο Πανκάι Μίσρα στη «London Review of Books», οι αριθμοί δεν μιλούν στο συναίσθημα. Και οι πολιτικοί τόσο στη Βρετανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη έχουν ξεχάσει τον τρόπο να καθησυχάζουν τα εκλογικά σώματα. Φόβοι και ανησυχίες δεν εξελίσσονται αναγκαστικά σε ξενοφοβία ή εξτρεμισμό αν υπάρξει απάντηση στηριγμένη όχι σε ψυχρά νούμερα, αλλά στην πειθώ των ηγετών. Αν ο Φράνκλιν Ρούζβελτ ξεχώρισε μεταξύ των πολιτικών της κρίσης του Μεσοπολέμου ήταν ακριβώς επειδή μίλησε για τους φόβους των Αμερικανών ως φυσικό γεγονός και κατόπιν τούς αντιμετώπισε ταυτόχρονα με ρητορεία υψηλής πιστότητας και σαφές σχέδιο διακυβέρνησης. Σήμερα, οι νεοφιλελεύθεροι διαχειριστές της εξουσίας, σημειώνει ο Μίσρα, έρχονται αντιμέτωποι με εξαγριωμένα ακροατήρια «πεπεισμένα ότι η άρνηση είναι ο θεός τους». Τι προκύπτει αβίαστα από την τυφλή άρνηση; Το χάος.