Η μετεμφυλιακή Ελλάδα υπήρξε μια αδιαφανής δημοκρατία: μία χώρα με θεσμούς και σκιώδεις θεσμούς, Σύνταγμα και παρασύνταγμα, κράτος και παρακράτος. Στις 15 Ιουλίου 1965 η ρήξη του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του βασιλιά Κωνσταντίνου με αντικείμενο το πρόσωπο του υπουργού Αμυνας ενσάρκωσε τη διαρκή τριβή δύο αντίθετων πόλων εξουσίας και νομιμοποίησης (δημοκρατικά εκλεγμένης Βουλής και Ανακτόρων), έφερε στην επιφάνεια τις διαδικασίες πολιτικής ίντριγκας, προξένησε τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση από τον Εμφύλιο και δημιούργησε με τις μαζικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν το υπόβαθρο της συνάντησης Κέντρου, ΕΔΑ και Λαμπράκηδων στο μεταδικτατορικό ρεύμα της Κεντροαριστεράς. Γιατί η άμεση συνέπεια των Ιουλιανών ήταν το διετές διάλειμμα μιας νόθας διακυβέρνησης που έστρωσε τον δρόμο στα τανκς των Απριλιανών.

Γεώργιος Παπανδρέου (1888-1968)
Πρωθυπουργός της Απελευθέρωσης αλλά και των Δεκεμβριανών, ρήτορας ολκής αλλά με τη φήμη του τακτικιστή να τον ακολουθεί, είναι αμφίβολο αν ο Γεώργιος Παπανδρέου θα δημιουργούσε ακόμη και με μια επιτυχημένη πλήρη θητεία τότε την εικόνα του «Γέρου της Δημοκρατίας» που τελικά κατέλιπε. Η πολιτική του πολιτεία παρέμενε αμφιλεγόμενη, δείγμα τόσο των ικανοτήτων όσο και των αδυναμιών του. Η σθεναρή στάση του το θέρος του 1965 ήταν ίσως άκαιρη [ο Σπύρος Λιναρδάτος γράφει στο βιβλίο «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα» (εκδόσεις Το Βήμα) ότι μια τέτοια σύγκρουση θα ήταν αποτελεσματικότερη αμέσως μετά τη νίκη του με 53% στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964], δημιούργησε όμως τελικά με την κοινωνική της απήχηση την ώσμωση του πολιτικού χώρου που μεταδικτατορικά θα κυριαρχούσε ως Κεντροαριστερά.

Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ (1940-)
Το λάθος του ήταν ότι δεν του αρκούσε να βασιλεύει, επεδίωξε να κυβερνά. Οι δυναστικοί παράγοντες δεν είχαν αναγνωρίσει ότι η επιβίωση της βασιλείας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνιστούσε ουσιαστικά ιστορικό ατύχημα, στον βαθμό που ο θρόνος μπόρεσε στο κρίσιμο διάστημα μετά την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά να συσπειρώσει τον αντικομμουνισμό αποτελεσματικότερα από το χλωμό συντηρητικό κατεστημένο. Είκοσι χρόνια μετά τον Εμφύλιο αυτά τα αντανακλαστικά έφθιναν γοργά. Και παρεμβάσεις στη δικαιοδοσία του πρωθυπουργού που άλλοτε θα γίνονταν αντικείμενο σιωπηρού δούναι και λαβείν δεν ήταν πια ανεκτές ούτε από ισχυρούς πολιτικούς ούτε από την κοινωνία.

Ανδρέας Παπανδρέου (1919-1996)
Για τους πολιτικούς παρατηρητές, τότε και μετέπειτα, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ο ανερχόμενος αστέρας της πολιτικής σκηνής, ο κληρονόμος μιας πολιτικής κυριαρχίας που θα πλήρωνε το κενό του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ωστόσο, ένας «πολιτικός αντάρτης» («political maverick»), όπως τον χαρακτήρισε στην πρόσφατη βιογραφία του («Ανδρέας Παπανδρέου. Η γέννηση ενός πολιτικού αντάρτη», εκδόσεις Ψυχογιός) ο Σπύρος Δραίνας, εύλογα προξένησε την μήνιν αντιπάλων, συναδέλφων, ενίοτε και του ίδιου του πατέρα του. Ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε καθαρός outsider σε σχέση με το τότε πολιτικό κατεστημένο ο οποίος έφερνε καινά δαιμόνια σε μια κλειστή κυβερνητική κάστα εντός μιας συντηρητικής κοινωνίας. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ υπήρξε ουσιαστικά το προανάκρουσμα των Ιουλιανών, εφόσον σε αυτή στηρίχθηκε η αμφισβήτηση της ανάληψης του υπουργείου Αμυνας από τον Γεώργιο Παπανδρέου.

Κωνσταντίνος Καραμανλής (1907-1998)
Ο μεγάλος απών του 1965, αυτοεξόριστος στο Παρίσι μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία το 1963, θεωρούνταν πάντοτε ωσεί παρών. Για μερίδα του Τύπου και της κοινής γνώμης ήταν εκείνος που διηύθηνε την ΕΡΕ εξ αποστάσεως, πάνω από το κεφάλι του κατ’ όνομα αρχηγού της Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Οπωσδήποτε η αξία της παρουσίας του έγκειται στο ότι με τη ρητορική του ερώτηση «Ποίος κυβερνά αυτόν τον τόπο;» στις περιστάσεις της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 είχε αναδείξει την επιρροή των παράκεντρων εξουσίας, ανακτορικών και παρακρατικών. Το μέτρο της «καχεκτικής δημοκρατίας» που κατά τον Ηλία Νικολακόπουλο υπήρξε η μετεμφυλιακή Ελλάδα δίνεται από το ότι, παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητές του, δεν κατόρθωσε να ελέγξει τα τελευταία.

Πάνος Κόκκας (1919-1974)
Το πρόσωπο του εκδότη της «Ελευθερίας» αναδεικνύει την ισχύ του Τύπου στη μεταπολεμική Ελλάδα – και ταυτόχρονα το ύφος και τις αδυναμίες του. Η συλλογιστική του Πάνου Κόκκα, προσωπικού φίλου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, εστίασε την αντίθεσή της στην επιρροή του Ανδρέα Παπανδρέου και της ΕΔΑ. Στο αφήγημα αυτό, όπως έγραφε στην «Ελευθερία» ο Κόκκας στην καρδιά της κρίσης, μεταξύ 16 και 25 Ιουλίου 1965, «ο ολέθριος υιός του από το Σικάγον», ο «κακός δαίμων», είχε δώσει σε κόμμα και κυβέρνηση τη μορφή του «οικογενειακού μικρομάγαζου», ενώ στη συνέχεια «σε αγαστή σύμπνοια με τον σκληρόν πυρήνα της ΕΔΑ» και «μερικών εξάλλων που παριστάνουν τον “κεντροαριστερόν”» είχε αποδυθεί στην προσπάθεια «να μεταφέρουν τον πολιτικόν αγώνα εις το πεζοδρόμιον».

Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (1918-)
Η «αποστασία του 1965» υπήρξε εκτός από πολιτειακό και πολιτικό ζήτημα. Το τελευταίο αφορούσε ήδη πριν από την κρίση τη μελλοντική διαδοχή του Γεώργιου Παπανδρέου και εξελίχθηκε μετά την εκδήλωση της ρήξης με τον Κωνσταντίνο σε πάλη για τον έλεγχο της Ενωσης Κέντρου. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δει κανείς τις κινήσεις του φερέλπιδος τότε νέου πολιτικού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος από δεξί χέρι του Γεωργίου Παπανδρέου στη διάρκεια του «ανένδοτου αγώνα» κατά των εκλογών «βίας και νοθείας» του 1961 μετατράπηκε σε υποστηρικτή ενός κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος.

Ηλίας Τσιριμώκος (1907-1968)
Η περίπτωση του Ηλία Τσιριμώκου, του δεύτερου βραχύβιου πρωθυπουργού που απέτυχε να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, ανήκει στις διαψευσμένες ελπίδες της εποχής. Και μπορεί κανείς να διακρίνει στην αμφιλεγόμενη πολιτεία του πρώην στελέχους του ΕΑΜ και συνοδοιπόρου του Αλέξανδρου Σβώλου στο σοσιαλιστικό κόμμα ΣΚ-ΕΛΔ κατά το καλοκαίρι της κρίσης μια εξέλιξη όσων ο κοφτερός παρατηρητής ανθρώπων Γιώργος Θεοτοκάς διαπίστωνε ήδη από το 1941 («μυαλό ανήσυχο, ευφυΐα, φαντασία» αλλά και «παλαιοκομματισμός και κοσμικότητα χωρίς αληθινή φινέτσα και χωρίς πνεύμα, […] εγωπάθεια χωρίς κανένα φρένο, φθόνος για καθετί που τον ξεπερνά ή τείνει να τον ξεπεράσει»), όταν ο Τσιριμώκος του έλεγε: «Εγώ που τη νύχτα δαγκάνω τα μαξιλάρια μου από φιλοδοξία».

Στέφανος Στεφανόπουλος (1898-1982)
«Πίστευε πως έτσι παιζόταν το παιχνίδι». Η σύντομη φράση του Σπύρου Δραΐνα για τον άνθρωπο που πήρε τελικά την ψήφο εμπιστοσύνης στις 24 Σεπτεμβρίου 1965 απεικονίζει εύστοχα την προσωπικότητα ενός παραλίγο μεγάλου δεύτερου της πολιτικής σκηνής. Δεδομένος διάδοχος του Παπάγου το 1955, παραμερίστηκε από τα Ανάκτορα που τότε ευνόησαν τον δυναμικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μεταπήδησε στο Κέντρο και κατέστη αποδεκτός από τις ποικίλες φατρίες του. Κέρδισε την πρωθυπουργία υπό τις διαβλητές συνθήκες της αποστασίας, την κράτησε επί δεκαπέντε μήνες με τις ευλογίες του Παλατιού, των αποσχισθέντων της Ενωσης Κέντρου και της ΕΡΕ και έκλεισε τη σταδιοδρομία του ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου της φιλοβασιλικής Εθνικής Παράταξης το 1977.

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΟΙ ΡΟΛΟΙ

Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας: Ο πρόεδρος της Βουλής που ορκίστηκε πρωθυπουργός πενήντα λεπτά μετά την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου.

Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ο διανοούμενος αρχηγός της ΕΡΕ που στήριξε τις κυβερνήσεις των αποστατών ως τον Δεκέμβριο του 1966.

Κωνσταντίνος Χοϊδάς: Διευθυντής του πολιτικού γραφείου του βασιλιά Κωνσταντίνου και εικαζόμενος συντάκτης των επιστολών στον πρωθυπουργό που έφεραν τη ρήξη.

Σωτήρης Πέτρουλας: Ο 22χρονος φοιτητής που σκοτώθηκε στα βίαια επεισόδια της φοιτητικής διαδήλωσης της 21ης Ιουλίου 1965 κατά της αποστασίας.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΣΠΙΔΑ
Η σύμπηξη συνωμοτικής ομάδας εντός του στρατεύματος από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς δημοκρατικών φρονημάτων με υποτιθέμενο υποκινητή τον Ανδρέα Παπανδρέου αναφέρθηκε στις 12 Μαΐου 1965 από τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, τότε διοικητή των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο. Οι κατηγορίες κατά του Παπανδρέου δεν αποδείχθηκαν ποτέ, ήταν αρκετές όμως για να θορυβήσουν τα Ανάκτορα που διατηρούσαν τον έλεγχο του στρατού.

* Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ