«Κάποια μέρα εγώ θα γίνω πρόεδρος και θα σε απολύσω από την αστυνομία». Αμετρη φιλοδοξία, εγωπάθεια, παλικαρισμός, όλα συμπυκνωμένα στην έκταση μιας πρότασης. Η απειλή του Νίκου Γεωργιάδη, γνωστού με το ψευδώνυμο «Σαμψών», μέλους της ΕΟΚΑ, αγωνιστή, ψευδομάρτυρα, εκτελεστή, δοτού προέδρου, φυγά, προς ένα ιστορικό στέλεχος της κυπριακής αστυνομίας αποκτά ξεχωριστό χαρακτήρα στην επέτειο των 40 ετών από την ανατροπή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή, εφόσον η περίπτωσή του αποτελεί μια επίσκεψη στη σκοτεινή πλευρά του Κυπριακού. Πέρα από τον ρόλο που διαδραμάτισε ως μαριονέτα-«πρόεδρος των οκτώ ημερών» μετά το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στις 15 Ιουλίου 1974, ο βίος και η πολιτεία του προσφέρονται για να διακρίνει κανείς τα θολά όρια μεταξύ στρατιωτικής δράσης και τρομοκρατικών ενεργειών σε έναν απελευθερωτικό αγώνα ή την αδυσώπητη πάλη για την εξουσία σε ένα προσωποκρατικό καθεστώς.

Ρολίστας της ΕΟΚΑ

Αναζητώντας κανείς το πραγματικό πρόσωπο του Νίκου Γεωργιάδη, όνομα με το οποίο γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1935 στη Λευκωσία, δεν θα το βρει στο κύριο σώμα των δεδομένων της εποχής, αλλά στις υποσημειώσεις. Οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές του Κυπριακού, θετικοί και αρνητικοί, ο Μακάριος, φυσικά, ο αμφιλεγόμενος Γεώργιος Γρίβας της «Χ» στην Ελλάδα, της αντιστασιακής ΕΟΚΑ (και της αποσταθεροποιητικής ΕΟΚΑ Β’) στην Κύπρο, ο πολυπράγμων υπουργός Εσωτερικών και άνθρωπος των παρασκηνίων Πολύκαρπος Γιωρκάτζης πρωταγωνιστούν στα πρωτοσέλιδα. Ο Σαμψών εμφανίζεται κάπου στις εσωτερικές σελίδες. Μεταφορικά, ως προς το σύνολο της δράσης του. Κυριολεκτικά, ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της. Δημοσιογράφος από νεαρή ηλικία, επιθυμούσε να αποτελεί το επίκεντρο της προσοχής: τηλεφωνούσε στην εφημερίδα του 24 ώρες το 24ωρο, σύμφωνα με τον τότε διευθυντή του στους «Cyprus Times», Τσαρλς Φόλεϊ, και «κάθε ρεπορτάζ του ήταν “αληθινό λαβράκι”, κάθε είδησή του “ωραία ιστορία”». Στον ελληνικό Τύπο, ενδεικτικά, περνά με δύο διακριτούς χαρακτηρισμούς, έναν ανά δεκαετία. Το 1957, όταν ως εκτελεστής της ΕΟΚΑ δικάζεται δις εις θάνατον από αγγλικό δικαστήριο για δολοφονίες Βρετανών στην Κύπρο, για τα «Νέα» είναι ένας «αγωνιστής». Το 1966, όταν το όνομά του εμπλέκεται στη διαβόητη «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» και ο ίδιος καταθέτει στην Αθήνα κατά του Ανδρέα Παπανδρέου ως υποτιθέμενου αρχηγού συνωμοτικής οργάνωσης εντός του ελληνικού στρατού, για το «Βήμα» είναι ένας «ψευδομάρτυρας».

Ωστόσο, και ο καιρός της αγωνιστικής δράσης του δεν ήταν απόλυτα ανέφελος: ο γερμανός ιστορικός Χάιντς Ρίχτερ σημειώνει στην «Ιστορία της Κύπρου 1950-1959» (τ. Β’, εκδ. Εστία) ότι παύθηκε για ένα διάστημα από την ΕΟΚΑ εξαιτίας της δολοφονίας του νεαρού δημοσιογράφου Ανγκους Μακ Ντόναλντ το 1956: ο Μακ Ντόναλντ, τον οποίο ο Σαμψών εξέλαβε ως «έκτακτο αστυφύλακα», «επέκρινε τη βρετανική πολιτική και ήταν άοπλος». Σε έναν βρετανό ανταποκριτή θα έλεγε το 1959 «κάποιες φορές τα βράδια μένω ξάγρυπνος και προσπαθώ να σκεφτώ τις οικογένειες των Βρετανών που σκότωσα. Και, πιστέψτε με, πραγματικά λυπάμαι για την απώλειά τους. Ηταν, όμως, κάτι που οι πολιτικοί μας εξανάγκασαν να κάνουμε».

Εκτος πολιτικού νυμφώνος

Η κατάδυση στα θολά νερά της Ιστορίας αρχίζει την επόμενη δεκαετία: σύμφωνα με άρθρο του κύπριου δημοσιογράφου και συγγραφέα Μακάριου Δρουσιώτη στην εφημερίδα «Πολίτης» την 1η Απριλίου 2007, αιτία ήταν η καταδίκη του από τη βρετανική Δικαιοσύνη που, αν και είχε μετατραπεί σε ισόβια δεσμά, σήμαινε ότι ο ίδιος παρέμεινε φυλακισμένος στη φάση της ανακήρυξης της κυπριακής ανεξαρτησίας. Επιστρέφει στη Λευκωσία μόλις στις 24 Οκτωβρίου του 1960, έπειτα από την κήρυξη αμνηστίας, αλλά «ήταν από τους λίγους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που έμεινε χωρίς ρόλο». Εκτός Υπουργικού Συμβουλίου και Βουλής, έχοντας όμως πίστη στο λαϊκό του έρεισμα («έγινε δεχτός στο νησί σαν θρύλος, χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στο ΓΣΠ για να τον υποδεχτούν»), ο Σαμψών αναζητεί επιρροή. Ιδρύει την εφημερίδα «Μάχη» και λαμβάνει την άδεια του Μακαρίου για τη συγκρότηση παραστρατιωτικού τμήματος. Ακολουθούν οι διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963, στις οποίες το ένοπλο τμήμα του, θεωρούμενο ήδη ως το πιο εξτρεμιστικό από τα ελληνοκυπριακά, διαδραματίζει μείζονα ρόλο – τόσο εναντίον τουρκοκυπριακών ομολόγων του όσο και, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, κατά αμάχων. Περίπου την ίδια εποχή, ο Σαμψών γνωρίζει έναν έλληνα αξιωματικό της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) με λαμπρό μέλλον – τον μετέπειτα «αόρατο δικτάτορα» Δημήτριο Ιωαννίδη.

Πορεία προς την εκτροπή

Εχοντας ενηλικιωθεί και γευθεί τη γοητεία της εξουσίας (έστω και υπό τον πατερναλιστή μέντορά τους) αφενός οι πρωταγωνιστές του αγώνα κατά της αγγλοκρατίας αρχίζουν να αναζητούν εφαλτήρια ισχύος, αφετέρου ο αρχιεπίσκοπος να επέχει θέση διαιτητή στις διαμάχες τους. Κάπως έτσι ο Σαμψών γίνεται «ο αντίζηλος του Γιωρκάτζη στο μακαριακό κατεστημένο», σύμφωνα με τον Μακάριο Δρουσιώτη, αλλά και ένα από τα αντίβαρα στον Γλαύκο Κληρίδη, όταν εκείνος δημιουργεί το Ενιαίο Κόμμα. Αρχικά ως ιδρυτής του Προοδευτικού Κόμματος, έπειτα ως στέλεχος της Προοδευτικής Παράταξης, ο Σαμψών βρίσκεται στην ευνοούμενη μακαριακή κεντροδεξιά, καθώς ο Κληρίδης πέφτει σε δυσμένεια συνεργαζόμενος με τον Γιωρκάτζη. Επειτα ο τελευταίος εμπλέκεται σε επιχείρηση ανατροπής και δολοφονίας του Μακαρίου – για να δολοφονηθεί ο ίδιος υπό ανεξιχνίαστες συνθήκες λίγο αργότερα, το 1970. Ο Σαμψών προφανώς δεν θα λυπηθεί για τον πρώην συναγωνιστή: «Τον πούστη τον Γιωρκάτζη, να δοκιμάσει να σκοτώσει τον αρχιεπίσκοπο» είχε ακουστεί να λέει στη Βουλή. Ο ρεαλιστής αρχιεπίσκοπος, όμως, έχει πάψει πια να πιστεύει στη δυνατότητα της Ενωσης με την Ελλάδα των συνταγματαρχών – σε αντίθεση με το πρώην πρωτοπαλίκαρο. Με ένα δίκτυο στενών επαφών με παράγοντες της χούντας, πράκτορες της ΚΥΠ, ελλαδίτες αξιωματικούς και γριβικούς εξτρεμιστές, ο Σαμψών προσέρχεται το 1974 στην τελευταία πράξη του κυπριακού δράματος ως αντιμακαριακός.

H σύντομη στάση στην κορυφή

Σε αυτήν θα σπεύσει στο πλευρό των πραξικοπηματιών της Εθνοφρουράς, θα αναλάβει να προσεγγίσει υποψηφίους για την προεδρία, συμπτωματικά ή μη θα εισπράξει την απουσία ή τις αρνήσεις τους, θα αναλάβει ο ίδιος το αξίωμα. Υπό το κράτος της εντύπωσης ότι ο Μακάριος ήταν ήδη νεκρός, θα είναι αργότερα η πάγια άμυνά του. Ο διάσημος δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς, ωστόσο, σε απόσπασμα του βιβλίου του «Cyprus» (εκδ. Quartet), το οποίο αναδημοσίευε «Το Βήμα» στις 26 Ιουλίου 1984, ανέφερε «το απομαγνητοφωνημένο περιεχόμενο μια τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ Ιωαννίδη και Σαμψών την επομένη του πραξικοπήματος», όπου ο τελευταίος δηλώνει πως ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκεται στα βουνά και ελπίζει να τον συλλάβει «μέσα σε δυο-τρεις ώρες» και ο πρώτος απαντά «Νίκο, θέλω το κεφάλι του! Πρέπει να μου το φέρεις εσύ ο ίδιος! Εντάξει, Νίκο;». Ο «Νίκος» θα προλάβαινε μόνο να καταγγείλει σε διεθνείς συνεντεύξεις Τύπου την παλαιά τάξη πραγμάτων (που πιστά είχε υπηρετήσει) προτού βρεθεί αντιμέτωπος με την εισβολή του «Αττίλα» και εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Καταδικασμένος από το 1976 σε 20ετή φυλάκιση για τα γεγονότα του 1974, διακηρύσσοντας πάντα πώς έδρασε με γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας, θα έπαιρνε τελικά χάρη από τον πρόεδρο Γιώργο Βασιλείου το 1992, παραμένοντας εκδότης της «Μάχης» ως τον θάνατό του, το 2001.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014