Υπό άλλες συνθήκες (χωρίς χρέος, κρίση, spreads) η δικαστική διαμάχη μεταξύ μιας πολιτικής οργάνωσης και της οικογένειας ενός ποιητή δεν θα περνούσε απαρατήρητη στην Ιταλία. Οι κληρονόμοι του τελευταίου προσέφυγαν στα δικαστήρια στις αρχές του 2012 ζητώντας από την CasaPound να αλλάξει όνομα, όταν ένας 50χρονος λογιστής συνδεόμενος με αυτήν δολοφόνησε δύο σενεγαλέζους μικροπωλητές στη Φλωρεντία. Το έγκλημα ήταν η αφορμή. Η αιτία είναι ότι η CasaPound, βαφτισμένη στο όνομα του Εζρα Πάουντ, κορυφαίου αμερικανού ποιητή και διάσημου θαυμαστή των Μουσολίνι και Χίτλερ, αποτελεί την επιφανέστερη φασιστική οργάνωση της Ιταλίας. Πέρα από τα ζητήματα ρατσισμού και ξενοφοβίας που η διένεξη επαναφέρει στο προσκήνιο, υποδεικνύει τη μετάλλαξη του σύγχρονου εξτρεμισμού υπενθυμίζοντας παράλληλα τη γοητεία που άσκησε ο ολοκληρωτισμός σε ένα μέρος της δυτικής διανόησης.

Ο Εζρα Πάουντ δεν είναι ο μόνος σημαίνων διανοούμενος του παρελθόντος που η σημερινή άκρα Δεξιά ασπάζεται – γιατί δεν είναι ο μόνος που την περίοδο του Μεσοπολέμου φλέρταρε με τον φασισμό. Ο Γάλλος Λουί Φερντινάν Σελίν, απόστολος του αντισημιτισμού και φιλικός συνοδοιπόρος του δωσιλογικού καθεστώτος του Βισύ, αποτελεί ταυτόχρονα έμπνευση για πολλούς μεταγενέστερους μεγάλους λογοτέχνες και σεβαστό φάρο πολιτικών εξτρεμιστών. Ο ρουμάνος φιλόσοφος Εμίλ Σιοράν μεταμελήθηκε ειλικρινά στη μεταπολεμική περίοδο για την ταύτισή του με την τοπική ποικιλία φασισμού που άκουγε στο όνομα «Σιδηρά Φρουρά». Ο γερμανός νομικός και πολιτικός θεωρητικός Καρλ Σμιτ, του οποίου η προβληματική περί «κατάστασης εξαίρεσης» γοητεύει σήμερα τόσο τη Νέα Δεξιά όσο και αριστερούς μελετητές σαν τον Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, πρόβαλλε στα χρόνια του Γ΄ Ράιχ τις θεωρητικές θέσεις του ως υπόβαθρο της ναζιστικής νομολογίας. Αν προσθέσει κανείς το βαρύ πυροβολικό των ένθερμων ιταλών φασιστών στοχαστών, ξεχασμένων σήμερα, όπως ο Τζιοβάνι Τζεντίλε ή ο Τζούλιους Εβολα, αλλά και εκείνους που στη συνέχεια άλλαξαν στρατόπεδο, όπως ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε, αντιλαμβάνεται ότι η σκοτεινή κληρονομιά της ευρωπαϊκής σκέψης δεν είναι και τόσο αμελητέα ως ποσότητα.

Ο ιστορικός του φασισμού Ρότζερ Γκρίφιν, γράφοντας το 2000 για τη φασιστική κληρονομιά της σύγχρονης Ακροδεξιάς, επεσήμανε την προσεκτική «μετάφραση των επαναλαμβανόμενων τόπων της φασιστικής σκέψης του Μεσοπολέμου σε έναν νέο “λόγο” σκόπιμα κατασκευασμένο ως “μεταπολιτικό”». Σε αυτή τη «μεταπολιτική» γλώσσα, για παράδειγμα, η κλασική φασιστική «αξία» της υπέρβασης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κομμουνισμού μετατρέπεται στο τέλος της διχοτομίας Δεξιάς / Αριστεράς με την επίκληση στοιχείων της αντισυστημικής κριτικής και των δύο. Ετσι, η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά δεν έχει κανένα πρόβλημα να επικαλεστεί οποιαδήποτε αυθεντία από οποιονδήποτε πολιτικό χώρο: είτε πρόκειται για τον Νίτσε είτε για τον Γκράμσι, όλοι είναι ευπρόσδεκτοι, οι ιδέες τους κόβονται και ράβονται στα απαιτούμενα μέτρα για να βγει το πατρόν. Καθόλου περίεργο λοιπόν που οι νεοφασίστες της CasaPound προτάσσουν την κριτική του Πάουντ στον «παγκόσμιο καπιταλισμό». Αλλά οι κώδικες έχουν και όρια: όπως υπενθυμίζει στο περιοδικό «Time» ο Αντριάνο Σιάνσα, πολιτιστικός διευθυντής της CasaPound, «ο Πάουντ μπορεί να αποκήρυξε τον αντισημιτισμό, αλλά ποτέ τον φασισμό».