Σήμερα στις 3.00 η ώρα το απόγευμα στο Α΄ Νεκροταφείο αποχαιρετήσαμε τον αγαπημένο μας Επίκουρο. Τον φίλο μας και συνεργάτη Αλβέρτο Αρούχ που υπήρξε κορυφαίος γευσιγνώστης, κριτικός εστιατορίων, συγγραφέας και καθηγητής οικονομίας. Ενας άνθρωπος του κόσμου γεννημένος σε μια σεφαραδίτικη οικογένεια εβραίων της Θεσσαλονίκης. Στο τελευταίο βιβλίο του «Η γεύση της μνήμης – Αναμνήσεις και εξομολογήσεις ενός κριτικού εστιατορίων» που πρόκειται να εκδοθεί σε λίγες ημέρες ο ίδιος συστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο: «Γεννήθηκα σε μια μονοκατοικία της οδού Ρόδου, κοντά στην Αχαρνών, λίγο πιο πάνω από τις γραμμές του τρένου, στις 6 Μαρτίου του 1950. Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκα τον μήνα Μάρτη. Τον μήνα αυτόν ο κόσμος της γαστρονομίας βρίσκεται στον αστερισμό τού οδηγού Μισλέν, τα αστέρια του οποίου καθορίζουν τις τύχες των εστιατορίων». Το πάθος του για το καλό φαγητό και τη γαστρονομία ήταν η αφορμή για να γράψει, για να μιλήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο για τη ζωή, για την τέχνη, για την αισθητική, για τη φιλοσοφία.
Στα βιβλία του* πάνω από πιατέλες με πουλάδες της Βρέστης, τρούφες του Περιγκόρ, ροδαλά σαλάμια, αβγά χαμινάδος, τσίρους και λακέρδες, αυτό που φαίνεται να τον εμπνέει για να μιλήσει είναι η βαθιά του πεποίθηση πως η γαστρονομία είναι ένα από τα βασικά συστατικά ενός πολιτισμού. Με την ευρυμάθειά του και τη διεισδυτική του ματιά μιλά για την ελληνική κουζίνα και παθιάζεται με αυτήν. Εξαιρετικά αναλυτικός, τόσο ώστε να μην αφήνει καμμία απορία περί των θεμάτων για τα οποία μιλούσε, γνώστης των γαστρονομικών τάσεων διεθνώς, αλλά και της τοπικής κουζίνας και των προϊόντων κάθε περιοχής, ενδιαφερόταν για την εξέλιξη της νέας ελληνικής κουζίνας.
Εξαίρετος συνομιλητής, ήταν πρόθυμος να συζητήσει άπειρες ώρες για την παραμικρή λεπτομέρεια. Η διαφωνία δεν τον ενοχλούσε. Βουτούσε με προθυμία στον ωκεανό των βιωμάτων, των στερεοτύπων, των ιδεολογιών, των ιδεοληψιών για να αναλύσει την ελληνικότητα ή μη της φέτας και να φυλλομετρήσει ένα ένα τα φύλλα του μπακλαβά για να βρει την καταγωγή του. Πάνω από μια πιρουνιά άγριων μανιταριών η κουβέντα έφτανε μέσα από υπόγειες διαδρομές στον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ, διότι για εκείνον το φαγητό ήταν πολύ περισσότερο από μια διαδικασία λήψης τροφής, ήταν μια αφορμή για την αναζήτηση της αισθητικής απόλαυσης.
Ο υποκειμενισμός στη γεύση, η ταυτότητα ενός έργου τέχνης, η εθνική ταυτότητα και η γαστρονομική παράδοση, η ύλη και συγκεκριμένα το φαγητό ως πνευματική εμπειρία ήταν μερικά μόνο από τα θέματα που έβαζε στο τραπέζι. Θέματα βαθιά και πολύπλοκα που με το ταλέντο του τα φώτιζε έτσι ώστε να γίνουν απλά και διαυγή.
Ο Αλβέρτος Αρούχ, ο Επίκουρος της γαστρονομίας, προτού «φύγει» από κοντά μας άνοιξε πολλά θέματα και έβαλε τις βάσεις για μελλοντικές συζητήσεις που θα βασιστούν στις δικές του σκέψεις. Σίγουρα όμως γύρω από τραπέζια με «κιμπαρλίδικα, μερακλίδικα φαγητά» όπως έλεγε και ο ίδιος. Και οπωσδήποτε με τα αγαπημένα του borrekitas de merendjena, τα μπουρεκάκια με μελιτζάνα. Καλό ταξίδι Αλβέρτο…
*«Γεύσεις από Σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη» (σε συνεργασία με τη Νίνα Μπενρουμπή, Φυτράκης, 2002), «Comedo Ergo Sum: Δέκα διάλογοι για το πνεύμα του φαγητού» (Νόβολι, 2011), «Art Cuisine: Το φαγητό ως τέχνη» (Imako, 2006) -πρώτο παγκόσμιο βραβείο στην κατηγορία Food Literature των Gourmand World Cookbook Awards 2007, «Κριτική του γευστικού λόγου» (Κέδρος, 2006), «Η Νέα Ελληνική Κουζίνα: Περί της ελληνικότητας του μουσακά, της γαστρονομικής μας ταυτότητας και της ανανέωσής της» (Ικαρος, 2012).