Ηταν μια ευγενική πράξη, μια κίνηση αβρότητας. Ο Τζεφ Κουνς, ένας από τους διασημότερους καλλιτέχνες του κόσμου, θέλησε να αποδείξει έμπρακτα πόσο συμμερίζεται τα δεινά των κατοίκων του Παρισιού μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα του 2015. Εναν χρόνο μετά το Μπατακλάν ανακοίνωσε ότι είχε αποφασίσει να δωρίσει στην πόλη ένα από τα γλυπτά του. Συγκεκριμένα, ένα ατσάλινο, πολύχρωμο «Μπουκέτο από τουλίπες» (Bouquet of Tulips) περίπου σαν αυτές που βρίσκονται πλαγιασμένες στον προαύλιο χώρο του Μουσείου Γκούγκενχαϊμ του Μπιλμπάο. Θα τις κρατούσε όρθιες ένα κομμένο χέρι, περίπου όπως το άγαλμα της Ελευθερίας κρατάει προτεταμένο τον πυρσό.
Aς μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία ήταν εκείνη που δώρισε κάποτε το συγκεκριμένο έργο στη Νέα Υόρκη, οπότε ο Κουνς αλλά και η Τζέιν Χάρτλεϊ, η τότε πρέσβης των ΗΠΑ στο Παρίσι που είχε την ιδέα να του το προτείνει, σκέφθηκαν πως είχε έρθει η σειρά της Αμερικής να ανταποδώσει την ευγενική χειρονομία με ένα εξίσου μνημειώδες γλυπτό. Ωστόσο, γάλλοι καλλιτέχνες, συλλέκτες αλλά και πολιτικοί εναντιώθηκαν στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Αμερικανού και έστειλαν επιστολή στην εφημερίδα «Libération» καλώντας τον δήμο να μην προχωρήσει στην εγκατάσταση του έργου. Τους εξαγρίωσαν δύο μικρές «λεπτομέρειες»: Ο Κουνς δώρισε μόνο την ιδέα και όχι τα έξοδα για την κατασκευή και την εγκατάσταση του γλυπτού, οπότε ο δήμος έμεινε με την υποχρέωση να καλύψει το κόστος των 3,5 εκατ. ευρώ που θα ολοκλήρωνε τη γενναιόδωρη κατά τα άλλα «δωρεά» του. Επίσης, η επιλογή του σημείου τοποθέτησης του γλυπτού, το περιστύλιο που ενώνει τα άκρως τουριστικά αλλά και ανέπαφα από τρομοκρατικές επιθέσεις Μουσεία Σύγχρονης Τέχνης, Palais de Tokyo, και Μοντέρνας Τέχνης της Πόλης του Παρισιού, φάνηκε σε όλους μια κίνηση «απροσδόκητη, αν όχι μια καιροσκοπική ή ακόμη και κυνική πράξη».
Η τέχνη στον δημόσιο χώρο δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Στην Ελλάδα που υπάρχει μια παραπάνω έφεση στον σουρεαλισμό –και ας θεωρείται η Γαλλία κοιτίδα του -, η προβληματική σχέση των πόλεων με τα γλυπτά τους ήρθε για άλλη μία φορά στο προσκήνιο μετά τη μυστηριώδη «πτώση» του έργου «Phylax» από το δυσθεώρητο βάθρο του στην παλαιά λεωφόρο Ποσειδώνος στο Παλαιό Φάληρο. Δυστυχώς, «ο φύλακας-άγγελος της πόλης» όπως παρουσιάστηκε το κόκκινο γλυπτό του Κωστή Γεωργίου –πολύ ατυχώς όπως θα διαπιστώναμε όλοι στη συνέχεια –δεν μπόρεσε να προστατέψει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Ούτε από τους ισχυρούς ανέμους, ούτε από τους κουκουλοφόρους που τον έδεσαν και τον έριξαν, έκπτωτο πια, στη γη. Οι φανατικά θρησκευόμενοι, την μήνιν των οποίων επέσυραν η μορφή, το χρώμα και ο χαρακτηρισμός «άγγελος» για τη φτερωτή μορφή, μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι ότι «ο στρατιώτης του Σατανά» δέχθηκε θανατηφόρο πλήγμα. Οι περαστικοί μπορούν να καγχάζουν ότι το πλήγμα το είχε υποστεί προ πολλού η αισθητική τους. Ο δήμαρχος Διονύσης Χατζηδάκης μπορεί να επιμένει πως το γλυπτό είναι «ό,τι καλύτερο υπάρχει στο Παλαιό Φάληρο». Διχογνωμία, παραλογισμός και ένας γρίφος για δυνατούς λύτες.
Τελικά ποιος και με ποια κριτήρια αποφασίζει ποια έργα θα τοποθετηθούν σε έναν δημόσιο χώρο; Σιγά μην ήταν εύκολο να απαντηθεί αυτό στην Ελλάδα, όπου το θεσμικό τοπίο είναι αποσπασματικό, κατακερματισμένο και διάστικτο από διαφορετικές υπηρεσίες και επιτροπές οι οποίες είναι ανενεργές ή παραμένουν στα χαρτιά και όπου βεβαίως δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική δημόσιας τέχνης.

Ο Λεβιάθαν των επιτροπών

Αυτό που ισχύει με βεβαιότητα είναι ότι εάν ένα έργο κοστίζει λιγότερο από 5.000 ευρώ μπορεί να γίνει απευθείας ανάθεση σε έναν καλλιτέχνη από έναν δήμο, μια περιφέρεια ή τον επικεφαλής κάποιου νομικού προσώπου δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου. Αν η προβλεπόμενη δαπάνη για τη δημιουργία ενός έργου ξεπερνάει αυτό το ποσό, θα πρέπει να κηρυχθεί πανελλήνιος διαγωνισμός στον οποίο θα συμμετέχουν υποχρεωτικά μέλη του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ). Στη συνέχεια, κάποια επιτροπή πρέπει να επιλέξει το επικρατέστερο έργο. Υπήρχε κάποτε μια «Επιτροπή Μνημείων και Ανδριάντων» που καταργήθηκε πριν από πολλά χρόνια, τη διαδέχθηκε μια επιτροπή που θα μεριμνούσε, υποτίθεται, για τη δημιουργία εικαστικών έργων, αλλά και για τη συντήρησή τους, η οποία «ουδέποτε συγκροτήθηκε, με ευθύνη των υπουργών Πολιτισμού», όπως λέει η πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος κυρία Εύα Μελά.
Και συνεχίζει: «Το ’94 (Ν. 1290/94) θεσπίστηκε για λόγους εσωτερικής αισθητικής τού κάθε νομού να συγκροτηθεί μια επιτροπή κρίσης εικαστικών έργων που θα είχε την ευθύνη, εισηγητική προς τον εκάστοτε δήμαρχο ή νομάρχη, για τον αν πρέπει να γίνουν διαγωνισμοί ανάθεσης ή αν τα έργα χρειάζονται συντήρηση, για παράδειγμα. Αυτές οι επιτροπές συγκροτήθηκαν σε ορισμένες νομαρχίες και ελάχιστες φορές εργάστηκαν. Με τον «Καλλικράτη» οι επιτροπές αυτές πέρασαν στην Περιφέρεια και σήμερα είναι θεσμοθετημένες αλλά δεν λειτουργούν στις περιφέρειες. Υπάρχουν στα χαρτιά». Ο Δήμος Αθηναίων διαθέτει τη δική του εννεαμελή επιτροπή που γνωμοδοτεί για δωρεές, αγορές και απόκτηση έργων από καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς.
Οπως θα πει ένας υπεύθυνος του δήμου από τη Διεύθυνση Σχεδίου Πόλεως και Αστικού Περιβάλλοντος (τα στοιχεία του βρίσκονται στη διάθεση του BHMAgazino), «η τελευταία φορά που είχε γίνει διαγωνισμός για την ανάθεση δημιουργίας γλυπτού ήταν το 2008, αν δεν απατώμαι, και αφορούσε την προτομή του Κωνσταντίνου Βέλλιου η οποία τοποθετήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων κοντά στο κτίριο της Νομικής. Τα υπόλοιπα γλυπτά που τοποθετούνται στον δημόσιο χώρο προέρχονται από δωρεές. Ο Δήμος Αθηναίων είναι από τους λίγους δήμους, αν όχι ο μοναδικός, που έχουν μια κανονιστική πράξη η οποία αφορά την τοποθέτηση έργων τέχνης στον αστικό ιστό. Εκεί περιγράφονται αναλυτικά οι οδηγίες για το πώς μπορεί να τοποθετηθεί ένα γλυπτό. Αν εσείς είστε ένας δημότης και θέλετε να βάλετε ένα γλυπτό σε ένα σημείο της πόλης, μας κάνετε ένα αίτημα και εμείς σας ζητάμε να μας δώσετε διευκρινίσεις και μια μακέτα ή ένα σκίτσο από τον καλλιτέχνη. Το διαβιβάζουμε στο αρμόδιο δημοτικό διαμέρισμα που κάνει τη διαβούλευση εάν συμφωνούν οι δημότες να μπει. Μετά συγκαλείται η επιτροπή του Δήμου Αθηναίων, η οποία έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα και αποφασίζει αν αποδέχεται τη δωρεά του γλυπτού που δίνετε εσείς, σε συνάρτηση με την απόφαση του διαμερίσματος, όπως το ορίζει και ο «Καλλικράτης». Στο τέλος, αυτή που έχει τον τελικό λόγο είναι η Επιτροπή Κρίσης Καλλιτεχνικής Αρτιότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Εχουμε πάρα πολλές αιτήσεις για τοποθετήσεις νέων γλυπτών στον δημόσιο χώρο. Πριν από δέκα ημέρες εγκρίναμε την τοποθέτηση ορισμένων από αυτά, όπως τη δωρεά της προτομής της Αρλέτας από τον Κυριάκο Ρόκο, η οποία θα τοποθετηθεί έξω από το σπίτι της στα Εξάρχεια. Επίσης, αποδεχθήκαμε τη δωρεά δύο έργων από την documenta 14, το «Μνημείο για την Επανάσταση» της Σάνια Ιβκοβιτς στην πλατεία Δουρούτη και το έργο του Ντέιβιντ Χάρντινγκ στο Πάρκο Ριζάρη».
Οπως εξηγεί στο BHMAgazino η πρόεδρος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών: «Το πρόβλημα είναι ότι ο πρόσφατος νόμος 4412/16 καταργεί τις επιτροπές αισθητικής αρτιότητας. Λέει ότι στα καλλιτεχνικά έργα μπορεί να γίνει μειοδοτικός διαγωνισμός. Τα έργα δεν είναι ποτέ πανομοιότυπα, άρα δεν μπορεί να γίνει μειοδοσία. Επίσης δημιουργεί ασάφειες σχετικά με το πότε το Δημόσιο μπορεί να αγοράσει ένα έργο. Εμείς διεκδικούμε να γίνει ένας νόμος που να αφορά αποκλειστικά τα καλλιτεχνικά έργα και να μην μπερδεύονται με τα οικοδομικά έργα, γιατί ο 4412/16 τα έβαλε όλα σε ένα τσουβάλι. Επιπλέον, υπάρχει και το κομμάτι της δωρεάς ενός έργου σε έναν δήμο ή μια κοινότητα, το οποίο δεν είναι παράνομο. Μπορεί οποιοσδήποτε ιδιώτης, σύλλογος, ερανική επιτροπή να χαρίσει ένα έργο σε έναν δημόσιο φορέα και να ζητήσει την τοποθέτησή του σε δημόσιο χώρο. Μπορεί όμως αυτό το έργο να είναι ένα «τέρας». Εμείς ως Επιμελητήριο λέμε ότι πρέπει να λειτουργεί η αισθητική αποτίμηση μιας δωρεάς. Γιατί τελικά οι δημόσιοι χώροι ιδιωτικοποιούνται και ολοένα και περισσότερο θριαμβεύει η αυθαιρεσία. Υπάρχουν πάρα πολλά παράθυρα για να κάνει κάποιος ό,τι θέλει. Εμείς διεκδικούμε να γίνονται διαγωνισμοί που να διασφαλίζουν και το δημόσιο συμφέρον».
Βέβαια, ούτε και σε αυτή την περίπτωση είναι εξασφαλισμένη η απόλυτη διαφάνεια. Για παράδειγμα, μολονότι οι μόνες επιτροπές που λειτουργούν είναι οι επιτροπές κρίσης, όταν γίνονται δημόσιοι διαγωνισμοί, οι οποίοι παρεμπιπτόντως σπανίζουν, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, «συνήθως οι δήμοι ή δημόσιοι φορείς που έχουν την πλειοψηφία σε αυτές τις επιτροπές στους διαγωνισμούς μπορεί να φροντίσουν να επικρατήσει το πρόσωπο της αρεσκείας τους. Αυτό γίνεται. Από τη δική μας την πλευρά όμως, υπάρχει νόμος που εξασφαλίζει ότι όποιος εκλεγεί τον έναν χρόνο σε μια γνωμοδοτική επιτροπή απαγορεύεται να εκλεγεί και τον επόμενο χρόνο» καταλήγει η κυρία Μελά.

Η περίπτωση του «Δρομέα»

«Προσωπικά, έχω κάνει 18 παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους στην Ιταλία και ήταν όλες αναθέσεις. Οι διαγωνισμοί εκεί, όπως και εδώ στην Ελλάδα, είναι συνήθως «στημένοι», κοινώς μια ομάδα ανθρώπων παίρνει τα έργα μέσω του αντίστοιχου εικαστικού επιμελητηρίου. Σε διαγωνισμούς λαμβάνω μέρος στην Ελβετία και στις ΗΠΑ, όπου σπάνια παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα». Ο Κώστας Βαρώτσος είναι ως γνωστόν ο δημιουργός του «Δρομέα», του γλυπτικού έργου που πολεμήθηκε όσο λίγα όταν ανεγέρθηκε για πρώτη φορά το 1988, αλλά πλέον θεωρείται ένα τοπόσημο της πόλης. «Σε λίγο θα στραφούν και πάλι εναντίον μας οι απειλητικές γυάλινες λεπίδες που ο οραματιστής καλλιτέχνης επινόησε εις βάρος όλων μας. Και φυσικά εις βάρος της πόλης που δεν έχει λαλιά να μιλήσει» έγραφε σε επιστολή του σε εφημερίδες ο Νίκος Κούνδουρος επ’ αφορμή της μετεγκατάστασης του γλυπτού από την Ομόνοια στη Βασιλίσσης Σοφίας, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Το γλυπτό είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο των «Δρωμένων ’88», μιας πολύ ενδιαφέρουσας σειράς από εικαστικές παρεμβάσεις στην πόλη που είχαν ανατεθεί σε καλλιτέχνες επί δημαρχίας Μιλτιάδη Εβερτ και αντιδημαρχίας πολιτισμού Σταύρου Ξαρχάκου, με σκοπό να εξοικειώσουν τους Αθηναίους με τη σύγχρονη τέχνη. Θα ήταν, υποτίθεται, μια προσωρινή εγκατάσταση η οποία ωστόσο έγινε μόνιμη έπειτα από παρέμβαση της Μελίνας Μερκούρη, καταστράφηκε όταν ήρθε το μετρό στην Ομόνοια και ανακατασκευάστηκε για να στηθεί απέναντι από το ξενοδοχείο Hilton το ’93. Το Εικαστικό Επιμελητήριο είχε καταθέσει προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να γίνει διαγωνισμός για την ανασύσταση του έργου (στοίχιζε 60 εκατ. δραχμές, ποσό με το οποίο είχε επιβαρυνθεί η κατασκευαστική εταιρεία του μετρό Bechtel). Από την αρχή δεν είχε δει με καλό μάτι ότι «είχε γίνει ένα έργο εκτός συστήματος της τέχνης, μέσω του Δήμου Αθηναίων» όπως λέει χαρακτηριστικά ο Κώστας Βαρώτσος. Εκτοτε δεν έχει υπάρξει μια συντονισμένη ενέργεια διάχυσης της σύγχρονης τέχνης στην πόλη με αρχικά προσωρινό χαρακτήρα προκειμένου να διαφανεί ποια έργα «σηκώνει» η πόλη.
Πάντως ο «Δρομέας» έκλεισε τα στόματα όσων τον αντιμάχονταν, καθώς οι πολίτες τον αποδέχθηκαν. Οπως σημειώνει ο δημιουργός του, «ο «Δρομέας» ήταν ένα από τα πρώτα μεγάλα γλυπτά το οποίο δεν είχε σχέση με τις θεματικές που συναντά κανείς στα γλυπτά της Αθήνας και άπτονται ιστορικών γεγονότων ή αναφέρονται σε σημαντικές ιστορικές και πολιτικές προσωπικότητες. Είχε μια διαφορετική σχέση με την πόλη, γι’ αυτό και υπήρξαν πολλές αντιδράσεις. Στην αρχή ήταν ένα πολιτισμικό σοκ, πρώτη φορά έβλεπαν οι Αθηναίοι ένα τόσο μεγάλο γλυπτό με γυαλί. Γρήγορα όμως ο κόσμος το αγάπησε, ιδίως ο κόσμος της Ομόνοιας, που αισθάνθηκε ότι είχε ένα δικό του γλυπτό. Ο «Δρομέας» δεν είναι διακοσμητικός, δεν είναι «όμορφος», αλλά ταυτίζεται με την ουσία της πόλης. Γι’ αυτό και οι πολίτες της δημιούργησαν βιωματικές εμπειρίες μαζί του. Ο κόσμος έχει πάντα ένστικτο. Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι παίζει μεγάλο ρόλο πώς και πού είναι τοποθετημένο ένα έργο. Οταν λειτουργεί στον χώρο εγκατάστασής του, ο κόσμος το αποδέχεται».
Oπως επισημαίνει η ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων Χάρις Κανελλοπούλου: «Η ελληνική και αθηναϊκή κοινωνία δεν έχει συχνή τριβή με τη σύγχρονη τέχνη, πόσω μάλλον με τη σύγχρονη τέχνη στον δημόσιο χώρο. Γι’ αυτό και το εφήμερο πολλές φορές είναι πιο ανακουφιστικό. Αυτό που θυμώνει ή καταπιέζει είναι η μονιμότητα των πραγμάτων. Αν υπήρχε το εφήμερο, θα αυξανόταν το κοινό που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη τέχνη και αυτό εκ των πραγμάτων θα δημιουργούσε μια ασπίδα απέναντι στα έργα που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Οταν υπάρχουν αρκετοί που τους αρέσει κάτι, δημιουργείται όλο και λιγότερος χώρος για εκείνους που θα αντιδράσουν άστοχα».

Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού

Αυτή μοιάζει να είναι η πολιτική του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ, ο οποίος παρουσιάζει προσωρινές εγκαταστάσεις σύγχρονης τέχνης σε αρχαιολογικούς χώρους, σε τοπόσημα της πόλης όπως το Αστεροσκοπείο ή σε ανενεργά ιστορικά κτίρια. Η διευθύντριά του Ελίνα Κουντούρη έχει πολύ συγκεκριμένη άποψη επί της τοποθέτησης της τέχνης σε δημόσιο χώρο: «Η μόνιμη εγκατάσταση είναι κάτι διαφορετικό από την εφήμερη, καθώς τα κριτήρια είναι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Η πρώτη παραμένει μόνιμα στην πόλη και δυναμικά έχει τη δυνατότητα να γίνει σύμβολό της, όπως για παράδειγμα ο «Δρομέας». Η άλλη παραμένει μόνο στη μνήμη της πόλης».
«Για την επιλογή ενός μόνιμου δημόσιου έργου θα έπρεπε να έχει ρόλο ένα Συμβούλιο Τεχνών του υπουργείου Πολιτισμού, δίνοντας κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, κανόνες και οδηγίες, οι οποίοι θα εφαρμόζονται από τους εκάστοτε δήμους που θα έχουν και τον τελευταίο λόγο» συνεχίζει. «Ενα στάδιο διαβούλευσης με τους πολίτες θα ήταν επιθυμητό. Σε αντιδιαστολή με το μόνιμο, σε ένα εφήμερο έργο οι επιλογές μπορεί να είναι πιο ριζοσπαστικές και να προκαλούν έντονες συζητήσεις και διάλογο, με στόχο να οδηγεί η τέχνη σε μια αλλαγή».
«Μια άλλη παράμετρος που δεν λαμβάνεται συχνά υπόψη είναι το γεγονός ότι εκτός από την τοποθέτηση ενός έργου σε δημόσιο χώρο θα πρέπει να προβλέπεται και η συντήρηση αυτού» σημειώνει η διευθύντρια του ΝΕΟΝ και καταλήγει: «Γιατί αν δεν συντηρείται, το έργο αλλοιώνεται, φαίνεται παρατημένο και τελικά χάνει τον αρχικό του στόχο που είναι η διασύνδεση με το κοινό. Σε γενικές γραμμές, το ευρύ κοινό δεν είναι αρκετά εξοικειωμένο με τη σύγχρονη τέχνη ή με τις παρεμβάσεις αυτής στον δημόσιο χώρο, αλλά αυτό σιγά-σιγά αλλάζει. Η σχέση μας με τον δημόσιο χώρο είναι περίπλοκη και πολλές φορές αμήχανη. Για παράδειγμα, έχουμε την αίσθηση ότι μπορούμε να αφήνουμε το αποτύπωμά μας στην πόλη με όποιον τρόπο (π.χ. γκραφίτι). Δεν τη χαρακτηρίζω θετική ή αρνητική ως στάση, έχει πολλά επίπεδα διαλόγου, αλλά σίγουρα δείχνει το πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο».
Γιατί, βέβαια, η περίπτωση του «Phylax» δεν είναι μεμονωμένη αλλά ούτε και πρόσφατη. Από τον «Ξυλοθραύστη» του Δημήτρη Φιλιππότη (σήμερα απέναντι από το Καλλιμάρμαρο), ο οποίος κάποτε προκαλούσε την αιδώ, οπότε κάποιοι έκριναν σκόπιμο να ακρωτηριάσουν τα γεννητικά του όργανα ήδη από το 1912, στον «Εφηβο» του Θανάση Απάρτη που σήμερα βρίσκεται στην οδό Καλλιρρόης, αλλά όταν βρισκόταν στη Σχολή Ευελπίδων, όπου είχε τοποθετηθεί το 1940, είχε υποστεί κακοποίηση που περιελάμβανε τον ακρωτηριασμό αλλά και τους πυροβολισμούς, οι βανδαλισμοί έχουν συνδεθεί με την ιστορία της τέχνης στον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα.
Ο ανδριάντας του Χάρι Τρούμαν του Φέλιξ Γουέλτον, μια δωρεά από την ελληνοαμερικανική κοινότητα στην Ελλάδα το 1963, θα πρέπει να κατέχει τα πρωτεία σε αυτή την πρακτική, όπως και στην άρνηση ενσωμάτωσής του στην πόλη από τους κατοίκους της. Αλλά τι να πει κανείς για τη βασανισμένη «Βόρεια Ηπειρο» (αποκαλυπτήρια το 1953) της οδού Τοσίτσα του Κωνσταντίνου Σεφερλή, η οποία για ορισμένους προκαλεί τη μοίρα της έτσι όπως «μοιάζει με φώκια», οπότε πλέον κείτεται αποκεφαλισμένη και «τραυματισμένη». Και αυτό το γλυπτό ήταν δωρεά, συγκεκριμένα του καλλιτέχνη στον Δήμο Αθηναίων, αλλά η γενναιόδωρη προσφορά δεν εκτιμήθηκε δεόντως. Οπως εξηγεί η Xάρις Κανελλοπούλου, «ένα φαινόμενο που έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια είναι αυτό της κλοπής προτομών προκειμένου να χυθούν και να πωληθεί το υλικό, όπως έγινε ενδεχομένως με εκείνες των Καζαντζάκη και Θεοτοκόπουλου που «χάθηκαν» από τον χώρο του Πνευματικού Κέντρου και δεν βρέθηκαν ποτέ. Ο Δήμος Αθηναίων είχε αποφασίσει να αποσύρει για κάποιο διάστημα γλυπτά τέτοιου τύπου προκειμένου να τα προστατεύσει. Ηταν μια ήττα απέναντι σε μια κατάσταση, καθώς δείχνει ότι δεν μπορείς να έχεις τον έλεγχο και να ορίσεις ποια είναι τα όρια του σεβασμού για κάποια πράγματα. Είναι ένα φαινόμενο των καιρών». «Οταν ένα έργο λειτουργεί, που σημαίνει ότι έχει ενταχθεί στον χώρο σωστά, δεν το βανδαλίζει ο κόσμος» συμπληρώνει ο Κώστας Βαρώτσος. «Αυτό συνέβη με τον πρώτο μου «Ορίζοντα» στη Θεσσαλονίκη. Οσο βρισκόταν στην πλατεία Αριστοτέλους ο κόσμος το αποδεχόταν και το σεβόταν. Οταν άλλαξε θέση και τοποθετήθηκε μπροστά από την Εκθεση, δεν λειτουργούσε σωστά στον χώρο, με αποτέλεσμα να βανδαλιστεί με σπρέι».
Ωστόσο, στη Θεσσαλονίκη ο κόσμος μοιάζει να είναι περισσότερο εξοικειωμένος με την τέχνη στον δημόσιο χώρο. Είναι μια αλλαγή νοοτροπίας που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά όχι επειδή υπάρχει ενιαία πολιτική κρίσης, αξιολόγησης και εγκατάστασης έργων. «Η πολυνομία και οι αυτοσχέδιες πρακτικές είναι ο κανόνας και στη Θεσσαλονίκη» θα πει η Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης.
Ορόσημα σε αυτή την εξελικτική διαδικασία αποτέλεσαν «η Μπιενάλε του ’85 και η ανακήρυξη της πόλης σε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Τότε ήταν που δόθηκε η Προβλήτα 1 στο λιμάνι στους Θεσσαλονικείς για αξιοποίηση. Πάντως η αλλαγή νοοτροπίας απέναντι σε αυτό το θέμα διαμορφώνεται χάρη στις σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα σε παλαιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους και τη σύγχρονη τέχνη. Στη Θεσσαλονίκη συνέβαλαν πολύ σε αυτόν τον διάλογο η Μπιενάλε της πόλης και τα Δημήτρια, αλλά και πρωτοβουλίες πολιτών όπως το free press «Παράλλαξη» και ο Γιώργος Τούλας, ο οποίος είχε ξεκινήσει το «Η Θεσσαλονίκη Αλλιώς», με εικαστικές και καλλιτεχνικές παρεμβάσεις σε περιοχές και κτίρια της πόλης.
Πρόσφατα κάτι άλλαξε με τον Κήπο των Γλυπτών στη Νέα Παραλία, όπου μπορεί να δει κανείς μια σειρά από ενδιαφέροντα έργα τα οποία δείχνουν σημάδια ανανέωσης της γλώσσας της γλυπτικής στο παραλιακό μέτωπο, αρχής γενομένης από τις «Ομπρέλες» του Ζογγολόπουλου. Το συγκεκριμένο έργο έχει γίνει σημείο αναφοράς για την πόλη και αποτελεί ένα παράδειγμα για το τι σημαίνει εξοικείωση με τη σύγχρονη τέχνη στον δημόσιο χώρο».
Στην Αθήνα, από την άλλη, ο έφιππος ανδριάντας του Μεγάλου Αλεξάνδρου του γλύπτη Γιάννη Παππά αναζητεί εδώ και περισσότερο από δύο δεκαετίες το δημόσιο «σπίτι» του. Με τα πολλά, το έχει βρει, και είναι η νησίδα που σχηματίζεται στη συμβολή των λεωφόρων Βασιλίσσης Ολγας και Βασιλίσσης Αμαλίας. Θα γίνει σημείο αναφοράς της πόλης ο μεγάλος στρατηλάτης; Να άλλος ένας γρίφος που μάλλον δεν χρειάζεται δυνατούς λύτες.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 24 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ