Ντυμένοι σαν «κοράκια» –μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο, μαύρη γραβάτα -, όλοι με γυαλιά Ray-Ban, δείχνουν ευδιάθετοι, ανάλαφροι, αλλά και θανάσιμα επικίνδυνοι. No bullshit τύποι, έτοιμοι για όλα. Kάθονται σε ένα café και μιλούν για το «Like a Virgin» της Μαντόνα και για το αν πρέπει ή όχι να αφήνεις πουρμπουάρ στις σερβιτόρες. Και μετά πάνε στη δουλειά. Να ληστέψουν ένα κοσμηματοπωλείο και, αν χρειαστεί, να σκοτώσουν, όχι μόνον αστυνομικούς, αλλά και «πραγματικούς ανθρώπους».
Ο κ. Γουάιτ (Χάρβεϊ Καϊτέλ), ο κ. Μπλου (Εντι Μπάνκερ), ο κ. Μπλοντ (Μάικλ Μάντσεν), ο κ. Οραντζ (Τιμ Ροθ), ο κ. Πινκ (Στιβ Μπουσέμι) και ο κ. Μπράουν (Κουέντιν Ταραντίνο) ακολουθούν τις εντολές του Τζο Κάμποτ (Λόρενς Τίρνεϊ) και του γιου του, Νάις Γκάι Εντι (Κρις Πεν). Ολα τα παραπάνω είναι τα μέλη της σπείρας κακοποιών του κλασικού πλέον «Reservoir Dogs», που παραμένει το τρομερό ντεμπούτο στη σκηνοθεσία ταινιών μεγάλου μήκους του Κουέντιν Ταραντίνο, του οποίου η ματιά, η γραφή και το στυλ κατάφεραν να γίνουν από τα πιο αναγνωρίσιμα στο παγκόσμιο σινεμά ήδη από το μακρινό 1992 που το φιλμ βγήκε στις αίθουσες.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, το «Reservoir Dogs» δεν έχει παλιώσει καθόλου. Και όσο τα χρόνια περνούν, όλο και περισσότεροι θεωρούν ότι παραμένει η πιο φρέσκια και –ναι –η καλύτερη ταινία ενός πρώην υπαλλήλου σε βιντεοκλάμπ ο οποίος είχε βάλει στόχο της ζωής του να ασχοληθεί κάποια στιγμή ο ίδιος με το σινεμά. Και τα κατάφερε. Αλλά η ίδια η δημιουργία αυτής της ταινίας, κυριολεκτικά από το μηδέν και το πουθενά, αποδεικνύει ότι η Αμερική είναι η χώρα στην οποία τα πάντα μπορούν να συμβούν αν υπάρχουν το όραμα, το πάθος και –εντάξει –μπόλικη δόση τύχης.
Το βασικό προνόμιο των υπαλλήλων στη Video Archives –και συγχρόνως ο απόλυτος παράδεισος για κάθε σινεφίλ στην προ Ιnternet εποχή –ήταν ότι είχαν το δικαίωμα να παίρνουν στο σπίτι τους και να βλέπουν όποιες ταινίες ήθελαν. Στην ουσία, ο Κουέντιν Ταραντίνο έτσι έμαθε σινεμά· βλέποντας, ή μάλλον καταβροχθίζοντας, ταινίες τσάμπα στο σπίτι του. Η δουλειά του στη Video Archives αποδείχθηκε το μεγαλύτερο σχολείο του, ιδίως όταν άρχισε να κρατά ο ίδιος το μαγαζί, οργανώνοντας αφιερώματα ανά εβδομάδα. Ταξινομούσε ταινίες σκηνοθετών, ηθοποιών ή ειδών και κάθε εβδομάδα άλλαζε θεματική. Επίσης φρόντιζε να βλέπει τις ταινίες του αφιερώματος από πριν, γιατί ήθελε να ξέρει ακριβώς τι «πουλούσε» στον κόσμο.
Ο Ταραντίνο είχε στήσει εβδομάδα Σαμ Φούλερ, εβδομάδα ταινιών «ωμέγα» διαλογής με μοτοσικλέτες, εβδομάδα Ντέιβιντ Καραντάιν κ.ο.κ. Η εβδομάδα που έμελλε τελικά να αλλάξει τη ζωή του ήταν ένα tribute σε ταινίες με ληστείες. Ταινίες όπως τα «Τοπκαπί» και «Ριφιφί» του Ζυλ Ντασσέν, η «Υπόθεση Τόμας Κράουν» του Νόρμαν Τζούισον, η «Ζούγκλα της ασφάλτου» του Τζον Χιούστον και το «Χρήμα της οργής» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ ήταν μερικοί από τους τίτλους του αφιερώματος. Ο Ταραντίνο είχε ήδη υπόψη του όλες αυτές τις ταινίες, αλλά σύμφωνα με το βιβλίο του Τζεφ Ντόουσον «Ταραντίνο: Η ιστορία συνεχίζεται» (Εκδόσεις Στάχυ), «μόνον όταν άρχισα να βλέπω από μία ταινία με ληστεία κάθε βράδυ κατάλαβα τις εκπληκτικές δυνατότητες που θα είχε μια αναβίωση του είδους αυτού, εφόσον τέτοιες ταινίες εδώ και χρόνια δεν γυρίζονταν πλέον».
Δεν ήξερε γραφομηχανή και έγραφε στο χέρι με κεφαλαία γράμματα, χρησιμοποιώντας τετράδια ή σημειωματάρια και μαύρους και κόκκινους μαρκαδόρους. «Είμαι της άποψης ότι δεν μπορείς να γράψεις ποίηση σε κομπιούτερ» έχει πει παλαιότερα. Τον Οκτώβριο του 1990, περίπου έναν χρόνο μετά την παραίτησή του από τη Video Archives (και ενώ είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα κατά το οποίο προωθούσε ο ίδιος βίντεο εταιρειών) ο Ταραντίνο αγόρασε το τετράδιο και τους μαρκαδόρους για το σενάριο του «Reservoir Dogs» και μέσα σε τρεις εβδομάδες είχε ολοκληρώσει την πρώτη του μορφή. Η αλήθεια είναι ότι είχε επεξεργαστεί ήδη το σενάριο στο μυαλό του, αλλά εξαιτίας του γεγονότος ότι η ταινία στηρίζεται κυρίως στους διαλόγους, το γράψιμό της αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση για τον Ταραντίνο. «Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να βάλω διάφορους τύπους να μιλάνε μεταξύ τους και μετά να συνδέσω τα διάφορα μέρη».
Οταν ο Ταραντίνο άρχισε να γράφει το σενάριο του «Reservoir Dogs» είχε ήδη ολοκληρώσει το σενάριο του «Ιλιγγιώδους έρωτα» (που θα γυριζόταν το 1993 από τον Τόνι Σκοτ) αλλά και των «Γεννημένων δολοφόνων» (που θα σκηνοθετούσε ο Ολιβερ Στόουν το 1994). Ο Ταραντίνο ήθελε να τα γυρίσει ο ίδιος και το προσπαθούσε επί χρόνια, μάταια όμως, γιατί κανείς δεν του εμπιστευόταν τα κεφάλαιά του. Ωστόσο, η επιθυμία του να σκηνοθετήσει το «Reservoir Dogs» ήταν τόσο μεγάλη που τελικά χρηματοδότησε μόνος του την ταινία, με το ποσό που αποκόμισε από την πώληση του σεναρίου του «Ιλιγγιώδους έρωτα». Στάθηκε αρκετά τυχερός. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου συνάντησε σε ένα πάρτι τον (μετέπειτα παραγωγό του) Λόρενς Μπέντερ, τον οποίο ήδη γνώριζε από την εποχή που και οι δύο αγωνίζονταν να περάσουν από οντισιόν ως ηθοποιοί (προοπτική καριέρας που ο Ταραντίνο πολύ σύντομα εγκατέλειψε). Ο Μπέντερ είχε διαβάσει το σενάριο του «Ιλιγγιώδους έρωτα» και το θεωρούσε καλό, χωρίς καν να ξέρει ότι το είχε γράψει ο Ταραντίνο.
Ο παράγοντας τύχη έχει να κάνει με την εμπλοκή του Χάρβεϊ Καϊτέλ στο project. Οταν ο Μπέντερ ανέφερε την ιδέα της ταινίας στον καθηγητή του, Πίτερ Φλόορ, εκείνος τον ρώτησε ποιον ηθοποιό θα ήθελε για τον ρόλο του πρωταγωνιστή, του κυρίου Γουάιτ. Ο Μπέντερ ανέφερε τον Καϊτέλ. Η γυναίκα του Φλόορ, Λίλι Πάρκερ, γνώριζε τον Καϊτέλ από τα χρόνια του Actors Studio. Κάπως έτσι το σενάριο βρέθηκε στα χέρια του ηθοποιού, ο οποίος ανέκαθεν αναζητούσε φρέσκα πράγματα (ο Καϊτέλ είχε παίξει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε που έγινε επιτυχία αλλά και στο πρώτο φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ). Πράγματι, ο Καϊτέλ βρήκε το σενάριο του «Reservoir Dogs» ό,τι καλύτερο είχε διαβάσει έως τότε και μπήκε στο παιχνίδι. Η κλίμακα της ταινίας άρχισε σταδιακά να μεγαλώνει. Πρώτη προσφορά 200.000 δολάρια, δεύτερη μισό εκατομμύριο, τελικά η ταινία γυρίστηκε με μπάτζετ 1,5 εκατομμύριο δολάρια, με τον Καϊτέλ συμπαραγωγό. Μάλιστα, ο ηθοποιός έδειξε το σενάριο στον Κρίστοφερ Γουόκεν και στον Ντένις Χόπερ, οι οποίοι θα έπαιζαν αν τελικά δεν είχαν άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Τα γυρίσματα άρχισαν στις 29 Ιουλίου του 1991 και διήρκεσαν πέντε εβδομάδες. Λίγους μήνες αργότερα, η ταινία ήταν έτοιμη να κάνει την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου του Sundance, με μότο «Ο Τζιμ Τόμσον (σ.σ.: ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Κλέφτες» και «The Getaway») συναντά τον Σάμιουελ Μπέκετ». Τα εισιτήρια πωλούνταν προς 100 δολάρια το ένα. Σκέτη τρέλα, αλλά κανένα βραβείο. Σύντομα το «Reservoir Dogs» θα γινόταν το πιο hot φιλμ του Φεστιβάλ των Καννών (όπου προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού) και παρά το γεγονός ότι είχε περιορισμένη διανομή στις αμερικανικές αίθουσες (μόλις 26), σε 10 εβδομάδες είχε βγάλει τα έξοδά της, έχοντας αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές ανά τον κόσμο και βάζοντας τον Ταραντίνο στον κινηματογραφικό χάρτη. Ενα αστέρι είχε γεννηθεί.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ