Μερικές ιστορίες δεν έχουν ειπωθεί τόσο δυνατά όσο θα άξιζε. Ακόμα και αν αποτελούν πολύτιμα υλικά της συλλογικής μνήμης. Η ιστορία της Βάσως Δεβετζή είναι μία από αυτές. Το όνομά της είναι βεβαίως γνωστό, καθώς πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες, διεθνώς αναγνωρισμένες, ελληνίδες πιανίστριες. Τι ξέρουμε όμως στην πραγματικότητα για τη μεγάλη καριέρα και για τις ηχογραφήσεις της; Για τη στενή σχέση της με κορυφαίες προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης, από τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ ως τη Μαρία Κάλλας; Ή για τον γενναιόδωρο χαρακτήρα της;
Οι δύο συναυλίες μνήμης που θα φιλοξενηθούν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 6 και 8 Νοεμβρίου, μικρός φόρος τιμής που σηματοδοτεί το πέρασμα 30 χρόνων από τον θάνατό της (την 1η Νοεμβρίου 1987), δίνουν τώρα την αφορμή για μια πιο προσεκτική ματιά στη ζωή και στη σταδιοδρομία μιας χαρισματικής γυναίκας, η οποία, αν και έχτισε την καριέρα της εκτός Ελλάδας, δεν σταμάτησε να προσφέρει (με πολλούς τρόπους) στην πατρίδα που είχε στερηθεί.
«Καθώς σκέφτομαι ότι πλησιάζει η ώρα που θα ξαναμπώ στο Ηρώδειο, μου ‘ρχεται να κλάψω» δήλωνε το 1974 στα «Νέα» και στον Γιώργο Πηλιχό με αφορμή τη συμμετοχή της σε συναυλία-προσφορά στην Κύπρο και στα θύματα της τουρκικής θηριωδίας: «Ζω τρεις δεκαετίες έξω, αλλά ποτέ δεν είχα αισθανθεί τη στέρηση του τόπου μου όσο τα επτά μαύρα τελευταία χρόνια. Νομίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ορφάνια για έναν πολίτη από το να στερείται την πατρίδα του, όπως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά να ξαναβρίσκει κανείς τον τόπο του ελεύθερο».

Μουσικός εξ απαλών ονύχων
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη το 1925 από εύπορη οικογένεια, η Δεβετζή εκδήλωσε από πολύ μικρή την κλίση της προς τη μουσική προσπαθώντας να παίξει στο πιάνο το οποίο ο πατέρας της είχε κάνει δώρο στη μητέρα της. «Δεν θυμάμαι να διάλεξα ποτέ συνειδητά το πιάνο. Γεννήθηκα για να παίζω πιάνο, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά» έλεγε η ίδια. Παράλληλα με τις σπουδές της στο Κρατικό Ωδείο ολοκλήρωσε και τη φοίτησή της στην Ελληνογερμανική Σχολή, μαθαίνοντας μεταξύ άλλων να μιλάει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Με εφόδιο το ταλέντο της έφυγε το 1949 για το Παρίσι. Το ταξίδι εκείνο επρόκειτο να διαρκέσει 20 ημέρες (στόχος η συμμετοχή της σε έναν μεγάλο διαγωνισμό πιάνου), κράτησε όμως 40 χρόνια, ως το τέλος της ζωής της: Η Δεβετζή εντυπωσίασε τη σπουδαία πιανίστρια και παιδαγωγό Μαργκερίτ Λονγκ (που γνώριζε προσωπικά τον Κλοντ Ντεμπισί, τον Μορίς Ραβέλ και τον Γκαμπριέλ Φορέ), η οποία όταν η νεαρή Ελληνίδα έδωσε την πρώτη συναυλία της στη γαλλική πρωτεύουσα δήλωσε: «Είναι προορισμένη για μια σταδιοδρομία από τις πλέον λαμπρές».

Μια μεγάλη καριέρα
Οπως ακριβώς είχε προβλέψει η Λονγκ, η Βάσω Δεβετζή διέγραψε ανοδική πορεία με εμφανίσεις σε μεγάλες αίθουσες και με σημαντικούς σταθμούς –μεταξύ άλλων, τη συνεργασία της με τον Νταβίντ Οϊστραχ, τον Μστισλάβ Ροστροπόβιτς, τον Ρούντολφ Μπαρσάι, τον Σβιατοσλάβ Ρίχτερ. Ταξίδευε, έπαιζε, ηχογραφούσε (βασικός άξονας του ρεπερτορίου της η κλασική περίοδος των Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν). Οι περιοδείες της στη Σοβιετική Ενωση σημείωσαν επιτυχία. Το ντεμπούτο της στις ΗΠΑ, την περίοδο 1970-71, χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τους «Los Angeles Times», που έκαναν λόγο για «Ενα αστέρι πρώτου μεγέθους». Παράλληλα, έπαιξε στο Φεστιβάλ Αθηνών και χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες της προσέλκυσε στην Ελλάδα διάσημους καλλιτέχνες, επιτυγχάνοντας μεταξύ άλλων εμφανίσεις της Οπερας των Παρισίων στο Ηρώδειο και του Μορίς Μπεζάρ στην Επίδαυρο, ενώ τον Αύγουστο του 1975 έπαιξε στο Ηρώδειο υπέρ των κυπρίων προσφύγων, υπό τη μουσική διεύθυνση του σερ Κόλιν Ντέιβις. Παρά τους διθυράμβους, έμενε προσγειωμένη: «Στην τέχνη είμαι ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Οσο πιο πολύ πλησιάζω το ιδανικό μου τόσο πιο γρήγορα αυτό απομακρύνεται και τόσο εγώ τρέχω να πάω κοντά του. Είναι ένας αγώνας που μοιάζει με το κυνήγι του αντικατοπτρισμού στην έρημο».
Η σχέση με την Κάλλας
Ενα από τα τελευταία αλλά μεγάλα κεφάλαια στη ζωή της ήταν η στενή φιλική σχέση της με τη Μαρία Κάλλας, με την οποία έδωσε μάλιστα ένα έκτακτο ρεσιτάλ στη Βοστώνη το 1974, όταν εκλήθη για να αντικαταστήσει τον τενόρο Τζουζέπε ντι Στέφανο. Η Δεβετζή ήταν εκείνη που μετά τον ξαφνικό θάνατο της Κάλλας (το 1977) έφερε στην Αθήνα την τέφρα της υψιφώνου και τη σκόρπισε στο Αιγαίο σε τιμητική τελετή. Το 1980 η καταξιωμένη καλλιτέχνιδα ίδρυσε μαζί με τον Χρήστο Λαμπράκη και άλλες προσωπικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό το Διεθνές Ιδρυμα Μαρία Κάλλας. Πίστευε άλλωστε πολύ στη δυναμική της μουσικής παιδείας: «Θα ‘θελα να δω τη μουσική στον τόπο μας ν’ αρχίζει από το νηπιαγωγείο, να προχωρεί στη δημοτική και ανώτερη εκπαίδευση, να εισχωρεί έως τα πανεπιστήμια και να μη σταματάει πουθενά. Ολα τ’ άλλα, ορχήστρες, σολίστες, μαέστροι, σάλες κοντσέρτων και θεάτρων,
θα ‘ρθουν μόνα τους».
Η προσφορά της, όπως έχει συμβεί και με άλλες τέτοιες περιπτώσεις στην Ελλάδα, έδωσε την αφορμή για αρνητικά σχόλια από εκείνους που δεν μπόρεσαν ή δεν ήθελαν να καταλάβουν. Οι κακοήθεις φήμες, σύμφωνα με τις οποίες εκμεταλλεύθηκε τη φήμη της Κάλλας προς ίδιον όφελος, και οι οποίες, όπως είναι λογικό, την πλήγωσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής της, καταρρέουν εύκολα με μια γρήγορη αναδρομή στην καλλιτεχνική πορεία της. Χορτασμένη από δόξα η Δεβετζή, δεν είχε ανάγκη από δεκανίκια (εν προκειμένω από τη φήμη της Κάλλας) για να υπάρχει. Το γενναιόδωρο και ανιδιοτελές του χαρακτήρα της το επιβεβαιώνουν εύκολα και οι μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που έχουν ευεργετηθεί από αυτήν και οι οποίοι όταν βρέθηκαν μόνοι στο Παρίσι όπου έμενε βρήκαν στον πρόσωπό της έναν άνθρωπο πρόθυμο να τους προσφέρει κάθε βοήθεια. Η ίδια δεν ανέμενε ποτέ κάποια ανταπόδοση, ειδικά από την επίσημη εξουσία: «Παντού η κρατική εξουσία φέρεται έτσι στους καλλιτέχνες (σ.σ.: απαντούσε σε ερώτηση για το πόσο αδιάφορο και εχθρικό μπορεί να είναι το ελληνικό κράτος απέναντι στους μουσικούς) και εκ πρώτης όψεως φαινόμαστε στο κράτος αχρείαστοι. Από εμάς συνεπώς εξαρτάται, από τη δική μας φλόγα, από το δικό μας πείσμα, να δείξουμε στο κράτος ότι του είμαστε απαραίτητοι, όσο απαραίτητοι είναι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, οι στρατιωτικοί και οι βιομήχανοι. Να τους πείσουμε πως οι τέχνες και τα γράμματα είναι η αληθινή, η ουσιαστική δύναμη ενός τόπου».
Η Βάσω Δεβετζή, «η πιο Παριζιάνα από τους έλληνες καλλιτέχνες», όπως την είχαν χαρακτηρίσει, πέθανε ξαφνικά στο Παρίσι, σε ηλικία 62 ετών. Στις συναυλίες μνήμης «στο ταλέντο της και στη γνήσια ελληνικότητά της» που θα φιλοξενηθούν στο Μέγαρο, στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος, παίρνουν μέρος τέσσερις διαπρεπείς ελληνίδες πιανίστριες: η Ελισάβετ Κουναλάκη και η Ελενα Μουζάλα στις 6 Νοεμβρίου (με το Κουαρτέτο Εγχόρδων Αθηνών) και η Δανάη Καρά και η Μαρία Ευστρατιάδη στις 8 Νοεμβρίου (με το Κουαρτέτο Εγχόρδων Αέναον). l
Το παρόν άρθρο άντλησε στοιχεία και από τη μουσική μονογραφία του κριτικού Κυριάκου Π. Λουκάκου που θα διατίθεται μαζί με το πρόγραμμα των συναυλιών.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ