«Οπιο πρόσφατος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει αφήσει τη Γη διαλυμένη. Από τα συντρίμμια ενός κόσμου πλημμυρισμένου από ραδιενεργή σκόνη αναδύεται ο Ρικ Ντέκαρντ, κυνηγός επικηρυγμένων ανθρωποειδών. Ο Ρικ ονειρεύεται να αποκτήσει ένα ζώο, πανάκριβο σύμβολο κοινωνικής καταξίωσης στην καινούργια εποχή. Το ηλεκτρικό πρόβατο που έχει στην κατοχή του, μια σχεδόν τέλεια απομίμηση πραγματικού, τον καταθλίβει. Ωσπου ο Ρικ καλείται να σκοτώσει έξι επιλεγμένα ανθρωποειδή Nexus-6 έναντι μεγάλης αμοιβής…».
Οσοι έχουν δει την ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ «Blade Runner: Ομάδες εξόντωσης» αλλά δεν έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα του Φίλιπ Κ. Ντικ που υπήρξε η πηγή έμπνευσης του σκηνοθέτη, ενδεχομένως να προβληματιστούν από την παραπάνω σύνοψη του βιβλίου που πρόπερσι επανακυκλοφόρησε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κέδρος με τον τίτλο «Το ηλεκτρικό πρόβατο» (πρωτότυπος τίτλος «Do Andoids Dream of Electric Sheep?»). Γιατί το ηλεκτρικό πρόβατο στη σύνοψη –για να μην αναφερθώ στον ίδιο τον μυστηριώδη τίτλο του μυθιστορήματος –δεν δείχνει να είναι κάτι με το οποίο σχετίζεται η ταινία· το σίγουρο είναι ότι δεν είδαμε κανένα πρόβατο, ηλεκτρικό ή μη, στην κατοχή του Χάρισον Φορντ, πρωταγωνιστή στην ταινία του Σκοτ, στον ρόλο του Ντέκαρντ. Ούτε και αντιληφθήκαμε την ανάγκη του να αποκτήσει «κατοικίδιο».
Είναι αλήθεια. Αυτή η μυθική πια ταινία του 1982 που έρχεται τώρα ξανά στο προσκήνιο λόγω της συνέχειάς της, του «Blade Runner 2049» (από τον Ντενί Βιλνέβ, σκηνοθέτη των ταινιών «Η άφιξη» και «Sicario: Ο εκτελεστής», σε παραγωγή Ρίντλεϊ Σκοτ, με πρωταγωνιστές τους Ράιαν Γκόσλινγκ και Χάρισον Φορντ), αν και σεβάστηκε το μυθιστόρημα του Ντικ, δεν θέλησε να εστιάσει όσο εκείνο στη βαθύτερη φιλοσοφία του: σκέψεις πάνω στη μάχη μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, μεταξύ ελεύθερης βούλησης και απρόσωπου προγραμματισμού.
Τοποθετημένη στο Λος Αντζελες του 2019, η πρώτη ταινία θέλησε να μετατρέψει σε εικόνες τα βασικά αφηγηματικά στοιχεία του έργου: ο πρώην αστυνομικός που πνίγει τη μοναξιά του στο αλκοόλ, η σκοτεινή, επικίνδυνη πόλη, το κυνηγητό των ανθρωποειδών, το πραγματικό θεριό που είναι ο κατασκευαστής των ανθρωποειδών, ιδιοκτήτης μιας πολυεθνικής εταιρείας (Τζο Τέρκελ), και φυσικά ο έρωτας του αστυνομικού με μια μυστηριώδη γυναίκα (Σον Γιανγκ), η οποία ανήκει στα ανθρωποειδή υποψήφια θύματά του (ανάμεσά τους ο ολλανδός ηθοποιός Ρούτγκερ Χάουερ και η Ντάριλ Χάνα). Aκόμη και ο χαρακτήρας του Ντέκαρντ είναι αρκετά διαφορετικός στις σελίδες του μυθιστορήματος. Εκεί είναι παντρεμένος, όχι χωρισμένος, και η σύζυγός του καταπιεστική σε ό,τι αφορά τη δουλειά του. Ο Σκοτ αδιαφορεί για το ότι ο Ντέκαρντ ακολουθεί το κίνημα του «Μερσερισμού» (μια θρησκεία μέσω της οποίας τα ανθρώπινα όντα δηλώνουν την ικανοποίησή τους που είναι ανθρώπινα όντα), όπως και για το γεγονός ότι παρακολουθεί φανατικά ένα πρόγραμμα τηλεόρασης, ο παρουσιαστής του οποίου αποδεικνύεται επίσης ανδροειδές.
Ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν το έκρυψε από την αρχή: «Το «Blade Runner» είναι πάνω απ’ όλα ένα ντετέκτιβ στόρι, ένα θρίλερ. Δεν είναι και τόσο επιστημονική φαντασία, ούτε φουτουριστικό, κατά μία έννοια δεν έχει να κάνει καν με το μέλλον. Είναι ένα heavy metal κόμικ, γεμάτο δράση, πολύχρωμους χαρακτήρες, γρήγορο ρυθμό, έντονες αποχρώσεις και δυνατά χτυπήματα. Και σίγουρα δεν σχετίζεται με τη γενετική επιστήμη. Δεν είναι ένας διαλογισμός στα σωστά και στα λάθη αυτής της νέας επιστήμης. Η ταινία αγγίζει απλώς το θέμα, το χρησιμοποιεί σαν εργαλείο για να δημιουργήσει την κατάσταση μιας ιστορίας».
Το όραμα του Φίλιπ Κ. Ντικ
Επί της ουσίας, οι ρίζες του μυθιστορήματος «Το ηλεκτρικό πρόβατο» βρίσκονται στην έρευνα που ο Φίλιπ Κ. Νικ έκανε για ένα άλλο βιβλίο του, τον «Ανθρωπο στο ψηλό κάστρο». Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ήρθαν στην κατοχή του συγγραφέα απόρρητα έγγραφα των ναζιστών, ανάμεσα στα οποία και το ημερολόγιο ενός αξιωματικού των SS που υπηρετούσε στη Βαρσοβία. Εκεί, ο αξιωματικός αναφέρεται στη μεγάλη δυσκολία που είχαν οι γερμανοί βασανιστές να κοιμηθούν τα βράδια ενοχλημένοι από τις κραυγές και τον θρήνο των πεινασμένων παιδιών.
Η εφιαλτική μαρτυρία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον συγγραφέα, ο οποίος σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Starlog» το 1982, την ίδια χρονιά δηλαδή που προβλήθηκε το «Blade Runner», μίλησε για «το δίποδο ανθρωποειδές που υπάρχει ανάμεσά μας, ένα ον μορφολογικά ταυτόσημο με το ανθρώπινο, που όμως δεν είναι άνθρωπος. Γιατί δεν είναι ανθρώπινο να προσπαθείς να παραπονιέσαι επειδή δεν σου επιτρέπουν να κοιμηθείς τα παιδιά που πεινούν». Ετσι λοιπόν, τότε, ο Ντικ σκέφτηκε για πρώτη φορά μια «διχοτόμηση ανάμεσα στο αληθινά ανθρώπινο και σε αυτό που μιμείται το αληθινά ανθρώπινο».
Ο παραγωγός Χερμπ Τζάφι ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος του Ντικ, πολλά χρόνια πριν από τη δημιουργία του «Blade Runner», το 1973. Oμως το σενάριο που προέκυψε δεν άρεσε καθόλου στον συγγραφέα, ο οποίος το χαρακτήρισε «κωμικό, μια πλάκα του επιπέδου της τηλεοπτικής σατιρικής σειράς κατασκοπείας «Get Smart». Ολοι οι χαρακτήρες ήταν γελωτοποιοί και οι διάλογοι εξυπνακίστικες ατάκες».
Επτά χρόνια αργότερα, και ενώ το σχέδιο Τζάφι είχε καταρρεύσει, ο Χάμπτον Φάντσερ έγραψε το πρώτο σενάριο για αυτό που εν τέλει θα γινόταν η ταινία του Σκοτ. Μόνο που και αυτή τη φορά ο Ντικ δήλωνε ανικανοποίητος. Σε ένα οργισμένο κείμενό του δημοσιευμένο στο «Select TV Guide», ο Ντικ γράφει ότι το σενάριο είναι «λες και ο Φίλιπ Μάρλοου συνάντησε τις «Γυναίκες του Στέπφορντ» (σ.σ.: ο ντετέκτιβ ήρωας του Ρέιμοντ Τσάντλερ και ο τίτλος ενός θρίλερ φαντασίας με δαιμόνιες νοικοκυρές)». Στο ίδιο κείμενο ο συγγραφέας ασκεί δριμύτατη κριτική εναντίον ταινιών επιστημονικής φαντασίας όπως το «Alien: O επιβάτης του Διαστήματος» του ίδιου του Σκοτ, με το επιχείρημα ότι οι δημιουργοί τους επιλέγουν να τονίσουν υπερβολικά τα ειδικά οπτικοακουστικά εφέ υποβαθμίζοντας τη βάση της ταινίας που είναι το στόρι.
Η αναφορά στον Σκοτ είχε γίνει προφανώς επειδή ο Ντικ θεωρούσε ότι το «Blade Runner» θα κατατασσόταν στην ίδια κατηγορία, μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας γυρισμένη στο πόδι, με φανταστικά ειδικά εφέ από τον μετρ του είδους εκείνη την εποχή, Ντάγκλας Τράμπουλ. Από τη δική του πλευρά, ο Σκοτ είχε ήδη λερωμένη τη φωλιά του, διότι σε μια δική του συνέντευξη είχε πει πως θεωρούσε ότι το μυθιστόρημα «ολοκληρωνόταν με δυσκολία».
Περιέργως στον Ντικ, που ήταν ένας εξαιρετικά δύσκολος άνθρωπος, με τρεις –τουλάχιστον –εισαγωγές στο ψυχιατρείο (η τελευταία επειδή διαμαρτυρόταν επιμόνως ότι παρακολουθείται από το FBI και τη CIA), άρεσε το σενάριο που έγραψε για λογαριασμό του Σκοτ ο Ντέιβιντ Πιπλς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, σε μια συνέντευξή του δήλωσε ότι ο Πιπλς κατάφερε ακόμη και να βελτιώσει το μυθιστόρημα. «Το ένα συμπληρώνει το άλλο» δήλωνε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. «Αν ξεκινήσεις με το βιβλίο θα δεις ότι το σενάριο προσθέτει υλικό και αν ξεκινήσεις από το σενάριο θα δεις ότι το ίδιο κάνει το βιβλίο. Είναι συμμετρικά».
Ωστόσο, ο θάνατος του Ντικ (2 Μαρτίου 1982) έπειτα από διπλό εγκεφαλικό, λίγο πριν από τη διανομή της ταινίας, δεν μας επέτρεψε ποτέ να μάθουμε τη γνώμη του για την κινηματογραφική μεταφορά του «Ηλεκτρικού προβάτου» στη μορφή που προβλήθηκε τότε (γιατί θα ακολουθούσαν κι άλλες). Σύμφωνα πάντως με τον Σκοτ και μια συνέντευξή του για την έκδοση «Omni’s Screen Flights/ Screen Fantasies» του 1984, ο Ντικ δήλωνε εντυπωσιασμένος έπειτα από τη μία και μοναδική επίσκεψή του στα γυρίσματα του «Blade Runner».
Η αρχιτεκτονική, οι δυσκολίες, ο μύθος
Από τη «Μητρόπολη» του Φριτς Λανγκ, το 1927, είχε να παρουσιαστεί μια τόσο συγκλονιστική, καθηλωτική εικόνα μεγαλούπολης του μέλλοντος στον κινηματογράφο, προσωπικό επίτευγμα του σχεδιαστή παραγωγής Λόρενς Τζ. Πολ και κυρίως του conceptual artist Σιντ Μιντ. Η αναφορά στον Λανγκ δεν γίνεται τυχαία. Σε συνέντευξή του ο Μιντ είχε δηλώσει ότι η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1980 ήταν η βάση της σκηνογραφίας τους όπως ακριβώς η Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1920 υπηρέτησε ως το καλούπι για τη δυστοπική «Μητρόπολη».
Το Λος Ατζελες του 2019 που βλέπουμε στο φιλμ είναι μια πόλη μουντή, σκοτεινή, σε αποσύνθεση, πιθανότατα από την τοξική βροχή. Οι άκρες τεράστιων κτιρίων που θυμίζουν πυραμίδες κυριαρχούν στην κορυφογραμμή της και βιομηχανικοί σωλήνες-μεγαθήρια σε κοινή θέα προκαλούν ανατριχίλα καθώς παραπέμπουν σε εφιαλτικά ερπετά… Ανάμεσα σε όλα αυτά, διαφημίσεις για την Atari, την Coca-Cola, την TDK, την μπίρα Budweiser και άλλα προϊόντα. Καθετί στους δρόμους μοιάζει παλιό, σάπιο, ανθυγιεινό και συμβάλλει στο άρτιο εικαστικό σύνολο. Ακόμη και το ταπεινό, κλειστοφοβικό, μίζερο διαμέρισμα του Ντέκαρντ, έχει αρχιτεκτονική ιστορία: είναι δημιούργημα του σπουδαίου αρχιτέκτονα Φρανκ Λόιντ Ράιτ στη δεκαετία του 1920 και βρίσκεται στην περιοχή Los Feliz της Πόλης των Αγγέλων.
Τα γυρίσματα του «Blade Runner» σε διάφορα στούντιο ή άλλους χώρους στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας (αλλά και της Νέας Υόρκης) συγκαταλέγονται ωστόσο στα πιο «προβληματικά» για τα δεδομένα του Χόλιγουντ (σημειωτέον το «Blade Runner» είναι η πρώτη δημιουργία του Ρίντλεϊ Σκοτ στις ΗΠΑ). Λόγω των αυστηρών κανόνων των αμερικανικών συνδικάτων, ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε, όπως ήθελε, να χρησιμοποιήσει βρετανικό συνεργείο, και ήταν αναγκασμένος να ακολουθεί κώδικες τους οποίους δεν καταλάβαινε. Δεν του επιτρεπόταν καν να χειρίζεται ο ίδιος την κινηματογραφική μηχανή, όπως συνήθιζε πάντα να κάνει. Βομβαρδιζόταν διαρκώς από ανούσια ερωτήματα διαφόρων (παραγωγών, χρηματοδοτών, μελών του συνεργείου) και η σχέση του με τον Χάρισον Φορντ ήταν, για να το πούμε κομψά, άθλια εξαιτίας των διαρκών αναβολών των γυρισμάτων, των αλλαγών στο σενάριο και των καλλιτεχνικών διαφορών ανάμεσά τους. Μετά το «Blade Runner» έκοψαν την «καλημέρα» και η σχέση τους έκανε πολλά χρόνια να αποκατασταθεί.
Αλλά και η υποδοχή της ταινίας το 1982 κάθε άλλο παρά θερμή ήταν. Το κοινό περίμενε να δει τον Χάρισον Φορντ σε έναν ρόλο διασταύρωση του Χαν Σόλο από τον «Πόλεμο των Αστρων» με τον Ιντιάνα Τζόουνς. Ο Σκοτ προβληματίστηκε και αναγκάστηκε να κάνει αλλαγές ανατρέχοντας στο παλιό, ξεχασμένο σενάριο του Φάντσερ που ο Φίλιπ Κ. Ντικ είχε πετάξει στα σκουπίδια. Ετσι προστέθηκε το πιο ευχάριστο τέλος που όλοι γνωρίζουμε, με τον Ντέκαρντ και τη Ρέιτσελ να φεύγουν προς ένα αβέβαιο μεν αλλά όχι απαραιτήτως ζοφερό μέλλον.
Ενα από τα στοιχεία που χρειάστηκε να προστεθούν ήταν και η αφήγηση του Ντέκαρντ στο τέλος, που υπήρξε από μόνη της σημείο τριβής. Ο Ρίντλεϊ Σκοτ δεν την ήθελε με τίποτε και ο Φορντ δεν συμφωνούσε με το κείμενο, το οποίο θεωρούσε αστείο. Στους σχολιασμούς μιας ειδικής έκδοσης DVD της ταινίας το 2007 ο Φορντ είπε ότι είχε αναγκαστεί από τους παραγωγούς να κάνει την αφήγηση.
Οταν το 1992 το «Blade Runner» ξαναβγήκε στις αίθουσες με υπότιτλο «Η εκδοχή του σκηνοθέτη» (Director’s Cut), η επίμαχη αφήγηση ήταν απούσα και κάποιες συμπληρωματικές σκηνές που είχαν αφαιρεθεί από την πρώτη βερσιόν είχαν κάνει εδώ την εμφάνισή τους. Μία από αυτές τις σκηνές ήταν και το αμφιλεγόμενο όραμα του Ντέκαρντ με έναν μονόκερο, διότι σε αφήνει με την έντονη υποψία ότι ο ίδιος ο Ντέκαρντ είναι ανδροειδές –κάτι που ωστόσο δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ. Ενδεχομένως να ξεκαθαρίσει τώρα, με το «Blade Runner 2049» του Ντενί Βιλνέβ. Αν και υποψιάζομαι ότι είναι πολύ δύσκολο μια συνέχεια του «Blade Runner» να αγγίξει την αξία του αγέραστου θρύλου στον οποίο είναι βασισμένη. l

Η ταινία «Blade Runner 2049» θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 5 Οκτωβρίου σε διανομή Feelgood Entertainment.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ