Ο Πολ Τίμπετς στέκεται δίπλα στο μοιραίο
αεροσκάφος B-29 Enola Gay. Ηταν ο πιλότος
της πτήσης που έκανε τη ρίψη της ατομικής
βόμβας στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου του
1945. Εβδομήντα ένα χρόνια μετά, ο κόσμος
παραμένει εξίσου ανασφαλής. Πηγή: AP PHOTO

Κάποτε το ατομικό ρολόι της επιθεώρησης «Bulletin of the Atomic Scientists» έκανε πρωτοσέλιδα στις ευρωπαϊκές εφημερίδες. Ο συμβολικός χρονογράφος αυτής της ανεξάρτητης ομάδας επιστημόνων που εδρεύει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου μετρά από το 1947 την εγγύτητα του κινδύνου παγκόσμιας καταστροφής, κυρίως λόγω ενός πιθανού πυρηνικού πολέμου. Στο απόγειο του ανταγωνισμού ΗΠΑ και Σοβιετικής Ενωσης, το 1953, οι δείκτες του είχαν μετακινηθεί στις 12 παρά 2 λεπτά. Το 1991, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, οι εμπειρογνώμονες έστειλαν τον δείκτη στα 17 λεπτά πριν από τα μεσάνυχτα. Σήμερα, εξαιτίας της «ανεξέλεγκτης κλιματικής αλλαγής, του εκσυγχρονισμού των πυρηνικών όπλων και του υπερμεγέθους του πυρηνικού οπλοστασίου» η ώρα είναι και πάλι 23.57. Με λίγα λόγια, έχουμε επιστρέψει στο 1984, όταν ο κόσμος έβγαινε από μια χρονιά που περιλάμβανε την κατάρριψη ενός κορεατικού Μπόινγκ 747 με 269 επιβάτες από τη σοβιετική αεροπορία, τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν να αποκαλεί την ΕΣΣΔ «αυτοκρατορία του κακού» και τη στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ να σχεδιάζει την ασπίδα προστασίας από διηπειρωτικούς πυραύλους που έγινε γνωστή ως «πόλεμος των άστρων». Εν έτει 2016, βέβαια, η κοινή γνώμη ανησυχεί για άλλα προβλήματα: οικονομική κρίση, άνοδος του λαϊκισμού, τζιχαντιστικές επιθέσεις. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί σε ζητήματα ασφαλείας διεθνώς υποδεικνύουν τον πολλαπλασιασμό των παραγόντων ανησυχίας. Το οπλοστάσιο της Βόρειας Κορέας επεκτείνεται και διαφοροποιείται. Η Ρωσία εκσυγχρονίζει το πυρηνικό της δυναμικό. Ινδία και Πακιστάν μετρούν τις δυνάμεις τους εκατέρωθεν της γραμμής αντιπαράταξης του Κασμίρ. Και ο Γουίλιαμ Πέρι, πρώην υφυπουργός Αμυνας (1977-1981) υπό τον πρόεδρο Τζέιμς Κάρτερ και μετέπειτα υπουργός Αμυνας (1994-1997) στην κυβέρνηση του Μπιλ Κλίντον, δηλώνει ευθαρσώς στα πρόσφατα απομνημονεύματά του: «Σήμερα ο κίνδυνος κάποιας πυρηνικής καταστροφής είναι μεγαλύτερος από ό,τι την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και ο περισσότερος κόσμος το αγνοεί μακαρίως».

Το ότι ένας υπαρξιακός φόβος μισού αιώνα έχει εκλείψει από το προσκήνιο της συλλογικής συνείδησης δεν είναι απαραίτητα κακό. Οταν ο Τζέιμς Μποντ αποσυνέδεε ατομικές βόμβες τρία δευτερόλεπτα πριν από την έκρηξη σε κάθε δεύτερη ταινία του έως τη δεκαετία του ’80 ή όταν ο Φίλιπ Κ. Ντικ περιέγραφε στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας «Foster, You’re Dead!» την παθολογική φοβία ενός εφήβου που οι ειρηνιστές γονείς του αρνούνταν να αγοράσουν οικογενειακό πυρηνικό καταφύγιο αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Ψυχρός Πόλεμος καλλιεργούσε στη Δύση τα συστατικά στοιχεία μιας εν δυνάμει συλλογικής ψύχωσης. Τον Ιανουάριο του 2015 μια δημοσκόπηση του «Vanity Fair» έδειχνε ότι το 35% των Αμερικανών φοβούνταν ακόμη πως το τέλος του κόσμου θα προέλθει από πυρηνικό πόλεμο –την ίδια στιγμή, όμως, το 38% δήλωνε ότι φοβόταν το Ισλαμικό Κράτος, ενώ ένα 37% έτρεμε να βρεθεί να περπατά μόνο του τη νύχτα σε έναν δρόμο της πόλης. Παρόμοιες απαντήσεις, σε αντίθεση με αυτές που καταγράφει ο Σπένσερ Γουίρτ στο βιβλίο του «Nuclear Fear: A History of Images» (εκδ. Harvard University Press) από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν η πλειοψηφία των ερωτώμενων ανέφερε αυθόρμητα «ισχυρό φόβο» ή «ανησυχία» για το ενδεχόμενο πυρηνικού πολέμου, δείχνουν πως, αν και δεν έχει εξαφανιστεί, σίγουρα έχει κανονικοποιηθεί.
Οι κοινωνίες του (πυρηνικού) ρίσκου


Μεταξύ των ειδικών, ωστόσο, διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια μια άλλη αίσθηση –ότι το zeitgeist αλλάζει. Ο Πίτερ Απς, αρθρογράφος του Reuters και διευθυντής του think tank «Project for the Study of the 21st Century», παρουσίαζε τον Δεκέμβριο του 2015 στον δικτυακό τόπο του πρακτορείου μια έρευνα ανάμεσα σε 50 ειδικούς επί ζητημάτων ασφαλείας από όλον τον κόσμο σύμφωνα με την οποία το 60% όσων συμμετείχαν έκριναν ότι ο κίνδυνος πυρηνικού πολέμου αυξήθηκε την τελευταία δεκαετία. Για την επόμενη εικοσαετία οι εκτιμήσεις τους έδιναν πιθανότητες 40% για έναν συμβατικό πόλεμο μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, 21% για μια σύγκρουση ΝΑΤΟ και Ρωσίας, 14% για μια αναμέτρηση ΗΠΑ και Κίνας. Το πιο ανησυχητικό στοιχείο για τον ίδιο ήταν η εμφάνιση μιας χαμηλής αλλά διόλου αμελητέας πιθανότητας, της τάξης του 6,8%, για την έκρηξη ενός πυρηνικού πολέμου μέσα στην επόμενη 25ετία. Ηδη από το 2009 ο αρθρογράφος του «Time» Εμπεν Χάρελ σημείωνε, την επαύριον της σύγκρουσης στον Ατλαντικό ενός βρετανικού και ενός γαλλικού υποβρυχίου με 100 πυρηνικές κεφαλές συνολικά, τη διαρκή απειλή ενός ατυχήματος: «Eίκοσι χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η ανθρωπότητα εξακολουθεί να ζει, με την καταστροφή να απέχει μόλις 30 λεπτά» –χρόνο απάντησης σε ένα υποτιθέμενο «πρώτο χτύπημα» από τον αντίπαλο.
Και αν η συμφωνία της κυβέρνησης Ομπάμα με το Ιράν το 2015 δείχνει να αποτρέπει την επέκταση του πυρηνικού κλαμπ από εννέα μέλη (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ινδία, Πακιστάν, Ισραήλ, Βόρεια Κορέα) σε δέκα, τα δεδομένα για τις προθέσεις κάποιων από αυτά μοιάζουν να μεταβάλλονται. Ο Μαξ Φίσερ έγραφε στις 16 Ιουλίου στους «New York Times» ότι η επιτάχυνση του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας από το 2014 και εντεύθεν οφείλεται, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, στον φόβο μιας «υπαρξιακής κρίσης» από το καθεστώς Κιμ Γιονγκ Ουν. Σε αυτή τη λογική, η προσπάθεια απόκτησης βαλλιστικών πυραύλων υποδεικνύει είτε ένα σχέδιο εκβιαστικής ένωσης της Νότιας Κορέας με τον Βορρά είτε αποτρεπτικές δυνατότητες σε περίπτωση δυτικής επέμβασης όπως στο Ιράκ ή στη Λιβύη. Η Βόρεια Κορέα, ωστόσο, ως μέγεθος είναι ένα πυρηνικό ποντίκι, ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι άλλος. «Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’60 η Ρωσία έχει φέρει τα τελευταία χρόνια τις συζητήσεις με τις ΗΠΑ περί αφοπλισμού σε πλήρη ακινησία» έγραφε στο «Time» o Σάιμον Σούστερ τον περασμένο Απρίλιο. Υπενθύμιζε, παράλληλα, ότι μία από τις πρώτες ενέργειες του Βλαντίμιρ Πούτιν ως προέδρου την άνοιξη του 2000 ήταν η υιοθέτηση ενός νέου αμυντικού δόγματος που όριζε τη θεμιτή χρήση των πυρηνικών όπλων όχι ως αντίμετρο επίθεσης αποκλειστικά, όπως επί Σοβιετικής Ενωσης, αλλά ως επιλογή σε καταστάσεις απλώς «κρίσιμες για την εθνική ασφάλεια». Η Ρωσία δεν έχει άλλη δυνατότητα από την ανάπτυξη νέων πυρηνικών συστημάτων, δήλωνε σε συνέντευξή του στον Σούστερ τον Φεβρουάριο του 2016 ο ρώσος πρωθυπουργός, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, προκειμένου να εξισορροπήσει το τεράστιο πλεονέκτημα των ΗΠΑ σε συμβατικές δυνάμεις –το ίδιο ακριβώς επιχείρημα με το οποίο η Δύση δικαιολογούσε την εγκατάσταση πυραύλων στην Ευρώπη επί Ψυχρού Πολέμου.
Τα μαθήματα του Γουίλιαμ Πέρι


Επισκοπώντας όλες τις παραπάνω εξελίξεις με την εμπειρία 60 χρόνων στον χώρο της εθνικής άμυνας και της πολιτικής ο Γουίλιαμ Πέρι, ομότιμος πλέον καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, κρούει εδώ και χρόνια τον κώδωνα του κινδύνου μέσω της αντιπυρηνικής πρωτοβουλίας William J. Perry Project. Στα απομνημονεύματά του με τίτλο «My Journey at the Nuclear Brink» («Το ταξίδι μου στο χείλος της πυρηνικής αβύσσου», εκδ. Stanford Security Studies) που εκδόθηκαν τον Νοέμβριο του 2015 ο Πέρι συγκρίνει το πυρηνικό χθες με το πυρηνικό σήμερα. Εχοντας υπηρετήσει σε ηλικία 18 ετών στον στρατό κατοχής της Ιαπωνίας μετά τη λήξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου θυμάται το σοκ που του προκάλεσε το ισοπεδωμένο Τόκιο και η σκέψη της αντίστοιχης καταστροφής της Χιροσίμα με μία μόνο βόμβα. Τεχνικός σύμβουλος του υπουργείου Αμυνας την εποχή της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, χρημάτισε μέλος της ομάδας που ανέλυε την κατάσταση για λογαριασμό του προέδρου Κένεντι σκεπτόμενος καθημερινά ότι «αυτή θα είναι η τελευταία μου μέρα». Περίπου την ίδια εποχή πραγματοποίησε την πρώτη εκτίμηση της πιθανής αποτελεσματικότητας ενός συστήματος ηλεκτρονικών αντιμέτρων κατά των σοβιετικών διηπειρωτικών πυραύλων: «Θα μείωνε τον αριθμό των θανάτων μιας μεσαίου μεγέθους επίθεσης από 75 σε 25 εκατομμύρια». Μία από τις πιο έντονες εμπειρίες του από την πολιτική ήταν ένα τηλεφώνημα στις 3 τα ξημερώματα την εποχή που διατελούσε υφυπουργός Αμυνας στην κυβέρνηση Κάρτερ, όταν ο αξιωματικός υπηρεσίας της Αεροπορικής Διοίκησης Αμυνας Βορείου Αμερικής τού γνωστοποίησε ότι οι υπολογιστές έδειχναν 200 σοβιετικούς πυραύλους να κατευθύνονται προς τις ΗΠΑ –και του ζήτησε να τον βοηθήσει να επιδιορθώσουν το πρόβλημα του προγράμματος. Τα μαθήματα που άντλησε ο Γουίλιαμ Πέρι από αυτές τις διαμορφωτικές στιγμές του βίου του κατέθετε επιγραμματικά σε ένα άρθρο-προπομπό του βιβλίου του το 2013 στο European Leadership Network: «Δεν υπάρχει αποδεκτή άμυνα ενάντια σε όπλα τόσο καταστρεπτικά όσο τα πυρηνικά –πρέπει να εργαστούμε για να αποτρέψουμε τη χρήση τους. (…) Παρά τις προσπάθειές μας, ένας πυρηνικός πόλεμος θα μπορούσε να συμβεί εξαιτίας λανθασμένου υπολογισμού ή ατυχήματος και θα κατέστρεφε τον πολιτισμό μας».
Ο σημερινός κίνδυνος προέρχεται από τρεις κατευθύνσεις, πιστεύει ο Πέρι. Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε καμπή στην παγκόσμια τρομοκρατία, από το δόγμα των στοχευμένων επιθέσεων σε εκείνο των μαζικών δολοφονιών. Η απόκτηση αυτοσχέδιων πυρηνικών όπλων είναι εφικτή, θεωρεί ο ίδιος, όπως και μια παρόμοια επίθεση σε αμερικανική πόλη, ως και την ίδια την Ουάσιγκτον. Εξίσου σοβαρή απειλή θα ήταν η διάχυση ενός τοπικού πυρηνικού πολέμου, για παράδειγμα μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ωστόσο, η μεγαλύτερη ανησυχία του Πέρι πηγάζει από την ψύχρανση των σχέσεων με τη Ρωσία από το 2011: η «πρόωρη επέκταση του ΝΑΤΟ» προς ανατολάς, στην οποία εκείνος αντιτάχθηκε όντας υπουργός του Μπιλ Κλίντον, κλόνισε τις βεβαιότητες μέρους του ρωσικού στρατιωτικού και πολιτικού κατεστημένου. Ως αποτέλεσμα, σήμερα βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα, σιωπηρή κούρσα εξοπλισμών: οι ΗΠΑ έχουν εξαγγείλει τον εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου τους σε βάθος χρόνου με συνολικό κόστος 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, η Ρωσία ετοιμάζεται να θέσει σε λειτουργία πέντε νέα συντάγματα στρατηγικών πυρηνικών πυραύλων.
Γράφοντας στη «New York Review of Books» για το βιβλίο του Γουίλιαμ Πέρι, ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Τζέρι Μπράουν, επιλέγει να συγκρίνει τις τρέχουσες ηγεσίες των χωρών του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας με τους «υπνοβάτες» ηγέτες που σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του αυστραλού ιστορικού Κρίστοφερ Κλαρκ οδήγησαν την Ευρώπη στην καταστροφή του Α Παγκοσμίου Πολέμου. Η αμέριμνη υπνοβασία πάνω στα ιστορικά επιτεύγματα των προηγούμενων αποτελεί πράγματι ένα από τα εξέχοντα ελαττώματα των πολιτικών του πρώιμου 21ου αιώνα. Πρόκειται για ιδιότητα που δίνει ανησυχητικό νόημα στην πιο επιγραμματική διατύπωση από όλες, αυτή ενός ανώνυμου αξιωματούχου του ΝΑΤΟ, ο οποίος κλήθηκε από τον «Guardian» να απαντήσει στο ερώτημα για το μέγεθος του σημερινού πυρηνικού κινδύνου τον Ιανουάριο του 2016: «Είναι ακόμη μακρινός, δεν είναι όμως πια αμελητέος».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ