Από την εποχή που με έντιμη κόμη το 1997 δεχόταν να αυτοσαρκαστεί σε διαφήμιση της Nike για τα πολλά (αναποτελεσματικά) τρίποντά του έως την ημέρα που με παντελώς άτριχο κρανίο αποθεώθηκε (ιαχές ανάμεικτες με αποδοκιμασίες, αλλά αυτό είναι το κοντινότερο σε αποθέωση του εχθρού στο Μπόστον Γκάρντεν) στην έδρα των μισητών Σέλτικς το 2015, ο Κόμπι Μπράιαντ των Λος Αντζελες Λέικερς υπήρξε στο ΝΒΑ σημείον αντιλεγόμενον. Ηταν το «καλό παιδί», μέχρι που έγινε ο «Black Mamba», το δηλητηριώδες φίδι που στάζει μεγάλα σουτ στο παρκέ και φαρμάκι στα αποδυτήρια. Ηταν το ηθικό πρότυπο, έως ότου, το 2003, κατηγορήθηκε για τον βιασμό μιας ξενοδοχοϋπαλλήλου. Ηταν ο άνθρωπος που θα γινόταν Μάικλ Τζόρνταν έως τη στιγμή που το σύγχρονο μπάσκετ έδειξε πως κανένας Κόμπι, Λεμπρόν Τζέιμς, Στίβεν Κάρι δεν μπορεί να πει πια «μόνος μου κι όλοι σας». Οταν, όμως, ο Μπράιαντ ανακοίνωσε τον περασμένο Νοέμβριο ότι ο αγώνας κατά της Γιούτα Τζαζ στις 13 Απριλίου 2016 στο «Στέιπλς Σέντερ» θα ήταν ο τελευταίος του, κάθε εμφάνιση έγινε αποχαιρετιστήρια παράσταση. Πλέον, κάποια εισιτήρια πωλούνται για 55.000 δολάρια και η ομάδα έχει καλέσει 30 πρώην συμπαίκτες του να παρευρεθούν.
Πρόλαβε να κάνει πολλά σε είκοσι σεζόν. Πέντε πρωταθλήματα (2000-2002, 2009-2010), δύο φορές MVP των τελικών του ΝΒΑ, 18 παρουσίες σε All-Star Game, δύο ολυμπιακά χρυσά μετάλλια (Πεκίνο 2008, Λονδίνο 2012), 680 εκατ. δολάρια σε μισθολογικές απολαβές, τα περισσότερα που εισέπραξε ποτέ παίκτης ομαδικού αθλήματος στις ΗΠΑ. Δεν πρόλαβε να προσπεράσει τον Καρλ Μαλόουν στη λίστα των καλύτερων σκόρερ, ούτε και τον άπιαστο Καρίμ Αμπντούλ-Τζαμπάρ: παρέμεινε τρίτος με 33.464 πόντους (συν μερικούς ακόμη στα εναπομείναντα παιχνίδια) –1.172 και βάλε περισσότερους από τον Τζόρνταν. Και δεν κατάφερε να ξεπεράσει τους 100 πόντους του Γουίλτ Τσάμπερλεν, στάθηκε στους 81 ενάντια στους Τορόντο Ράπτορς, στις 22 Ιανουαρίου 2006.
Μαζί με τον Κόμπι, στον παράδεισο πηγαίνει και η πρώτη γενιά παικτών που στερέωσε το ΝΒΑ ως ισχυρό εμπορευματικό προϊόν κερδίζοντας περισσότερα από διαφημίσεις παρά από συμβόλαια.

Η εικόνα του να χειροκροτεί πλήθη αντιπάλων οπαδών που φώναζαν ρυθμικά «We Want Kobe» σε κάθε εκτός έδρας αγώνα δεν είναι μόνο στιγμιότυπο αθλητικού πολιτισμού με αγάπη για το παιχνίδι –όχι πώρωση για την ομαδάρα -, ούτε απλός φόρος τιμής σε έναν θρύλο. Σηματοδοτεί το τέλος μιας μπασκετικής εποχής. Ο Κόμπι δεν είναι πιο μεγάλος από το άθλημα, δεν είναι πιο μεγάλος από τον Τζόρνταν. Μοιράζονται, όμως, την ηγετική στόφα, την αγωνιστική υπεροχή, την ικανότητα να τρομοκρατούν συμπαίκτες και αντιπάλους με ματιές, χειρονομίες, trash talking.

Οι Στέφεν Κάρι, οι Κέβιν Ντουράντ τού σήμερα είναι ταπεινοί χαρακτήρες. Εκείνος ήταν ο τελευταίος των αδίστακτων.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ