Η λέξη «καθρέφτης» τρέχει με σπουδή να θρονιαστεί δίπλα στις λέξεις-χρησμούς του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Οταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων –των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων – ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις (…) με σημασίαν απροσμέτρητον διά το παρόν και διά το μέλλον (…)». Και το ίδιο το ταξίδι είναι καθρέφτης, όπου αντανακλά ο εαυτός μας. Αυτόν εξερευνούμε στον καθρέφτη του τόπου που περιηγούμαστε. Αυτόν αναζητούμε. Και κανένας άλλος τόπος δεν λάμπει μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας όσο η μαλαματένια πολιτεία του Αιτωλικού. Ενας ολόκληρος κόσμος καθρεφτίζεται μέσα σε έναν άλλον, υδάτινο, κόσμο. Με ζωντανά και χρωματιστά είδωλα.
Είναι νησί ή στεριά-απόληξη της Στερεάς Ελλάδας; Εχει τη σκληράδα της στεριάς και τις ευαισθησίες του νησιού, έτσι περιτριγυρισμένο καθώς είναι από την επικράτεια του νερού. Οπως ακριβώς και οι μορφές της Βάσως Κατράκη που εκτίθενται στο μεγάλο μουσείο στην όχθη της λιμνοθάλασσας. Τόσο ευαίσθητα αποτυπώματα της σκληρής πέτρας επάνω στο χαρτί. Μαλακές γραμμές σαν χάδι σε παιδική παρειά, χαραγμένες με αιχμηρό εργαλείο, τις οποίες ωθούν βίαια χτυπήματα από ευαίσθητα γυναικεία χέρια και μάτια. Η τέχνη είναι εξίσου καθρέφτης της ψυχής του δημιουργού και του θεατή. Είδωλο αυτογνωσίας. Τι αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς καταμεσήμερο στη λιμνοθάλασσα!

Τι συναπάντημα της χαράς και της λύπης στα πρόσωπα των παιδιών των ψαράδων, γύρω από το πατρικό σπίτι της Βάσως Κατράκη! Τι αντιφάσεις της ίδιας της χαρακτικής τέχνης που λένε ότι βγάζει το πιο αισιόδοξο μαύρο και το σκορπά στον γαλάζιο αιθέρα!

Μια «ομπρέλα» στο νερό. Παραδοσιακός τρόπος ψαρέματος στη λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού.

Το είδωλο της αλκυόνης διασπάται στα ποικίλα χρώματα που το συνθέτουν καθώς βουτά μέσα στον καθρέφτη της λιμνοθάλασσας. Είναι το υδατογράφημά της. Η αλκυόνη επιστρέφει στη θέση της στον πάσσαλο, απέναντι από τα πιο ακραία σπίτια του Αιτωλικού, με το επιούσιο ψαράκι στο ράμφος της. Είναι ένα σύμβολο της εξέλιξης της ζωής, αφού και η φύση άλλαξε τους κύκλους της για να διαιωνιστεί το είδος αυτού του μικρού, αλλά πανέμορφου πουλιού. Πόσω μάλλον το ντελικάτο είδωλο του αργυροτσικνιά που καθρεφτίζεται στη λιμνοθάλασσα. Κάθε βήμα του και ένας δυνατός παλμός της ζωής. Στον κόκκινο βάλτο μπροστά από το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, οι ερωδιοί αποτελούν τις ξεχωριστές νότες επάνω στο πεντάγραμμο των λουρονησίδων. Κάτι σαν αίνος, κάτι σαν ευλογία πλανάται πάνω από τη λιμνοθάλασσα. Ισως εκπορεύονται από την Παναγία, το ξωκλήσι-νησάκι της Προκοπάνιστου, στο κέντρο της λιμνοθάλασσας.

Τη γαλήνη τη λέμε και καλοσύνη. Οι γαΐτες, οι παραδοσιακές ξύλινες βάρκες της λιμνοθάλασσας, βάλθηκαν να αυλακώνουν την καλοσύνη και να αναδεύουν τα είδωλα που σχηματίζονται επάνω στον καθρέφτη της. Οι ρυτίδες του νερού δεν σέβονται ούτε τον σταυρό της Παναγίας στην Προκοπάνιστο. Διαρκούν, όμως, τόσο λίγο. Μετά, η καλοσύνη επανέρχεται καθώς επιστρέφουμε στην ακτή για να αράξουμε σε κάποια από τις μικρές ξύλινες προβλήτες. Μένουμε, όμως, εκεί για να παρασύρει ξανά το βλέμμα μας προς το εσωτερικό της λιμνοθάλασσας ένα νεότευκτο σταφνοκάρι που κάνει τα πρώτα του βήματα στο νερό, ξεκινώντας δίπλα από τις αψίδες της γέφυρας που ενώνει το Αιτωλικό με τη μεγάλη στεριά. Το επίσης παραδοσιακό πλεούμενο, στο χρώμα του μίνιου ακόμη, διατρέχει δοκιμαστικά την «πασαρέλα» μπροστά από την προκυμαία, με φόντο το σκηνικό των σπιτιών με τις κόκκινες κεραμοσκεπές. Ο κωπηλάτης κινεί αργά τα κουπιά και παρακολουθεί το αυλάκι που αφήνει πίσω του το αεροδυναμικό σκάφος. Κάποια στιγμή, σταματά και βυθίζει το δίχτυ του, σαν τεράστια αντεστραμμένη ομπρέλα, στο νερό. Πρόκειται για έναν πατροπαράδοτο τρόπο ψαρέματος στη λιμνοθάλασσα, άσκηση για πολύ δυνατούς ψαράδες.
Η αντανάκλαση του καθρέφτη της λιμνοθάλασσας φτάνει στο βάθος της στεριάς, μέχρι τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας του αβγοτάραχου «Stefos» (www.botargostefos.gr). Ο Πέτρος Παραγιός μάς μυεί στην πιο χαρακτηριστική γεύση της λιμνοθάλασσας, το αβγοτάραχο, και ανοίγει τους ορίζοντές μας και σε άλλες, όπως το καπνιστό χταπόδι με χρωματιστά πιπέρια. Και όντως, το τραπέζι στο Αιτωλικό είναι καθρέφτης της λιμνοθάλασσας. Οταν φτάσαμε στις πελάδες –στις καλύβες των ψαράδων επάνω σε πασσάλους που μοιάζουν να «πλέουν» κι αυτές στα νερά –τους βρήκαμε την ώρα του φαγητού να τρώνε μπάφα καπαμά, αφού βεβαίως της είχαν πάρει προηγουμένως τις δύο σακούλες με το αβγοτάραχο. Κάποιες από αυτές τις σακούλες με τα πολύτιμα αβγά ο Πέτρος θα τις «θάψει» για ένα διάστημα σε χοντρό αλάτι, μετά θα τις ξεπλύνει, θα τις καθαρίσει και θα τις «βαπτίσει» πολλές φορές στο προστατευτικό κερί. Στη συνέχεια, η αντανάκλαση της λιμνοθάλασσας συνεχίζεται και στα τραπέζια του εστιατορίου του Γιώργου Μονόματου, με κέφαλο ανοιγμένο πετάλι στα κάρβουνα και «πριντσιπάτο» (πριγκιπικό) χέλι.
Καθώς περνάς τις δύο διαδοχικές γέφυρες του Αιτωλικού, η λιμνοθάλασσα σε ακολουθεί. Μαζί και η εικόνα του ψαρά που, καθισμένος στη μέση της βάρκας του με το μεγάλο ψάθινο καπέλο του, καθρεφτίζεται στη γαλήνη μαζί με τα καλάμια του και τους στίχους του ιθαγενούς Κωστή Παλαμά: «Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη / και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ