Ακόμη και αν δεν είχα μιλήσει με τον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ, πολύ δύσκολα θα προσπερνούσα το άρθρο στις σελίδες του περιοδικού των «New York Times». «Η τρομερή ομορφιά της χειρουργικής εγκεφάλου» (Τhe terrible beauty of brain surgery) συνοδευόταν από τη φωτογραφία μιας κοπέλας με μια λερωμένη γάζα στο κεφάλι της και ένα απόκοσμο βλέμμα στο πρόσωπό της, μια εικόνα σε έντονο κιαροσκούρο, σαν να επρόκειτο για μαρτυρική φιγούρα σε πίνακα του Καραβάτζιο. Ο Κνάουσγκορντ είχε ταξιδέψει στην Αλβανία προκειμένου να μπει στο χειρουργείο και να παρακολουθήσει από κοντά τον διάσημο βρετανό νευροχειρουργό Χένρι Μαρς καθώς θα επιδείκνυε σε γιατρούς της χώρας μια επαναστατική επέμβαση, την οποία εφάρμοσε πρώτος εκείνος. Λέγεται «awake craniotomy», δηλαδή κρανιοτομή με τον ασθενή να διατηρεί τις αισθήσεις του, όπως εν προκειμένω η κοπέλα, προκειμένου να είναι πιο ασφαλές να αφαιρεθεί όγκος με όψη που προσομοιάζει με εκείνη του εγκεφάλου. Κατά την επέμβαση ο γιατρός διεγείρει σημεία του εγκεφάλου με ηλεκτρόδια ώστε να παρακολουθεί τις αντιδράσεις του ασθενούς και να αποφευχθεί η ακούσια ζημιά στους ιστούς.
Εχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Είχα σπεύσει να πάρω συνέντευξη από τον «Προυστ του 21ου αιώνα» (δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑgazino την Κυριακή 27 Απριλίου 2014), όπως έχει χαρακτηριστεί, γιατί ο τρόπος με τον οποίο έχει καταστήσει λογοτεχνία την ανηλεή αυτοπαρατήρηση και αυτοκριτική, αλλά και τη σχεδόν ψυχαναγκαστική καταγραφή τής πιο τετριμμένης καθημερινότητας με είχε κάνει να διαβάζω βουλιμικά σκηνές της πιο πληκτικής ρουτίνας προς μεγάλη έκπληξή μου.
Τον παρακολουθώ στενά από όταν έπεσε από ψηλά, από την πατρίδα του τη Νορβηγία, και προσγειώθηκε με έναν δυνατό παφλασμό στον ωκεανό της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής. Μετά την ανάγνωση του πρώτου βιβλίου, «Ενας θάνατος στην οικογένεια» (εκδ. Καστανιώτη), είχα σκεφτεί ότι αν ήμουν μαθήτρια, θα είχα ζωγραφίσει καρδούλες γύρω από το όνομά του στο τετράδιό μου. Σε μένα απευθυνόταν, εμένα περιέγραφε όταν ανέτεμνε τις σκέψεις του, τις αποτυχίες του, τις ολιγωρίες του. Οταν διάβασα το «Ενας ερωτευμένος άντρας» (του ίδιου εκδοτικού οίκου), σκέφτηκα ότι θα έσβηνα αρκετές από αυτές, καθώς ορισμένες απόψεις του για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση όσον αφορά τη διαχείριση του σώματος και του πόνου δεν με έβρισκαν καθόλου σύμφωνη. Οπως, για παράδειγμα, η επιλογή της καισαρικής –και όχι η εν Ελλάδι αχρείαστη –στην οποία εκείνος τάσσεται κατάφωρα εναντίον. Επειτα, η λεπτομερέστατη περιγραφή της πρώτης γέννας της συζύγου του, η ψυχραιμία της παρατήρησης ενόσω εκείνη σφάδαζε, αλλά και η αδιόρατη μομφή, όπως την ερμήνευσα εγώ, απέναντι στο χαμηλό «threshold» που είχε εκείνη στον πόνο –«πώς θα τα έβγαζε πέρα αν δεν άντεχε τον πόνο;» αναρωτιέται στο βιβλίο –με έκαναν να διαισθανθώ μια τρομερή αποστασιοποίηση εκ μέρους του ή, αν θέλετε, μια μοιρολατρική αποδοχή της θεόσταλτης προέλευσης του πόνου. Τουλάχιστον, δεν θα βρισκόταν λιπόθυμος μέσα στο χειρουργείο που είχε ζητήσει να παρακολουθήσει.
Υπήρχε, όμως, άλλος ένας λόγος για τον οποίο μού είχε τραβήξει την προσοχή το άρθρο των «New York Times». Μου έφερε αμέσως στο μυαλό μια διαφορετική, αλλά εξίσου υψηλού κινδύνου επέμβαση που υπέστη ένας πολύ αγαπημένος μου συγγενής στο κεφάλι για την αφαίρεση ενός όγκου, με πλήρη αναισθησία. Το ρίσκο ήταν μεγάλο, το αποτέλεσμα αμφίβολο. Ο γιατρός έπρεπε να πετύχει, το παραμικρό λάθος θα ήταν καταστροφικό. Την τυφλή αφοσίωσή μας απέναντι στον χειρουργό στον οποίο είχαμε εναποθέσει τις ελπίδες μας, αυτόν τον δυσπρόσιτο, αλλά προσηνή επιστήμονα, τη φανταζόμουν πάντα σαν ένα δυσβάσταχτο βάρος για τον ίδιο, κι ας ήταν τόσο συμπαγής ο αέρας της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που απέπνεε, κι ας ήταν αυτό που λέμε «αυθεντία». Τελικά, το αγαπημένο μου πρόσωπο σώθηκε από τα πολύ έμπειρα χέρια του. Εκτοτε, ένιωθα ένα δέος για τους συγκεκριμένους επαγγελματίες, οι οποίοι κόβουν καθημερινά «το πιο περίπλοκο όργανο που γνωρίζουμε στο Σύμπαν», όπως λέει ο Κνάουσγκορντ, χωρίς να είναι απόλυτα σίγουροι ότι θα τα καταφέρουν πάντα τόσο καλά. Τι φορτίο…
«Εχω σκοτώσει ανθρώπους» λέει κάποια στιγμή χαλαρά, αλλά όχι ανάλαφρα, στον Νορβηγό ο Χένρι Μαρς. Ξέρετε, συμπτωματικά, αυτή η τόσο ιδιαίτερη περίπτωση νευροχειρουργού, που έχει έδρα του το Λονδίνο και το St George’s Hospital, χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από το περιοδικό «The New Yorker» ως «Κνάουσγκορντ της νευροχειρουργικής». Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, μιας και ο Μαρς δεν φοβάται τις εξομολογήσεις, όσο επώδυνες και αν είναι. Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό τον τίτλο «Do Νo Ηarm: Stories of Life, Death and Brain Surgery» (Orion Publishers), αυτό το «bloody, splendid book» σύμφωνα με τον «Guardian», περιλαμβάνει άφθονες. «Κάθε χειρουργός κουβαλάει μαζί του ένα μικρό νεκροταφείο, όπου κάθε τόσο πηγαίνει να προσευχηθεί» επικαλείται σε αυτό τον γάλλο γιατρό Ρενέ Λερίς για να συνοψίσει τι ακριβώς σημαίνει «λάθος» στο δικό του το métier. Η σύγκριση με τον Κνάουσγκορντ έγινε μάλλον αφότου συναντήθηκαν, αλλά η εκλεκτική συγγένεια ήταν ανέκαθεν εκεί. Αλλωστε, η ανάγνωση του βιβλίου του Μαρς είχε κινητοποιήσει τον συγγραφέα να επιδιώξει να τον συναντήσει από κοντά.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η συνάντηση ανάμεσα στους «δύο Κνάουσγκορντ» αναμενόταν, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσα. Ο θλιμμένος Νορβηγός θα περνούσε τις πόρτες που μένουν κλειστές, εκείνες του χειρουργείου, όσο οι συγγενείς πηγαινοέρχονται σε διαδρόμους και αυλές ξορκίζοντας τον χρόνο που κυλάει απελπιστικά αργά με αμήχανα καλαμπούρια, διοχετεύοντας την αγωνία σε βαθιές ρουφηξιές από τσιγάρα, αλλά και τις πόρτες του ενδότερου κόσμου ενός χειρουργού, ο οποίος ζει καθημερινά με την ευθύνη της ζωής και του θανάτου. Με λίγα λόγια, θα έκανε το ταξίδι για εμάς, όπως μόνο αυτός ξέρει.
Οπως και έγινε. Με το χαρακτηριστικό ύφος και τον βασανιστικά αργόσυρτο ρυθμό του, μετέφερε συγκλονιστικές εικόνες, οι οποίες ζωντάνεψαν χάρη στη «χειρουργική» ακρίβεια της περιγραφής δύο επεμβάσεων που παρακολούθησε. Ο Κνάουσγκορντ πρόσεξε πόσες ίντσες ακριβώς πάνω από το αφτί έμπηξε το νυστέρι του ο αλβανός βοηθός χειρουργού στο κεφάλι που κρατούσε ακίνητο ένας τεράστιος σφιγκτήρας. Περιέγραψε πώς πετάχτηκε το αίμα και πώς το άντλησε ο συνάδελφός του με έναν σωλήνα αναρρόφησης, πώς διπλώθηκε το τριχωτό της κεφαλής για να ακολουθήσει το τρύπημα του «λευκοκίτρινου» κρανίου, πώς έγινε η τομή του και η αφαίρεση της κορυφής του, σαν να επρόκειτο για ένα καπάκι. Είδε τον Χένρι Μαρς να δουλεύει και με τα δυο του χέρια, έκαστο κρατώντας από ένα εργαλείο, ένα για να πήζει το αίμα και ένα για να απομακρύνει τους ιστούς κομματάκι κομματάκι. Οπως περιγράφει ο ένας βοηθός του στον Κνάουσγκορντ, κάποτε, ένας αλβανός νευροχειρουργός αφαιρούσε τον όγκο με το χέρι, ελλείψει κατάλληλων εργαλείων, χρησιμοποιώντας το δάχτυλό του σαν τσιγκέλι. Αλλοτε στην Ουκρανία, όπου ο Μαρς ταξιδεύει από τη δεκαετία του ’90 προκειμένου να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών και στην αναβάθμιση των νευροχειρουργικών επεμβάσεων, το τρύπημα του κρανίου γινόταν με ένα κοινότατο τρυπάνι. Ο Κνάουσγκορντ είδε τη νεαρή, μόλις 21 ετών, Αλβανίδα της φωτογραφίας στο περιοδικό των «Times», να βογκάει σιγανά όσο οι χειρουργοί σκάλιζαν τον εγκέφαλό της, και ανατρίχιασε από τα βασανισμένα μουγκρητά της. Δεν μάθαμε, ωστόσο, ποτέ τι απέγινε η κοπέλα, ούτε και ο άνδρας της πρώτης επέμβασης, ο οποίος πέρασε τη δική του δοκιμασία σιωπηλός, αποτραβηγμένος σε έναν δικό του κόσμο. Τι ένιωσε άραγε καθώς το χέρι του σηκωνόταν απότομα στον αέρα «σαν να είχε τραβήξει την κλωστή του ένας μαριονετίστας» όταν ο Μαρς άγγιξε ένα σημείο του εγκεφάλου του; Ποιες σκέψεις τού έδιναν κουράγιο;
Ο Κνάουσγκορντ διέκρινε τον άνθρωπο πίσω από τον γιατρό όπως μόνο ένας συγγραφέας με τόσο διεισδυτικό βλέμμα μπορεί να κάνει. «Δεν ρισκάρω τίποτε προσωπικά ως νευροχειρουργός. Είμαι ένας δειλός. Είμαι γεμάτος αγωνία, ξέρεις» άρθρωσε κάποια στιγμή ο Μαρς, αλλά εκείνος κάτι είχε υποψιαστεί από το βλέμμα του, με αυτά τα μάτια, γεμάτα «ενέργεια, αλλά και πένθος». Ο έμπειρος παρατηρητής Κνάουσγκορντ εντόπισε την ανασφάλεια και την ανάγκη για επιβεβαίωση του χειρουργού που οι άλλοι αντιμετωπίζουν σαν Θεό, μέσα από τη διακριτική, έστω, επίδειξη των γενικών γνώσεών του και του status quo του, αυτή την επιθυμία να τον θαυμάζουν ακόμη και έπειτα από τόσες επιτυχημένες επεμβάσεις, αλλά και τρία ντοκιμαντέρ προς τιμήν του. «Ανταγωνιζόμουν τα ίδια μου τα παιδιά, μπορείς να το διανοηθείς;» λέει ο Μαρς με εξομολογητική διάθεση, ανάλογη με εκείνη που επιδεικνύει ο Κνάουσγκορντ στα βιβλία του. Καθώς πλησιάζει στο τέλος της καριέρας του, στα 65 του χρόνια, αυτός ο τόσο σημαντικός και διάσημος νευροχειρουργός νιώθει μια βαθιά ανάγκη να κάνει τον απολογισμό του. «Αυτό που κάνω κρατάει τον λύκο μακριά από την πόρτα μου. Ισως γι’ αυτό το κάνω όλα αυτά τα χρόνια» θα πει στον Κνάουσγκορντ και εκείνος θα βαλθεί να λύσει τον γρίφο. Ποιος είναι ο «λύκος» στη ζωή ενός ανθρώπου που επιτελεί λειτούργημα, τι είναι εκείνο που τον στοιχειώνει; «Από μια εξωτερική σκοπιά, φαινόταν ότι ο ρόλος του χειρουργού τού είχε προσφέρει ένα ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε να αριστεύσει και να επικρατήσει πάνω στη ζωή και τον θάνατο, εκεί όπου δεν υπήρχε χώρος για οτιδήποτε μικρό και ασταθές μέσα του. Ο ρόλος του χειρουργού έδωσε νόημα στη ζωή του, γιατί μετατόπισε το νόημα έξω από τον εαυτό του, μέσα σε ένα σύστημα που κρατούσε τον λύκο μακριά από την πόρτα του. Την ίδια στιγμή, αυτός ο ρόλος αποκάλυψε τη ματαιότητα των πάντων. Ογκοι μεγαλώνουν τυχαία, άνθρωποι πεθαίνουν τυχαία κάθε μέρα, παντού. Μπορείς να επιλέξεις να κρύψεις αυτή την αλήθεια πίσω από αριθμούς, πίσω από στατιστικές, πίσω από πλαστικά σεντόνια που καθιστούν τους ασθενείς απρόσωπους. Το μεγαλείο του συνίστατο στο ότι δεν έκρυβε αυτή την ασημαντότητα, αλλά χρησιμοποιούσε τη γνώση του για να πολεμήσει οτιδήποτε προσπαθούσε να την καλύψει· η ιδρυματοποίηση των νοσοκομείων, η αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση των ασθενών, όλες τις ιεροτελεστίες που έχει καθιερώσει το ιατρικό επάγγελμα για να δημιουργήσει απόσταση και να μετατρέψει το σώμα σε κάτι αφηρημένο, γενικό, μέρος ενός συστήματος».

Η Τοπιογραφία του εγκεφάλου
Ο Κνάουσγκορντ έσκυψε πάνω από ένα μικροσκόπιο σε ένα κρανίο που έχασκε σε μία από τις επεμβάσεις και είδε τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό που αντίκρισε ήταν ποίηση: «Αισθάνθηκα ότι στεκόμουν στην κορυφή ενός βουνού, ατενίζοντας μια πεδιάδα, καλυμμένη από μεγάλα, φιδίσια ποτάμια. Στον ορίζοντα, κι άλλα βουνά ορθώνονταν, ανάμεσά τους υπήρχαν κοιλάδες και μία από αυτές ήταν καλυμμένη από έναν τεράστιο λευκό παγετώνα. Oλα λαμποκοπούσαν και άστραφταν. Ηταν σαν να είχα μεταφερθεί σε έναν άλλο κόσμο, ένα άλλο μέρος του Σύμπαντος. Ενα ποτάμι ήταν μοβ, τα υπόλοιπα ήταν πορφυρά, και το τοπίο που διέσχιζαν ήταν διάσπαρτο από παράξενα, ανοίκεια χρώματα. Ο παγετώνας, όμως, ήταν εκείνος που αιχμαλώτισε το βλέμμα μου. Απλωνόταν σαν ένα οροπέδιο πάνω από την κοιλάδα, εκτυφλωτικά λευκό, σαν το χιόνι στο βουνό σε μια ηλιόλουστη μέρα. Ξάφνου, ένα κύμα από κόκκινο ορθώθηκε και ξεβράστηκε πάνω στη λευκή επιφάνεια. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ κάτι τόσο όμορφο, και όταν ίσιωσα το κορμί μου και πήγα στην άκρη για να κάνω χώρο στον γιατρό, για μια στιγμή στα μάτια μου γυάλισαν δυο δάκρυα».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ