Ο τίτλος στο «Zeit Magazin», το ένθετο περιοδικό της έγκυρης γερμανικής εφημερίδας «Die Zeit» ήταν κατηγορηματικός: «Αθήνα: Το νέο Βερολίνο». Αθήνα, μια πόλη από την οποία δεν βγαίνουν μόνο άσχημα νέα αλλά και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κόντρα στην κρίση και τις αντιξοότητες επανεφευρίσκουν την πόλη τους και την καθιστούν ένα ζωντανό κύτταρο καλλιτεχνικής δημιουργίας και εφευρετικής επιχειρηματικότητας. Χαρακτηριστικά που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τη μητρόπολη των τεχνών, το Βερολίνο. Μέσα στο καυτό καλοκαίρι που μας πέρασε τα Εξάρχεια περιγράφονταν από δημοσιογράφο της ίδιας εφημερίδας ως «το Κρόιτσμπεργκ της Αθήνας», ενώ λίγες ημέρες μετά το εκτενές αφιέρωμα της «Die Zeit» το περιοδικό «Monocle» έπαιρνε τη σκυτάλη για να υπερθεματίσει στον ισχυρισμό της γερμανικής εφημερίδας.

Η αλήθεια είναι ότι τα έχει όλα η πόλη μας. Και άδεια κτίρια, και παροπλισμένες βιομηχανικές εκτάσεις, και πληθωρική διάθεση για δημιουργικότητα, και μαγαζιά που θα αφήσουν ικανοποιημένο και τον πιο απαιτητικό χίπστερ. Γι’ αυτό συχνά πυκνά τη βλέπουμε να μπαίνει στο μικροσκόπιο του διεθνούς Τύπου στην απόπειρά του να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτόν τον τόπο και να τον κατατάξει βάσει αναγνωρίσιμων πολιτισμικών αντιδανείων. Είναι αυτή μια ρηχή προσέγγιση σε αχαρτογράφητα νερά ή μήπως είναι όντως η Αθήνα το νέο Βερολίνο και εμείς είμαστε οι τελευταίοι που θα το μάθουμε;

Απευθυνθήκαμε σε έλληνες και ξένους που έχουν επιλέξει να ζουν στην ελληνική πρωτεύουσα και αγωνίζονται να αλλάξουν την καθημερινότητά της για να μας πουν την άποψή τους.


Ανταμ Σίμτζικ
Καλλιτεχνικός διευθυντής της Documenta 14
«Οι ενεργοί άνθρωποι της Αθήνας δεν είναι οι χίπστερ της»

«Δεν βλέπω τον λόγο γιατί αυτή η σύγκριση – στην ουσία ένα λεκτικό εύρημα που βασίζεται σε έναν καλοπροαίρετο, αλλά θεμελιωδώς εσφαλμένο ευσεβή πόθο – θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για να κατανοήσουμε σε τι συνίσταται η ταυτότητα της Αθήνας αυτή τη χρονική στιγμή. Και οι δύο πόλεις αποτελούνται από πολλά διαφορετικά πράγματα και οι υπεραπλουστεύσεις αδικούν και τις δύο. Η ανακήρυξη της Αθήνας ως το “νέο Βερολίνο” βασίζεται στην εικασία ότι υπάρχει μια νεοφιλελεύθερη λογική, σταθερά σε ισχύ, σύμφωνα με την οποία οι πόλεις πρώτα περνούν από μια κατάσταση λήθαργου, μετά ανακάμπτουν, τελικά εξωραΐζονται και κατόπιν χάνουν την ημιερωτική πρώτη ελκυστικότητά τους.

Διαφωνώ κάθετα με αυτή την άποψη. Θα προτιμούσα απλώς να ρωτήσω, ανατρέχοντας στον τίτλο του βιβλίου που κυκλοφόρησε από τον ισπανό αρχιτέκτονα Χοσέ Λουίς Σερτ το 1942, βασισμένου σε υλικό από τα πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (CIAM) το οποίο διεξήχθη στην Αθήνα το 1935: “Μπορούν να επιβιώσουν οι πόλεις μας;”. Εκείνη την εποχή, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι μοντερνιστές αρχιτέκτονες πίστευαν ότι οι πόλεις ανά τον κόσμο έπρεπε να ανοικοδομηθούν βάσει πανομοιότυπων, ορθολογικών αρχών. Αυτό το όραμα απέτυχε, δεν γίναμε όλοι μοντέρνοι ή, όπως λέει ο κοινωνιολόγος Μπρούνο Λατούρ, “δεν υπήρξαμε ποτέ μοντέρνοι” – και ίσως πλέον κάποιος θα μπορούσε να προσθέσει ότι ούτε πρόκειται να γίνουμε ποτέ. Αυτό που έχει ενδιαφέρον στην Αθήνα σήμερα δεν είναι η ομοιότητά της με το Βερολίνο, αλλά ακριβώς το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολύ διαφορετική και πολύ ιδιαίτερη, αν και βαθιά βασανισμένη, πόλη. Η πόλη που βιώνει το μέλλον της μέσα από τα καθημερινά της βάσανα και όχι μέσα από το ευρύτερο όραμα των πολιτικών.

Η Ιστορία της μοντέρνας Αθήνας τα τελευταία διακόσια χρόνια είχε ως αποτέλεσμα μια κατεξοχήν ετερόκλητη, αχανή μητρόπολη σε κατάσταση ιλιγγιώδους επιτάχυνσης, η οποία αυτή τη στιγμή φλερτάρει με το έμφραγμα.

Η σύγκρουση ανάμεσα στο μυθικό και ένδοξο παρελθόν καθιστά την Αθήνα μια πανέμορφη και ταυτόχρονα σκληρή πόλη. Εχω ωστόσο αποφασίσει ότι είναι και ένα ελκυστικό μέρος που σε προσκαλεί να το γνωρίσεις.

Ποια είναι όμως αυτή η πόλη; Πιστεύω ότι είναι το σώμα και το πνεύμα των κατοίκων της. Η ικανότητα της πόλης της Αθήνας να συνεχίσει να μεταμορφώνεται δεν θα εξασφαλιστεί από τους άνωθεν. Και οι φαινομενικά απείθαρχοι, περιβόητα ανεξάρτητοι άνθρωποι της Αθήνας παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Η αποκαλούμενη “δημιουργική τάξη” είναι άλλο ένα νεοφιλελεύθερο τσιτάτο που δεν έχει υπόσταση στην Ελλάδα σήμερα. Αλλά ας θέσουμε ένα άλλο ερώτημα: Ποιοι είναι οι ενεργοί άνθρωποι της πόλης; Θα τους συναντήσετε σε όλες τις επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες που παλεύουν με τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής και την ανεπάρκεια των μέσων, και όχι ανάμεσα στους χίπστερ που πίνουν τον καπουτσίνο τους, ή τα μάτσο αρσενικά που μοστράρουν τα αυτοκίνητά τους. Φοβάμαι ότι η επανάσταση δεν θα μεταδοθεί στην τηλεόραση».

Η Documenta είναι η μεγαλύτερη εικαστική διοργάνωση στον κόσμο. Το 2017, από τη Γερμανία, θα μετακομίσει στην Αθήνα.

Κάθριν Ντρέικ
Δημοσιογράφος/συγγραφέας
«Η πόλη σας είναι πιο ενδιαφέρουσα από το Βερολίνο»
«Η σύντομη απάντηση θα ήταν “ναι”, αλλά αυτό θα ήταν και μια απλούστευση, ένα κλισέ. Η Αθήνα έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει από τα φθηνά ενοίκια, καθώς διαμορφώνεται στο έδαφός της καταιγιστική Ιστορία εξαιτίας της εγγύτητάς της με τη Μέση Ανατολή και τη μαζική μετανάστευση αλλά και της παρούσας πολιτικής κατάστασης. Η Ελλάδα, η Αθήνα συγκεκριμένα, είναι ένα πολύ πιο ενδιαφέρον μέρος σήμερα από ό,τι μια πόλη όπως το Βερολίνο. Το μικρό μέγεθος της πόλης ευνοεί την ελεύθερη έκφραση, ο κόσμος δραστηριοποιείται, συνεργάζεται, προσπαθεί να μην εξαρτάται μόνο από θεσμικές δομές ή ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.

Η Μπιενάλε της Αθήνας, για παράδειγμα, διόρισε έναν επιμελητή, τον Μασιμιλιάνο Μολόνα, ο οποίος έχει σπουδάσει και οικονομικά, και το πρόγραμμά της θα ξεκινήσει με ένα συνέδριο γύρω από τις εναλλακτικές οικονομίες. Πιστεύω ότι η Μπιενάλε της Αθήνας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο μοντέλο για την κατεύθυνση που θα μπορούσε να ακολουθήσει η καλλιτεχνική παραγωγή διεθνώς. Βέβαια, προς το παρόν, στην περίπτωση της Αθήνας η εγχώρια καλλιτεχνική σκηνή καθορίζεται από ελάχιστους επιμελητές που δείχνουν τους ίδιους καλλιτέχνες, ξανά και ξανά σε όλον τον κόσμο, όποτε τους δίνεται η ευκαιρία. Αυτό είναι κάτι που θεωρώ απαράδεκτο, ότι ο κόσμος της τέχνης στην Αθήνα προσφέρει τόσο λίγες ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες για την προβολή τους στο εξωτερικό. Υπάρχει, τρόπον τινά, μια μαφία της τέχνης, μια χούφτα άνθρωποι που παίρνουν όλες τις δουλειές και όλα τα χρήματα και δείχνουν έργα τους σε όλες τις εκθέσεις. Αισθάνομαι ότι είναι μεγάλο κρίμα σε ένα μικρό σύστημα, με τόσο λίγα χρήματα, και με την εξαίρεση του Πολιτιστικού Οργανισμού ΝΕΟΝ, να μη δίνεται η ευκαιρία σε καλλιτέχνες να αναδειχθούν, κάτι που εκ των πραγμάτων εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. Δεν λέω ότι δεν συμβαίνει και αλλού αυτό, απλώς στην κλίμακα της Αθήνας είναι πιο προφανή τα πράγματα».

Η Κάθριν Ντρέικ είναι συνεργάτις του περιοδικού «Artforum». Ζει στην Αθήνα τα τελευταία τέσσερα χρόνια.


Poka-Yio
Εικαστικός
«Η Αθήνα είναι συναρπαστικό μέρος για να ζεις»
«Τη σύγκριση μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου την κάνει πολύς κόσμος που έρχεται για πρώτη φορά στην Αθήνα. Αυτή η αίσθηση προκαλείται από την μποέμ, καλλιτεχνική ατμόσφαιρα που υπάρχει σε περιοχές της πόλης όπως ο Κεραμεικός ή το Μεταξουργείο, από το γεγονός ότι ανοίγουν συνέχεια μικρά μαγαζιά, μπαράκια που είναι απροσποίητα, φθηνά. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να είσαι καλλιτέχνης στην Αθήνα, αλλά δεν είναι εύκολο να είσαι καλλιτέχνης ούτε στο Βερολίνο. Υπάρχουν επιδόματα για τους καλλιτέχνες, αλλά το Βερολίνο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα πλούσιο μέρος, όσο ένα μέρος που εμπνέει, ένας προορισμός στον οποίο δεν πηγαίνεις απαραίτητα για να βρεις δουλειά, αλλά για να γίνεις μέρος της δημιουργικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Το ίδιο συμβαίνει και στην Αθήνα. Τα τελευταία πέντε χρόνια η πόλη έχει αλλάξει πάρα πολύ, νομίζω ότι είναι ένα συναρπαστικό μέρος για να ζεις. Πλέον έρχονται και μένουν άνθρωποι από το εξωτερικό στην πόλη ακριβώς για αυτόν τον λόγο, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι πριν από τρία χρόνια».

Ο Poka-Yio είναι συνδιοργανωτής της Μπιενάλε Αθήνας, η οποία θα διεξαχθεί στο εγκαταλελειμμένο Μπάγκειον της Ομόνοιας από τον Νοέμβριο.

Τιλ Μόουζες Κάμερτον
Ελεύθερος επαγγελματίας
«Η σύγκριση με το Βερολίνο αδικεί και τις δύο πόλεις»
«Κατά την άποψή μου, το κείμενο της “Zeit” δεν φάνηκε αντάξιο των προσδοκιών που δημιούργησε ο ηχηρός τίτλος του. Περιέγραφε μια πόλη που αλλάζει και ορισμένους ανθρώπους μέσα σε αυτήν οι οποίοι ανήκουν σε ένα πολύ συγκεκριμένο lifestyle. Ανθρωποι σαν κι αυτούς κάνουν τις μεγάλες πόλεις ζωντανές και ενδιαφέρουσες – όμως θα τους συναντήσει κανείς σε κάθε μεγάλη πόλη της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Η Αθήνα περνάει μια βαθιά οικονομική κρίση η οποία δεν έχει αφήσει κανέναν ανέπαφο. Παρά το γεγονός αυτό αλλά και εξαιτίας του, άνθρωποι χτίζουν και παίζουν ανάμεσα στα ερείπια κυνηγώντας το όνειρό τους. Το να συγκρίνεις αυτή την κατάσταση με το Βερολίνο και τη μοναδική του Ιστορία, αδικεί και τις δύο πόλεις.

Το Βερολίνο ήταν μια περιθωριοποιημένη πρώην πρωτεύουσα για τη Δυτική Γερμανία, η οποία έχαιρε ειδικής μεταχείρισης ενόσω ήταν αποκομμένη γεωγραφικά από την υπόλοιπη χώρα και αποτελούσε καταφύγιο για τους ανένταχτους και ιδιαίτερους δημιουργικούς ανθρώπους (επειδή, μεταξύ άλλων, μέχρι το 1990 μπορούσες να αποφύγεις τη στρατιωτική θητεία ή την κοινωνική εργασία αντί στράτευσης, αν μετακόμιζες εκεί). Ηταν επίσης πρωτεύουσα για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (GDR), κόμβος μυστικών υπηρεσιών τόσο για το ανατολικό μπλοκ όσο και για τη Δύση, και ως αποτέλεσμα όλων αυτών ο καμβάς επάνω στον οποίο αποτυπώνονταν οι εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου.

Oταν έπεσε το Τείχος προάστια και από τα δύο μέρη σχημάτισαν το νέο κέντρο (Mitte) της απο-περιθωριοποιημένης νέας πρωτεύουσας της νέας Γερμανίας, ένα γόνιμο έδαφος για δημιουργική ανάπτυξη. Η Αθήνα, από την άλλη, βγαίνει σιγά σιγά από μια κρίση, έχει σχετικά φθηνά ενοίκια, τον καλύτερο καιρό που μπορείς να βρεις στην ήπειρο, παραδεισένια νησιά σε πολύ κοντινή απόσταση. Είναι η πρωτεύουσα μιας χώρας με φτωχή οργάνωση η οποία πληγώνει τον εαυτό της κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη τη ζωή των ελεύθερων επαγγελματιών και των ανθρώπων που θέλουν να ξεκινήσουν μια νέα επιχείρηση. Μια ανάλυση αυτού του είδους θα ήταν αναμενόμενη στο γερμανικό άρθρο. Αλλά προφανώς θα απαιτούσε έναν τίτλο πολύ λιγότερο προκλητικό και “ποπ” για όλους τους λάθος λόγους».

Ο Τιλ Μόουζες Κάμερτον μετακόμισε από το Βερολίνο στην Αθήνα πριν από δύο χρόνια. Εργάζεται ως creative consultant.

Γκίγκη Αργυροπούλου
Θεωρητική/σκηνοθέτις
«Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα δεν είναι μόδα, είναι ανάγκη»
«Πάντα γίνονται συγκρίσεις, αλλά συνήθως από κάποιον που βλέπει τα πράγματα από απόσταση. Οσοι ζούμε στην Αθήνα δεν λέμε “για να δούμε τι γίνεται στο Βερολίνο για να κάνουμε κάτι αντίστοιχο στην Αθήνα…”. Το Εμπρός, για παράδειγμα, ξεκίνησε σαν μια απάντηση στην κρίση, μια καλλιτεχνική πρόταση στο επισφαλές καλλιτεχνικό τοπίο της προηγούμενης δεκαετίας – που έλεγε ότι θα μπορούσαν ομάδες της πόλης να χρησιμοποιήσουν τα κενά κτίρια και να προτείνουν νέες παρεμβάσεις. Το ζήτημα δεν είναι ποια είναι η ριζοσπαστική “ιδέα” – στο εξωτερικό π.χ. παραχωρούνται συχνά χώροι σε καλλιτέχνες –, αλλά με ποιον τρόπο η κάθε δράση παρεμβαίνει στη δεδομένη κατάσταση, τι δυνατότητες προτείνει. Σήμερα, έπειτα από πέντε χρόνια, οι δυνατότητες που προσφέρει η κρίση έχουν σίγουρα απομυθοποιηθεί. Η ενεργοποίηση του Green Park τον Ιούνιο έθεσε ερωτήματα για τις δυνατότητες παρέμβασης στο εδώ και τώρα της Αθήνας. Ισως ήταν λιγότερο μια καλλιτεχνική πρόταση και περισσότερο ένας τόπος συζήτησης, ο οποίος ίσως δίνει χώρο σε δυναμικές και διαλόγους που προκύπτουν στην πόλη.

Δυστυχώς, οι αντιστοιχίες αυτή τη χρονική στιγμή κινδυνεύουν να είναι ατυχείς, μιας και η Αθήνα αυτά τα χρόνια έχει αντιμετωπίσει ουσιαστικές και ριζικές αλλαγές πέρα από trends. Η δική μου εμπειρία από το Βερολίνο ήταν ότι ένιωθες σε ορισμένα σημεία ότι η πόλη είχε έντονες αντιθέσεις αλλά και δυναμικές. Η πόλη ήταν πολύ ζωντανή. Το ίδιο, φαντάζομαι, μπορεί να πει κανείς για την Αθήνα τώρα. Την τελευταία φορά που πήγα στο Βερολίνο, πριν από λίγα χρόνια, ο δρόμος που θυμόμουν τόσο έντονα είχε γεμίσει παγωτατζίδικα και μαγαζιά ντιζάιν. Στην Αθήνα γίνονται πολλές καλλιτεχνικές δράσεις, παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι τα χρόνια της κρίσης έχουν κοπεί και οι ελάχιστες επιχορηγήσεις. Σήμερα βλέπουμε παραστάσεις σε σπίτια, σε απρόσμενους χώρους, σε δρόμους, όλα γίνονται χειροποίητα. Εχει ενδιαφέρον να δούμε πού θα οδηγήσει όλη αυτή η αυτοσχέδια δημιουργικότητα».

Η Γκίγκη Αργυροπούλου είναι μέλος της Κίνησης Μαβίλη και της ομάδας που ενεργοποίησε το εγκαταλελειμμένο αναψυκτήριο Green Park στο Πεδίον του Αρεως.

* Φωτογραφίες Ανδρέας Σιμόπουλος

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ